Ταξιδευτές στά μονοπάτια τῆς γῆς, στίς πολύβουες πολιτεῖες τῶν ἀνθρώπων, μέ τούς δρόμους καί τά μνημεῖα τους, ἄς σταθοῦμε γιά λίγο σέ μία πλατεία. Ἐκεῖ ἀξίζει νά μαθητεύσουμε, νά θαυμάσουμε καί νά ἐμπνευστοῦμε. Εἶναι ἡ Πλατεία τῶν Τεσσάρων Μαρτύρων. Στό Ρέθυμνο, στή μεγαλύτερη καί κεντρικότερη πλατεία τῆς πόλης οἱ Κρητικοί ἀποτίνουν φόρο τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης. Ἀξίζει νά κάνουμε μία στάση. Περικαλλής τρίκλιτος ὑψώνεται ὁ ναός νά σκέπει καί ν᾽ ἁγιάζει τόν τόπο. Μπαίνοντας ἀντικρύζουμε τούς Τέσσερις Μάρτυρες ἐνδεδυμένους μέ τίς κρητικές παραδοσιακές φορεσιές, ἔκφραση ἀδιάφθορου γενναίου φρονήματος, πνευματικῆς ἀρχοντιᾶς καί λεβεντιᾶς. Σέ περίτεχνη λειψανοθήκη, στό Ἱερό Βῆμα, φυλάσσονται οἱ τίμιες κάρες τῶν τριῶν ἀπό τούς Τέσσερις Νεομάρτυρες.
Οἱ τάφοι τῶν ἁγίων Τεσσάρων Μαρτύρων ἀνακαλύφθηκαν τόν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 2002 γεμίζοντας χαρά καί συγκίνηση ὅλους τους ὀρθοδόξους καί ἰδιαίτερα τούς κατοίκους τοῦ τόπου πού μέσα στά σπλάχνα του κράτησε τά ἅγια λείψανά τους.
Οἱ Τέσσερις Νεομάρτυρες, Μανουήλ, Γεώργιος, Ἀγγελής καί Νικόλαος κατάγονταν ἀπό τό Μέλαμπες, χωριό στά νότια τοῦ νομοῦ Ρεθύμνου, καί εἶχαν συγγενικούς δεσμούς. Ἦταν ἔγγαμοι, ἐνάρετοι στόν βίο ἀλλά κρυπτοχριστιανοί. Τή συνείδησή τους ὅμως ἔτυπτε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου· «πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Μθ 10,32). Γι᾽ αὐτό ζητοῦσαν εὐκαιρία νά φανερώσουν τήν κρυφή ἀλλά καλά φυλαγμένη χριστιανική τους πίστη.
Τό 1821 στό ξεκίνημα τῆς ἡρωικῆς ἐπανάστασης τῶν Ἑλλήνων συμμετεῖχαν μέ ἐνθουσιασμό καί οἱ Κρῆτες. Οἱ τέσσερις βλαστοί τῆς λεβεντογέννας Κρήτης ἐντάχθηκαν στόν ἀγώνα, πολεμώντας γενναῖα «ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος». Τό 1824 κατεστάλη ἡ ἐπανάσταση στήν Κρήτη. Τότε οἱ Τοῦρκοι συνέλαβαν τούς ἁγίους Τέσσερις Μάρτυρες καί τούς ὁδήγησαν στόν Μεχμέτ, τοῦρκο πασά τοῦ Ρεθύμνου, ὁ ὁποῖος προσπάθησε μέ ὑποσχέσεις νά τούς πείσει νά ἐπιστρέψουν στόν Μωαμεθανισμό. Οἱ λεβέντες Κρητικοί στάθηκαν μπροστά στόν δικαστή μέ ἅγια παρρησία καί θαυμαστή ἀποφασιστικότητα. Ἡ ἀπάντησή τους ἦταν γενναία καί σταθερή: «Ἐμεῖς χριστιανοί γεννηθήκαμε καί χριστιανοί θά ἀποθάνομε». Ἡ φρικτή φυλακή καί τά βασανιστήρια μέχρι τήν τελική καταδίκη τους στόν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο ἦταν ἡ ἀρχή τῆς θυσίας πού πρόσφεραν μέ ἀγάπη στόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Θεό τῶν πατέρων τους.
