ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ 1940

 mana fantaros c  Ὁ θρίαμβος τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν τό 1940 εἶναι ἕνα ἀπό τά θαυμαστά ἐκεῖνα γεγονότα πού λαμπρύνουν τίς σελίδες ὄχι μόνο τῆς ἑλληνικῆς ἀλλά καί τῆς παγ­κό­σμιας ἱστορίας. Ἡ νίκη τοῦ μικροῦ καί ἀδύ­να­μου ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἐπί τοῦ πανίσχυ­ρου ἰταλικοῦ ἦταν νίκη τοῦ Δικαίου ἐπί τῆς Ἀδικίας, νίκη τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τοῦ ἀλαζόνα καί καυχώμενου γιά τήν δύναμή του «ὑ­περανθρώπου».
 Ἡ νίκη ὡστόσο αὐτή δέν ἦταν ἕνα ξά­φνιασμα, μιά ἀπροϋπόθετη ἐπιτυχία. Ὁ ἐνθουσιασμός τῶν Ἑλλήνων πού κινοῦσαν χα­μογελώντας καί πανηγυρίζοντας γιά τό μέτωπο καί ἡ ἀκατάβλητη ὁρμή τους μπρο­στά στήν ὑπερδύναμη τῶν Ἰταλῶν, ἡ ὑπερνίκηση κάθε ἀντιξοότητας καί ἡ ἀντιμετώ­πιση τοῦ θανάτου μέ ἀπαράμιλλη γενναιότητα εἶναι ἕνα θαῦμα πού εἶχε ρίζες καί θε­μέλια. Ἕνα θαῦμα πού ξεπήδησε ἀπό τρεῖς κυρίως πη­γές: τήν πίστη στόν Χριστό, τήν φιλοπατρία καί τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό πρός τήν οἰ­κογενειακή ἑστία.
  Τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα στό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Ἕλληνας τοῦ 1940 τήν εἶχε βυζάξει μαζί μέ τό γάλα τῆς μά­νας του. Μαζί μέ τίς πρῶτες λέξεις πού ψέλ­λισε σάν παιδί, ἔμαθε καί λογάκια προσ­­ευχῆς, ὅπως ἐπίσης καί νά κάνει τόν σταυρό του μέ εὐλάβεια μπροστά στό εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ του. Στό τραπέζι ἄρχιζε καί τε­λείωνε τό φαγητό του μέ προσευχή εὐχα­ρι­στίας γιά τά ἀγαθά πού ἔδωσε ὁ Θεός, ἔστω κι ἄν αὐτά ἦταν λιγοστά. Μέ προσευχή ἀ­κό­μη ἄρχιζε καί τελείωνε τήν σπορά καί τό θέ­ρος καί κάθε σημαντική ἐκδήλωση τῆς ζωῆς του. Ὁ ναός ἦταν γι’ αὐτόν τό σπί­­τι τοῦ Θεοῦ. Ἡ συμμετοχή στήν θεία Λειτουργία ἦταν αὐτονόητη καί ἀποτελοῦσε εὐλογημένη οἰκογενειακή παράδοση. Ὁ ἱερέας ἦταν πρόσωπο σεβαστό· ἦταν αὐτός πού πρωτοά­κουγε τόν πόνο του καί τήν χαρά του καί πρέσβευε γι’ αὐτόν στόν Θεό. Κι αὐ­τός ὁ ἱερέας, ὁ ὀλιγογράμματος καί ἁπλός ἴσως, πάνω στά βορειοηπειρωτικά βουνά μετάγγιζε μέ τόν σταυρό καί τό πετραχήλι του στούς στρα­τι­ῶ­τες θάρρος, εὐψυχία καί καρτερία. Κι ἄς βομβάρδιζε ὁ ἐχθρός. Ὁ ἕλ­λη­νας φαντάρος δέν φοβόταν τίποτε...
   Ἡ δεύτερη πηγή τοῦ θαύματος τοῦ 1940, ἡ φιλοπατρία, ἦταν κι αὐτή ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τοῦ Ἕλληνα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Τήν αἰσθανόταν γιά πρώτη φορά νά τόν ἐμπνέει σάν ἄκουγε ἀπό τόν πατέρα ἱστορίες γιά τίς νίκες τοῦ στρατοῦ μας στήν Θεσσαλονίκη, στό Μπιζάνι, στά Γιάννενα. Σάν ἀφουγκραζόταν τά δάκρυα τῆς μάνας γιά τόν χαμό τῆς Σμύρνης καί τῆς Ἰωνίας. Καί ὅταν ξεδίπλωναν τήν ἑλληνική σημαία -πού ἀπαραίτητα εἶχε κάθε σπίτι- στίς ἐθνικές ἐπετείους, καί τήν ἔστηναν σέ περίοπτη θέση στό μπαλκόνι τοῦ σπιτιοῦ, γινόταν ζωντα­νή γαλανόλευκη εἰκόνα