Τό ἔτος 2016 ἀνακηρύχθηκε ἀπό τήν Unesco «Ἔτος Ἀριστοτέλη» μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση 2.400 χρόνων ἀπό τή γέννηση τοῦ μεγάλου ἕλληνα φιλοσόφου. Ἀξίζει, λοιπόν, νά σκιαγραφήσουμε ἁδρά τήν προσωπικότητά του.
Γεννήθηκε τό 384 π.Χ. στά Στάγειρα τῆς Χαλκιδικῆς. Ὁ πατέρας του Νικόμαχος ἦταν γιατρός τοῦ βασιλιᾶ τῆς Μακεδονίας Ἀμύντα Γ΄, πατέρα τοῦ Φιλίππου, καί θεωροῦσε πρόγονό του τόν ὁμηρικό ἥρωα καί γιατρό Μαχάονα, τόν γιό τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Ἡ μητέρα του Φαιστίδα ἀπό τή Χαλκίδα εἷλκε καί αὐτή τήν καταγωγή της ἀπό τό γένος τῶν Ἀσκληπιαδῶν. Ἔχασε νωρίς τούς γονεῖς του καί τήν κηδεμονία του ἀνέλαβε ὁ φίλος τοῦ πατέρα του Πρόξενος, ὁ ὁποῖος σέ ἡλικία 17 ἐτῶν τόν ἔστειλε στήν Ἀθήνα νά μαθητεύσει στήν Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνα. Σπούδασε ἐκεῖ ἐπί 20 χρόνια (367 π.Χ. - 347 π.Χ.), μέχρι τή χρονιά δηλαδή πού πέθανε ὁ δάσκαλός του. Γιά τήν εὐφυΐα καί τή φιλοπονία του ὁ Πλάτωνας τόν ἀποκαλοῦσε «νοῦν» καί «ἀναγνώστην».
Τό 347 π.Χ., ὅταν πέθανε ὁ Πλάτωνας, ὁ Ἀριστοτέλης ἐγκαταστάθηκε γιά τρία χρόνια στή μικρασιατική παραλιακή πόλη Ἄσσο, ὅπου λειτουργοῦσε φιλοσοφική σχολή, ὡς παράρτημα τῆς Ἀκαδημίας. Ἑπόμενος σταθμός του ἡ Μυτιλήνη μέχρι τό 342 π.Χ. Στό μεταξύ εἶχε νυμφευθεῖ τήν Πυθιάδα, ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε κόρη, πού ἔλαβε τό ὄνομα τῆς μητέρας της. Μετά τόν θάνατο τῆς πρώτης συζύγου του ὁ Ἀριστοτέλης νυμφεύθηκε τή σταγειρίτισσα Ἑρπυλλίδα, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἕνα γιό, τόν Νικόμαχο. Τό 342 π.Χ. τόν προσκάλεσε ὁ βασιλιάς τῆς Μακεδονίας Φίλιππος, γιά νά ἀναλάβει τή διαπαιδαγώγηση τοῦ γιοῦ του Ἀλεξάνδρου, πού ἦταν τότε μόλις 13 ἐτῶν. Ἄλλοτε στήν Πέλλα καί ἄλλοτε στή Μίεζα γιά κάποια χρόνια, ὁ γίγαντας τῆς ἑλληνικῆς διανόησης μετέδιδε τό πανελλήνιο πνεῦμα στόν νεαρό διάδοχο, χρησιμοποιώντας ὡς παιδευτικό ὄργανο τά ὁμηρικά ἔπη.
Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀθήνα (335 π.Χ.) καί ἵδρυσε τή δική του φιλοσοφική σχολή, τό Λύκειο. Διέθετε μεγάλη βιβλιοθήκη ὀργανωμένη ἄρτια, ἡ ὁποία καί χρησίμευσε ἀργότερα ὡς πρότυπο γιά τήν ἵδρυση τῶν βιβλιοθηκῶν τῆς Ἀλεξάνδρειας καί τῆς Περγάμου. Σύντομα ἡ σχολή ἀναδείχθηκε σέ περίφημο κέντρο ἐπιστημονικῆς ἔρευνας, καθώς γιά τή διδασκαλία τῶν φυσικῶν μαθημάτων ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε συγκεντρώσει χάρτες καί χρήσιμα ὄργανα. «Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος γνήσιος ἐπιστήμονας στήν ἱστορία». Στά δεκατρία χρόνια πού δίδαξε ὁ Ἀριστοτέλης στήν Ἀθήνα ἀποθησαύρισε τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἔργου του, γεγονός πού προκαλεῖ τόν θαυμασμό μας μέ τόν ὄγκο καί τήν ποιοτική του ἀξία.
Τό 323 π.Χ., ἀμέσως μετά τόν θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, προλαμβάνοντας «τήν μῆνιν» τοῦ ἀντιμακεδονικοῦ κόμματος ἔφυγε μέ τήν οἰκογένειά του γιά τή Χαλκίδα (323 π.Χ.), ἀφήνοντας διευθυντή στή σχολή τόν μαθητή του Θεόφραστο. Ἔτσι τό πνευματικό ἵδρυμα τοῦ Ἀριστοτέλη συνέχισε νά ἀκτινοβολεῖ καί μετά τήν ἀπομάκρυνση καί τόν θάνατο τοῦ μεγάλου δασκάλου. Στή Χαλκίδα «ἐξεμέτρησε τό ζῆν» τόν Ὀκτώβριο τοῦ 322 π.Χ. Τό σῶμα του μεταφέρθηκε στά Στάγειρα, ὅπου θάφτηκε μέ ἐξαιρετικές τιμές.
Ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ ὑμνητής τῆς ἀρετῆς, ὑπῆρξε ἡ ἐνσάρκωση τῆς «μεσότητος» σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς. Ἡ διαθήκη του διακρίνεται γιά τήν ἔμφυτη εὐγένεια καί τρυφερότητα. Φροντίζει γιά τήν οἰκογένειά του, γιά τή μνήμη τῶν γονέων καί τοῦ ἀδελφοῦ του, καθώς καί γιά τήν οἰκογένεια τοῦ πατρικοῦ του φίλου Προξένου, πού τόν ἀνέθρεψε. Ἡ μεγάλη του ὅμως καρδιά φαίνεται στόν τρόπο πού ἀντιμετωπίζει τούς δούλους του σέ μιά δουλοκτητική κοινωνία: Νά μήν πουληθεῖ κανείς ἀπό τούς δούλους πού τόν ὑπηρέτησαν, ὁρίζει, ἀλλά νά ἐλευθερώνονται μόλις ἐνηλικιώνονται.
Σχετικά μέ τά συγγράμματά του: Ὅσο ζοῦσε ὁ πολυγραφότατος Ἀριστοτέλης -τό ἔργο του ἀνέρχεται συνολικά σέ πάνω ἀπό 400 μελέτες- δημοσίευσε ἕναν περιορισμένο ἀριθμό ἔργων, ἀπό τά ὁποῖα κανένα δέν σώθηκε ὁλόκληρο. Ἔφτασαν ὅμως στά χέρια μας τά ἀδημοσίευτα ἔργα του ἤ μᾶλλον οἱ προσωπικές του σημειώσεις, στίς ὁποῖες στήριζε τή διδασκαλία του. Οἱ ἀρχαῖες πηγές μᾶς παραδίδουν μία μυθιστορηματική ἐκδοχή τῆς διάσωσής τους. Τά χειρόγραφα τοῦ Ἀριστοτέλη κληροδοτήθηκαν μετά τόν θάνατό του στούς διαδόχους του στό Λύκειο. Μεταφέρθηκαν στή συνέχεια στή Σκήψη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου ἔμειναν θαμμένα σέ μία σπηλιά καί ξεχασμένα γιά περισσότερο ἀπό διακόσια χρόνια, ὥσπου ἀγοράστηκαν ἀπό κάποιον πλούσιο Ἀθηναῖο στίς ἀρχές τοῦ 1ου αἰώνα π.Χ. καί ἐπέστρεψαν στήν Ἀθήνα. Μετά τήν κατάληψη τῆς Ἀθήνας ἀπό τούς Ρωμαίους τό 86 π.Χ. μεταφέρθηκαν σάν πολύτιμη λεία στή Ρώμη. Πενήντα περίπου χρόνια ἀργότερα ἐκδόθηκαν ἀπό τόν Ἀνδρόνικο τόν Ρόδιο, προικισμένο φιλόλογο καί γνώστη τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἀριστοτέλη.
Πάντως, ἡ μεγάλη διάδοση τῆς ἀριστοτελικῆς σκέψης ἀρχίζει μόνο ὅταν ἐκδίδονται τά συγγράμματά του, τρεῖς αἰῶνες μετά τόν θάνατό του. Ἄν τά χειρόγραφα εἶχαν χαθεῖ, ἡ ἱστορία τῆς μεταγενέστερης φιλοσοφίας θά ἦταν διαφορετική, ἀφοῦ τό ἔργο του ἀποτέλεσε τή βάση τῆς φιλοσοφίας τῶν Βυζαντινῶν, τῶν Ἀράβων καί τῶν Σχολαστικῶν τῆς Δύσης. Ἀναντίλεκτα, σχεδόν δέν ὑπάρχει ἐπιστημονικός κλάδος πού νά μήν ἔχει θεμελιωτή του τόν Ἀριστοτέλη.
Ἀξίζει, ἐπίσης, νά θυμίσουμε ὅτι εἶναι ὁ τέταρτος συγγραφέας σέ ἀριθμό παραδεδομένων ἀπό τό Βυζάντιο χειρογράφων μετά τήν Καινή Διαθήκη, τόν Χρυσόστομο καί τόν Δαμασκηνό. Τήν ἀναγνωρισιμότητα αὐτή ἴσως προδίδει καί τό γεγονός ὅτι στούς νάρθηκες τῶν ἐκκλησιῶν ἀνάμεσα στούς ἄλλους ἀρχαίους ποιητές, ἱστορικούς, φιλοσόφους, κάτω ἀπό τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπεικονίζεται καί ὁ Ἀριστοτέλης. Ἡ γενικότερη θεώρηση καί φιλοσοφία του τόν ἀνέδειξε πρόδρομο τοῦ Χριστιανισμοῦ καί προφήτη στόν ἐθνικό κόσμο. Καί σήμερα, πού ἡ ἀθεΐα φαίνεται νά καλπάζει, ἀκούγεται ἐπίκαιρη ἡ μαρτυρία τοῦ φιλοσόφου, πού τόσα εἰσηγήθηκε γιά τό «πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον»: «Ὑπάρχει μία ἀρχαία παράδοση, ἡ ὁποία ἔχει μεταφερθεῖ παντοῦ ἀπ’ τούς πατέρες στά παιδιά, ὅτι ὅλα πηγάζουν ἀπ᾽ τόν Θεό καί ὅτι ὅλα ἔγιναν ἀπ᾽ αὐτόν γιά μᾶς».
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος - Θεολόγος