28η Ὀκτωβρίου 1940. Δευτέρα, τρεῖς μετά τά μεσάνυχτα. Κάποιες σκιές κινοῦνται μές στή νύχτα. Ὁ ἰταλός πρεσβευτής Γκράτσι κατευθύνεται στό σπίτι τοῦ πρωθυπουργοῦ Ἰ. Μεταξᾶ στήν Κηφισιά. Πρέπει ἐπειγόντως νά τοῦ ἐπιδώσει τό ἰταλικό τελεσίγραφο. «Σκεφτόμουν ὅτι τή στιγμή ἐκείνη γινόμουν συνένοχος μιᾶς ἀτιμίας», γράφει ὁ ἴδιος ὁ κόμης Γκράτσι στό βιβλίο του «Ἡ ἀρχή τοῦ τέλους». Καί συνεχίζει:
«Μόλις καθίσαμε, τοῦ ἔδωσα τό ἔγγραφο. Ἄρχισε μέ προσοχή νά τό διαβάζει. Παρακολούθησα τή συγκίνησή του στά χέρια του καί στά μάτια. Μόλις τελείωσε ἡ ἀνάγνωση, ἀκολούθησε ὁ ἑξῆς διάλογος:
- Κύριε πρόεδρε, ἔχω ἐντολή νά σᾶς ἀνακοινώσω ὅτι σέ περίπτωση πού δέν δεχτεῖτε τούς ὅρους τοῦ τελεσιγράφου, τά ἰταλικά στρατεύματα θά μποῦν στό ἑλληνικό ἔδαφος, στίς 6 τό πρωί.
- Καί ποιά εἶναι τά στρατηγικά σημεῖα πού θέλει νά καταλάβει ἡ Ἰταλία;
- Δέν γνωρίζω...
- Κύριε πρεσβευτά, τό περιεχόμενο τοῦ τελεσιγράφου καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μοῦ δόθηκε σημαίνουν πόλεμο ἐκ μέρους τῆς Ἰταλίας.
- Θά ἦταν δυνατό νά ἀποφευχθεῖ ὁ πόλεμος, ἄν δίνατε διαταγή στά στρατεύματά σας νά ἀφήσουν ἐλεύθερη τή δίοδο.
- Εἶναι περιττό νά προχωρήσετε. Ὄχι! Ἀδύνατο! Δέν πρόκειται νά δώσω τέτοιες διαταγές.
Δέν ἤξερα τί ν᾽ ἀπαντήσω σ᾽ αὐτά τά λόγια. Ἔφυγα, ἀφοῦ ὑποκλίθηκα μέ βαθύτατο σεβασμό μπροστά στόν περήφανο γέροντα, ὁ ὁποῖος δέν δίστασε οὔτε στιγμή νά ἐκλέξει γιά τήν πατρίδα του τό δρόμο τῆς θυσίας, ἀντί τῆς ἀτίμωσης».
Ταχύτατα ἐνεργεῖ ὁ πρωθυπουργός. Πρέπει νά «ξυπνήσει» τούς Ἕλληνες. Συγκαλεῖ στίς 5 τό πρωί τό ὑπουργικό συμβούλιο. Ἐνημερώνει. Ὕστερα παίρνει τό διάταγμα τῆς γενικῆς ἐπιστρατεύσεως, κάνει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί τό ὑπογράφει μέ τήν εὐχή: «Ὁ Θεός σώζοι τήν Ἑλλάδα». Μέσα σ᾽ ἕνα κλίμα συγκίνησης, τό ὑπογράφουν ὅλοι οἱ ὑπουργοί.
Στό διάγγελμά του πρός τόν ἑλληνικό λαό τονίζει:
«Ἡ στιγμή ἐπέστη πού θά ἀγωνισθῶμεν διά τήν ἀνεξαρτησίαν τῆς Ἑλλάδος, τήν ἀκεραιότητα καί τήν τιμήν της... Ἀγωνισθεῖτε διά τήν πατρίδα, τάς γυναῖκας, τά παιδιά σας καί τάς ἱεράς μας παραδόσεις. Νῦν ὑπέρ πάντων ὁ ἀγών».