στά παιδικά του μάτια πού τόν ἔκανε νά ὁρα­μα­τίζεται κι αὐτός ἀγῶνες καί νίκες. Ἡ φιλοπατρία ὅμως διδασκόταν καί στό σχολεῖο. Μέ τά βιβλία νά γράφουν τήν ἀληθινή ἱστορία κι ὄχι φληναφήματα περί «συνωστισμοῦ». Μέ ἔπαρση καί ὑποστολή τῆς σημαίας συνοδευόμενη ἀπό τόν ἐθνικό μας ὕμνο καθημερινά. Μέ γιορτές πού μιλοῦσαν καί ὑμνοῦσαν τήν ἑλληνική λεβεντιά, καί χορούς ζυμωμένους μέ θυμάρι καί λιβάνι. Ὄχι σάν τίς γιορτές πού κατά κανόνα γίνονται σήμερα στά σχολεῖα μας, τίς ξέπνοες καί «ξενέρωτες», ὅπως εἶπε εὔστοχα κάποιος ἑλληνόψυχος ἔφη­βος. Τότε συμμετεῖχαν ὅλοι, δάσκαλοι, μαθητές, ἀλλά καί γονεῖς, μέ παλμό καί ἐνθουσιασμό. Ἔτσι φτιάχνονται πατριῶτες.
   Ἡ τρίτη πηγή τοῦ θαύματος τοῦ 1940 ἦταν, ὅπως εἶπα, ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός πρός τήν οἰκογενειακή ἑ­στί­α, πρός τήν οἰκογένεια. Ὁ ἀγώνας ἐ­κεῖ­νος ἔγινε, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἀμυν­­τι­κοί πόλεμοι στήν ἱστορία μας, «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν». Ὁ Ἕλληνας τοῦ 1940 πάλεψε ὄχι μόνο γιά τήν πατρίδα του, ἀλλά καί γιά τήν οἰκογενειακή του τιμή πού μέσα του στεκόταν πολύ ψηλά. Ἡ γυναίκα του, τά παιδιά του, τό σπίτι του ἦταν ὁ ἴδιος του ὁ ἑαυτός, τό εἶναι του. Δέν στέριωνε τό σπιτικό του σέ σαθρά θεμέλια, ὅπως δυστυ­χῶς γίνεται συχνά σήμερα. Ἀντιλαμ­βανόταν τό μέγεθος τῆς εὐθύνης γι’ αὐτό καί προχωροῦσε σέ τοῦτο τό ἔρ­γο προσεκτικά. Δέν γινόταν λόγος γιά εὔκολα διαζύγια. Αὐτοί πού ἔ­φτα­ναν στό διαζύγιο ἦταν μετρημένοι καί δα­κτυλοδεικτούμενοι. Οὔτε φυσι­κά δια­νο­οῦνταν κανείς ἐλεύθερες συμ­βιώσεις ἤ «σύμφωνα συμβίωσης» ἤ «μονο­γο­νεϊκές οἰκογένειες». Δέν εἶχαν ἀκόμη σαρώσει τήν οἰκογενειακή γαλήνη καί εὐστάθεια τά κύματα τοῦ «μετα­μο­ν­­τερνισμοῦ», ὅπως συμ­βαίνει στόν τόπο μας ἐδῶ καί κάμπο­σες δεκαετίες. Ὁ πατέρας ἦταν πατέρας, προστάτης τῆς οἰκογένειας, καί ἡ μητέρα μητέρα, ἡ βα­σίλισσα τοῦ σπιτιοῦ. Γι’ αὐτό καί τά παιδιά εἶχαν ὑγιῆ πρότυ­πα.
  Θά ρωτήσει βέβαια κανείς: «Ἦταν λοιπόν τότε ὅλα τέλεια, ὅλα καλά;». Ἀ­σφαλῶς ὄχι. Οὔτε προσπάθησα ἐδῶ νά «ἁγιο­γρα­φήσω» τόν Ἕλληνα τοῦ ᾿40. Ὑ­πῆρχαν καί τότε καί προβλήμα­­- τα καί στρεβλώσεις καί ἀποκλί­σεις καί ἀποτυχίες. Ὡστόσο αὐ­τός ἦταν ὁ κανόνας. Περισσό­τε­ρο ἴ­σως στήν ὕ­παι­θρο καί λι­γότερο στίς πόλεις, ἀλλά πάντως ὁ κανόνας.
   Ἀκούω κι ἄλλες φωνές. Αὐ­τές πού σπεύδουν νά χαρακτη­ρίσουν ὅλα τά παραπάνω ὡς «ἀνα­χρο­νισμούς», «ὀ­πισθοδρό­μηση» καί... «χουντικά σύν­δρο­μα». Δέν πρόκειται βέβαια νά ἀ­πολογηθῶ γιά ὅσα πιστεύω. Θέλω μόνο νά πῶ σ’ ὅλους αὐ­τούς τούς ὑπερα­σπιστές τῆς «προ­όδου», ὅπως τήν ὁ­ρί­ζουν, πώς εὐχῆς ἔργον θά ἦταν νά μᾶς ὑποδείξουν δικές τους ἀξίες καί ἰδανι­κά, πού θά μπο­ροῦσαν νά γεννήσουν μιά γενιά ὅπως ἐκείνη τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1940. Καί τότε τά ξαναλέμε...

Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας

Ἀπολύτρωσις, Ὀκτώβριος 2016