Στή θέση Μεγάλη Πόρτα τοῦ Ρεθύμνου στίς 28 Ὀκτωβρίου 1824 οἱ Τέσσερις Μάρτυρες ἀποκεφαλίστηκαν ὡς δημόσιο θέαμα γιά ἐκφοβισμό τῶν χριστιανῶν.. «Τό αἷμα αὐτῶν ἐθελουσίως διὰ τὴν τοῦ Κυρίου πίστιν ἐξέχεαν».
Τήν ἴδια ἡμέρα τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ τους, ὁ τοῦρκος δήμιος πῆγε στό σπίτι του καί σκούπισε τό ματωμένο γιαταγάνι του μέ μία πετσέτα. Ἡ τυφλή μητέρα του, χωρίς νά ἔχει ἰδέα γιά τά γεγονότα, ἄγγιξε τήν πετσέτα καί αἰφνιδίως βρῆκε τό φῶς της! Ρώτησε τόν γιό της γιά τήν προέλευση τοῦ αἵματος καί, ὅταν ἔμαθε γιά τή σφαγή τῶν χριστιανῶν μαρτύρων, συγκλονισμένη τοῦ εἶπε: «Εἶναι ὁλοφάνερο πώς αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἅγιοι». Ἡ μουσουλμανική οἰκογένεια φύλαξε τό γιαταγάνι ὡς ἱερό κειμήλιο. Πέρασε ἀπό χέρι σέ χέρι καί ἑκατό χρόνια μετά, τό 1924, ὅταν ἔφευγαν οἱ μουσουλμάνοι μέ τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν, κάποιος ἀπόγονός τους τό παρέδωσε σέ χριστιανικά χέρια. Σήμερα φυλάσσεται στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου στή Σπλάντζια, μέσα στήν παλιά πόλη τῶν Χανίων, ὅπου οἱ τέσσερις ἅγιοι τιμῶνται μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα.
Ἀμέσως μετά τό μαρτυρικό τους τέλος, οἱ χριστιανοί ἐνταφίασαν τά ἱερά τους λείψανα μέ περισσή κατάνυξη πλάι στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στά Περβόλια τοῦ Ρεθύμνου. Τίς νύχτες μουσουλμάνοι καί χριστιανοί ἔβλεπαν στόν τάφο τους φῶς «σάν ἀπό ἀναμμένες λαμπάδες» καί καταξιώθηκαν ἀμέσως ὡς ἅγιοι στή συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων. Πολύ νωρίς, πιθανόν ἀπό τόν ἑπόμενο χρόνο τοῦ μαρτυρίου τους, οἱ ρεθυμνιῶτες χριστιανοί τελοῦσαν Λειτουργίες ἀφιερωμένες στή μνήμη τους, φυλάγοντας τήν ἱερή παράδοση τῶν πρώτων μαρτυρικῶν χρόνων τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀργότερα μέ σεμνή περηφάνια τούς ἀναγνώρισαν ὡς προστάτες τῆς σύγχρονης πόλης.
Σήμερα ἱερά λείψανά τους βρίσκονται θησαυρισμένα στήν Κρήτη καί στήν Ἀθήνα.
Ἡ παλαιότερη γνωστή φορητή εἰκόνα τῶν ἁγίων Τεσσάρων Μαρτύρων εἶναι «ποίημα Ἰωάννου Φρανγκοπούλου Ζακυνθίου», φιλοτεχνημένη τό 1836, λίγα χρόνια μετά τό μαρτύριό τους.
Ποτισμένη ἡ πατρίδα μας σέ κάθε της γωνιά μέ τό ἅγιο αἷμα τῶν μαρτύρων τῆς πίστης. Τήν καλλύνουν μέ μυστική ὀμορφιά καί τήν πλουτίζουν μέ ἄφθαρτο πλοῦτο. Στό σκαρί της πού ταξιδεύει στά πελάγη τῆς Ἱστορίας στέκουν κωπηλάτες ἀκούραστοι γιά νά μήν γκρεμιστεῖ πάνω στά βράχια τῆς ἄρνησης, γιά νά μή χαθεῖ στῆς ἀθεΐας τήν ἄγρια θαλασσοταραχή. Τή δική τους πρεσβεία ἄς ζητοῦμε ταπεινά γιά νά μένει τούτη ἡ γῆ Ὀρθόδοξη καί Ἑλληνική.
Ἰχνηλάτης