Καθρέπτης τοῦ γεωργοῦ εἶναι τό χωράφι του. Ὁ σπόρος πού σπέρνει καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο τό δουλεύει ρυθμίζουν καί μορφοποιοῦν τήν καλλιέργεια, ἀλλά καί χαρακτηρίζουν τόν ἴδιο τόν γεωργό. Δύο καλλιέργειες ἐντελῶς διαφορετικές μεταξύ τους ἀποκαλύπτουν δύο γεωργούς πού διαφέρουν ριζικά, στό πρῶτο στιχηρό προσόμοιο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τοῦ ἀσώτου, ὅπου ψάλλουμε:
Εἰς ἀναμάρτητον χώραν καί ζωηράν ἐπιστεύθην, γεωσπορήσας τήν ἁμαρτίαν· τῇ δρεπάνῃ ἐθέρισα τούς στάχυας τῆς ἀμελείας
καί δραγμάτων ἐστοίβασα πράξεών μου τάς θημωνίας,
ἅς καί κατέστρωσα οὐχ ἅλωνι τῆς μετανοίας.
Ἀλλ᾿ αἰτῶ σε τόν προαιώνιον γεωργόν ἡμῶν Θεόν·
τῷ ἀνέμῳ τῆς σῆς φιλευσπλαγχνίας ἀπολίκμισον τό ἄχυρον τῶν ἔργων μου
καί σιτάρχισον τῇ ψυχῇ μου τήν ἄφεσιν,
εἰς τήν οὐράνιον συγκλείων με ἀποθήκην καί σῶσόν με.
Ὁ ὕμνος σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση λέει τά ἑξῆς: «Σέ ἀναμάρτητη καί ζωντανή χώρα ἐμπιστεύθηκα τόν ἑαυτό μου, ἀφοῦ ἔσπειρα στή γῆ τήν ἁμαρτία. Θέρισα μέ τό δρεπάνι τά στάχυα τῆς ἀμελείας μου καί στοίβαξα σέ θημωνιά δεμάτια τίς πράξεις, τίς ὁποῖες ὅμως δέν ἅπλωσα στό ἁλώνι τῆς μετάνοιας. Ἀλλά, Ἐσένα παρακαλῶ, τόν Θεό, τόν προαιώνιο γεωργό μας. Φύσηξε τόν ἄνεμο τῆς φιλευσπλαγχνίας σου, ξεχώρισε τό ἄχρηστο ἄχυρο τῶν ἔργων μου, τροφοδότησε τήν ψυχή μου μέ τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί ἀποθήκευσέ με στήν οὐράνια ἀποθήκη Σου καί σῶσε με».
Δύο γεωργοί παρουσιάζονται μπροστά μας, καί οἱ δύο εἶναι –μέ τήν πρώτη, βέβαια, σημασία τῆς λέξεως– «ἄσωτοι», πού σημαίνει σπάταλοι, ξοδεύουν ἀτσιγγούνευτα. Ὅ,τι σπέρνουν, πάντως, αὐτό καί θερίζουν. Ὁ πρῶτος «ἄσωτος γεωργός» εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ «γεωσπορήσας τήν ἁμαρτίαν», αὐτός πού ἔκανε κομβολόι τίς ἁμαρτίες του, αὐτός πού τίς ἔκανε σπόρο καί τίς ἔσπειρε στή γῆ σπάταλα, τίς καλλιέργησε μέ ζῆλο καί μανία. Αὐτός θερίζει στάχυα ἀμελείας, καρπούς τῆς αἰσχύνης, τή φθορά καί τή διαφθορά. Κι ἄν ἀποκτήσει καί κάποια δόξα καί τιμή, αὐτά εἶναι «δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ» καί τιμή ἀτιμίας. Ἡ δόξα τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, πού ἔσπειρε ἄσωτα τήν ἁμαρτία, προκαλεῖ ντροπή καί ἡ τιμή του εἶναι ἄτιμη.
Ὁ ἄλλος «ἄσωτος γεωργός», αὐτός πού δέν φείδεται, δέν τσιγγουνεύεται αὐτά πού ἔχει, ἀλλά τά ξοδεύει σπάταλα, εἶναι ὁ «προαιώνιος γεωργός ἡμῶν Θεός». Αὑτός ἔχει τήν ἄφεσι, τή μακροθυμία, τόν φιλεύσπλαγχνο ἄνεμο καί αὐτά χαρίζει στά ἄσωτα παιδιά του, πού σπέρνουν ἁμαρτία καί κακό. Αὐτός ξεχωρίζει τό ἄχυρο ἀπό τό σιτάρι καί τό ἀποθηκεύει στίς οὐράνιες ἀποθῆκες του, γιά νά γίνει ὁ ἄρτος τοῦ Θεοῦ.
Ὅσα κι ἄν σπείρει ὁ «ἄσωτος υἱός γεωργός» εἶναι πολύ λίγα μπροστά σ’ αὐτά πού σπέρνει ο «ἄσωτος γεωργός Θεός». Τό βάθος τῆς ἀγάπης του, τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς συγγνώμης του εἶναι ἀμέτρητον, ὥστε νά καλύπτει κάθε ὕψωμα ἀνθρώπινης ἀσωτίας.
Ἐμεῖς, πού «ἠναλώσαμεν τόν πλοῦτον, ὅνπερ ἐλάβομεν», «τόν πλοῦτον τῆς πατρικῆς δωρεᾶς διασκορπίσαντες», «τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα ἀσώτως διεσκορπίσαμεν», «ἀποσκιρτήσαντες ἀφρόνως τῆς πατρῴας δόξης», κραυγάζομε τή φωνή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ· «Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου, πάτερ οἰκτίρμον», «σιτάρχισον ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τήν ἄφεσιν».
Κύριε, σ᾿ εὐχαριστοῦμε πού εἶσαι ὁ σπάταλος χορηγός, ὁ «ἄσωτος γεωργός» τῆς συγχωρήσεως τῶν ἀσώτων παιδιῶν σου.
Β.Μ.
Ἀπολύτρωσις 43 (1988) 26-27