Tήν πανώρια Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στολίζει μέ τό ἁγνό κάλλος της ἡ «μεγαλώνυμος» μάρτυς Ἀγάθη. Ἀποθέτει μέ ἱεροπρέπεια στά πόδια τοῦ Χριστοῦ πού ἀγάπησε τόν πολύτιμο κροσσωτό της. Ἀντιπροσφέρει μέ εὐγνωμοσύνη στόν Νυμφίο της Χριστό «ἔνδοξο πορφυρίδα» βαμμένη μέ τό νεανικό της αἷμα. Παραδίδει τόν πρῶτο πόθο της στόν Ἰησοῦ «ἀγαλλομένη». Ἐπιλέγει πάνω ἀπό ὅλα «τὰ τοῦ κόσμου ἡδέα» τοῦ Χριστοῦ τήν τερπνότητα.
Ἀπό τό 251 μ.Χ. φυλάγει ἡ Ἐκκλησία μας τήν πολύτιμη κατάθεση τῆς νεαρῆς ἀγαθωνύμου μάρτυρος -κόσμημα ἄφθαρτο, θησαυρό ἀδαπάνητο. Εὐγενής καί εὔπορη ἡ οἰκογένειά της κληροδότησε στή μονάκριβη θυγατέρα της πλοῦτο, δόξα, σώματος ὡραιότητα, ἀλλά καί καλλονή ψυχῆς. Οἱ γονεῖς της -εἰδωλολάτρες- τήν κατέστησαν ἐκλεκτή καί περίβλεπτη μέσα στό Παλέρμο, πού ἦταν ὁ τόπος τῆς καταγωγῆς της. Ἡ μικρή Ἀγάθη ἔμεινε ἀρκετά νωρίς μόνη, ἴσως γιά νά γνωρίσει τόν μοναδικό Θεό καί ποθεινότατο Νυμφίο τῆς ζωῆς της.
«Σκληρός τύραννος» χαρακτηρίστηκε ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος μέ τό διάταγμά του γιά τήν καταστολή τῆς χριστιανικῆς πίστης τόν Ἰανουάριο τοῦ 250. Ἡ Ἀγάθη ἁπλά καί ἀβίαστα ὁμολόγησε τήν πίστη της στόν Χριστό. «Τὰς αἰωνιζούσας ἀποσκοποῦσα ἀμοιβὰς» δέν δείλιασε μπροστά στόν ψυχικό βιασμό πού τῆς ἄσκησε ὁ «δυσμενὴς» ἔπαρχος τῆς Σικελίας Κυντιανός. Ὁπλισμένη μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καταφρόνησε τή δεινή μανία του. «Ματαιόφρων ὑπάρχων ὁ τύραννος», τήν ἔβαλε ν᾽ ἀντιπαλαίψει μέ μία ἄπιστη γυναίκα, τήν Ἀφροδισία, καί τίς θυγατέρες της. Ἔστρεψε τελείως τά μάτια τῆς καρδιᾶς της ἡ ἀήττητος μάρτυς στή μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. Μέ στερρό τό φρόνημα νίκησε τά δελεάσματα καί τίς ἀπειλές.