Ἔτσι, τά ξημερώματα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, ὁ Ἕλληνας ἀπό κάθε γωνιά τῆς πατρίδας μας, ἀπό τά βουνά τῆς Ἠπείρου, τούς κάμπους τῆς Μακεδονίας, τά ποτάμια τῆς Θράκης μέχρι τόν νότο καί τά δαντελωτά νησιά τοῦ Αἰγαίου, δίνει δυναμικό τό «Παρών», ἀμύνεται πεισματικά καί μέ τήν ὁμοψυχία, τήν αὐταπάρνηση καί τίς θυσίες του βροντοφωνάζει στόν ἀδίστακτο εἰσβολέα «Ὄχι».
Εἶναι ἀξιοσημείωτα ὅσα σημειώνει στό βιβλίο του «Τά χρόνια τοῦ Μεγάλου Πολέμου» ὁ πολιτικός Παν. Κανελλόπουλος, τοποθετώντας τά πράγματα στή σωστή τους θέση:
«Πρέπει νά εἴμεθα χωρίς ἄλλο εὐγνώμονες εἰς τόν Ἰωάννην Μεταξᾶν, διότι εἶπε ὁλομόναχος στό σκοτάδι τῆς νυκτός τό μέγα "Ὄχι". Λέγουν ὅσοι ἀντιμετωπίζουν μέ ἐμπάθειαν καί αὐτά τά ἀνάγλυφα γεγονότα τῆς ἱστορίας ὅτι τό "Ὄχι" δέν τό εἶπεν ὁ Μεταξᾶς, ὅτι τό εἶπεν ὁ λαός. Ναί, τό εἶπεν ὁ λαός, ἀλλά ἀφοῦ τό εἶχεν εἰπεῖ ὁ Μεταξᾶς... Ἄς εἴμεθα λοιπόν τίμιοι ἀπέναντι τῆς ἱστορίας. Τό μεγάλο "Ὄχι" εἶναι πρᾶξις τοῦ Ἰ. Μεταξᾶ».
Ὁ Πρωθυπουργός εἶναι αὐτός πού στούς βαλκανικούς πολέμους τοῦ 1912-13 ὡς νεαρός ἀξιωματικός τότε κατέστρωσε μέ ἐπιτυχία τά σχέδια ὅλων τῶν ἐπιχειρήσεων· εἶναι ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς πού διεξήγαγε τίς διαπραγματεύσεις μέ τόν Ταξίν πασά γιά τήν παράδοση τῆς Θεσσαλονίκης στούς Ἕλληνες ἀνήμερα τοῦ ἁγίου Δημητρίου· εἶναι αὐτός πού ὅσο ἔβλεπε νά ζυγώνει ἡ μικρασιατική καταστροφή τό 1922, τόσο φώναζε συνεχῶς στήν κυβέρνηση νά ἀσφαλίσει τή Θράκη μέ ἱκανό στρατό. Χάρη στή διορατικότητά του ἡ Θράκη σώθηκε ἀπό τά νύχια τοῦ Κεμάλ καί παρέμεινε ἑλληνική. Κι ἀπό τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1936 πού ἀναλαμβάνει τήν πρωθυπουργία, διαβλέπει πώς ἄρχισαν νά φαίνονται τά πρῶτα σύννεφα μιᾶς παγκόσμιας σύρραξης στόν οὐρανό τῆς Εὐρώπης. Πρῶτο, λοιπόν, ὕψιστο μέλημά του ἡ ἀμυντική θωράκιση τῆς χώρας μας. Ἔτσι, ὅταν ξημερώνει ἡ 28η Ὀκτωβρίου 1940, ἡ μικρή Ἑλλάδα εἶναι πανέτοιμη νά ἀντιμετωπίσει τήν ἰταλική πρόκληση. Πρός κατάπληξη ὅλων, κεῖ πάνω στίς Πίνδου τίς κορφές γράφονται μέρα μέ τή μέρα οἱ χρυσές σελίδες τῆς ἔνδοξης ἐποποιΐας τοῦ 1940, γράφεται τό ἀλησμόνητο βορειοηπειρωτικό ἔπος.
Ἑλληνίς
Ἀπολύτρωσις, Ὀκτώβριος 2016