«Ἠγλαϊσμένη» ἡ ἀκήρατος νύμφη τοῦ Ζωοδότου πορεύεται τή μαρτυρική πορεία της μέ ἕναν πόθο: νά στολίσει τήν ψυχή της καί νά τήν ἑτοιμάσει γιά νά τήν προσφέρει «καθωραϊσμένη καὶ λελαμπρυσμένη» στόν νυμφίο της Χριστό. Στά ἐπώδυνα βασανιστήρια πού ἀκολούθησαν ἡ ἔνδοξη μάρτυς ἔμεινε πιστή στήν «ἄνω κλήση». Ἐξουθενωμένη καί καταπληγωμένη τήν ἔριξαν στή φυλακή. Ὁ Κύριός της ὅμως τή δόξασε, θεραπεύοντας ὅλες τίς πληγές της. Ἀσυγκίνητος ἔμεινε ὁ ἔπαρχος ἀπό τό ὁλοφάνερο θαῦμα. Ἔδωσε ἐντολή νά τή σύρουν πάνω σέ πυρακτωμένα ὄστρακα. Τότε ἕνας φοβερός σεισμός τάραξε ὅλη τήν περιοχή. Πολλά σπίτια γκρεμίστηκαν. Τά θύματα ὑπῆρξαν ἀρκετά, ἀκόμη καί μέσα στό παλάτι. Οἱ κάτοικοι συγκλονισμένοι διαμαρτυρήθηκαν. Ἡ Ἀγάθη «ἄφθορος» ἐπέστρεψε στή φυλακή. Ἐκεῖ στό δεσμωτήριό της προσευχόμενη τή βρῆκε τό τέλος τῶν παλαισμάτων της στή γῆ καί ἔφτασε ἡ ὥρα τῆς συνάντησής της μέ τόν οὐράνιο Νυμφίο στίς 5 Φεβρουαρίου τοῦ 251.
Στή φτώχεια τοῦ σήμερα πλησιάζουμε στόν θησαυρό σου, εὐλογημένη ἁγία τοῦ Θεοῦ, νά μᾶς ντύσεις μέ τά πολυτίμητα ἐνδύματά σου, νά μᾶς στολίσεις μέ τά ὁλόλαμπρα διαδήματά σου: Τήν «προθυμίαν τῆς ἀθλήσεώς» σου συλλέγουμε ἀπό τά ραπίσματα, τούς λογχισμούς ἐπάνω στήν κρεμάλα καί ἀπό τήν πληγή τοῦ ἀποκομμένου σου μαστοῦ, πού δέχτηκες μέ χαρά. Ἄς ἔρθεις νά μᾶς ἐνθαρρύνεις γιά νά νικήσουμε τή ράθυμη διάθεσή μας γιά κάθε θυσία γιά τόν Θεό. Τήν πνευματική ἀνδρεία σου, πού κατέστησε τό ἁπαλό σου σῶμα πιό ἰσχυρό κι ἀπό τό σίδερο καί τή φωτιά, παραλαμβάνουμε κληρονομιά ἱερή ἐμεῖς ἡ γενιά τῆς δειλίας, τῆς ἀτολμίας. Τό κλέος τῆς πίστεώς σου ἐπιζητοῦμε μέσα στήν ὀλιγοπιστία μας στίς δυσκολίες. «Γενοῦ προστασία, τῶν δεινῶν ἐξαιρουμένη καὶ πειρασμῶν, ζάλης τε καὶ θλίψεως…». Τήν παρθενία σου «χαρμονικῶς» τιμοῦμε καί τολμοῦμε νά τήν ἐπιθυμοῦμε στήν ἐποχή πού περιπαίζεται ἡ ἁγνότητα.
Ἄς γίνεται ἡ πρεσβεία σου στίς ψυχές μας κραταιά προστασία ἀπό τή λάβα τῆς ἁμαρτίας πού μᾶς κυκλώνει, ὅπως τότε, ἕνα χρόνο μετά τήν κοίμησή σου, τό λείψανό σου ἔσβησε τή λάβα τοῦ ἡφαιστείου τῆς Αἴτνας. Ἀσπαζόμαστε τοῦ ἐντα- φιασμοῦ σου τόν τόπο καί ἐμπνεόμαστε ἀπό τή χαραγμένη ἐπιγραφή: «Νοῦς ὅσιος, αὐτοπροαίρετος, τιμὴ ἐκ Θεοῦ καὶ πατρίδος λύτρωσις». Ἀνεκτίμητο τό στέμμα σου στόν οὐρανό. Θαμπώνει τούς ἀπίστους, τιμᾶ τούς πιστούς, καλλύνει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στό πέρασμα τῶν αἰώνων.
Οὐρανοδρόμος