«Γιά τή μητέρα γλῶσσα μας τά λάβαρα κρατῆστε» (Παλαμᾶς)
«Προφανῶς εἶναι παρά φύσιν αὐτό πού συμβαίνει σήμερα, νά διδάσκονται τρεῖς ὧρες Ἀρχαῖα καί δύο Νέα Ἑλληνικά στήν Α´ Γυμνασίου», δήλωσε ἐσχάτως ὁ ὑπουργός Παιδείας τῆς κυβέρνησης, πού -ὑποβοηθούμενη καί ἀπό συμπλέοντες τῶν ἄλλων παρατάξεων- καθιερώνει τά ὄντως παρά φύσιν ὡς κατά φύσιν καί τά νομιμοποιεῖ. Ἔτσι, κατά τό ἐπετειακό ἔτος Ἀριστοτέλη, μέ ΦΕΚ (1640/9-6-2016), μειώθηκε ὁ χρόνος διδασκαλίας τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στό Γυμνάσιο. Ἡ σταδιακή συρρίκνωση, ὅμως, τῶν κλασικῶν σπουδῶν, τήν ὁποία παρακολουθοῦμε, συνιστᾶ ἀνεπανόρθωτη ἀπώλεια γιά τό ἐκπαιδευτικό σύστημα.
Ἡ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση, ὡς γνωστό, στοχεύει μεταξύ ἄλλων στό νά καλλιεργήσει στόν μαθητή κριτική ἱκανότητα, δημιουργική σκέψη, παρατηρητικότητα κτλ. Ἐργαλεῖο δοκιμασμένο στήν πορεία τοῦ χρόνου γιά τήν παιδευτική διαδικασία ἔχουν ἀποδειχθεῖ τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Ἡ μελέτη τους συμβάλλει, ἐπιπλέον, στήν ἱστορική μνήμη τοῦ Ἔθνους μας• γι’ αὐτό ἡ σωστή διδασκαλία καί ἡ μετάδοσή τους στή νέα γενιά ἀποτελεῖ ἐθνικό χρέος. Σήμερα, μάλιστα, πού ὁ ὁδοστρωτήρας τῆς παγκοσμιοποίησης ἀπειλεῖ νά κατεδαφίσει τά πάντα, ἡ γνώση τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς ἀνάχωμα κατά τῆς ἀλλοίωσης τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας.
Τά Ἀρχαῖα βοηθοῦν ἀκόμη στήν ὀργάνωση τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, καθώς καί στήν ἐκμάθηση καί ἄλλων γλωσσῶν. Ἐξάλλου, γνωρίζουμε ὅτι ὅποιος θέλει νά μιλᾶ καί νά γράφει σωστά Νέα Ἑλληνικά, πρέπει νά γνωρίζει τίς ρίζες τους, δηλαδή τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά.
Ἐπιπροσθέτως ἡ δυνατότητα κατανόησης στοιχείων τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς ἐπιβάλλεται γιά τό σύνολο σχεδόν τῶν σύγχρονων ἐπιστημῶν. Ὁ μεγάλος φιλόσοφος καί φυσικός Werner Heisenberg ἀναγνωρίζοντας τή σημαντική προσφορά τους εἶχε δηλώσει: «Ἡ θητεία μου στήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα ὑπῆρξε ἡ σπουδαιότερη πνευματική μου ἄσκηση. Στή γλῶσσα αὐτή ὑπάρχει ἡ πληρέστερη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στή λέξη καί στό ἐννοιολογικό της περιεχόμενο».
Π ράγματι, πόσο προνομιοῦχοι εἴμαστε ὡς Ἕλληνες! «Γιά κοιτάξετε πόσο θαυμάσιο πράγμα εἶναι», ἀναφωνεῖ ὁ νομπελίστας ποιητής μας Γιῶργος Σεφέρης, «...ἀπό τήν ἐποχή πού μίλησε ὁ Ὅμηρος ὥς τά σήμερα, μιλοῦμε, ἀνασαίνουμε καί τραγουδοῦμε μέ τήν ἴδια γλῶσσα. Κι αὐτό δέν σταμάτησε ποτέ, εἴτε σκεφτοῦμε τήν Κλυταιμνήστρα πού μιλᾶ στόν Ἀγαμέμνονα, εἴτε τήν Καινή Διαθήκη, εἴτε τούς ὕμνους τοῦ Ρωμανοῦ καί τόν Διγενῆ Ἀκρίτα, εἴτε τό Κρητικό Θέατρο καί τόν Ἐρωτόκριτο, εἴτε τό δημοτικό τραγούδι».
Τήν ἀλήθεια αὐτή τεκμηριώνει ἐπιστημονικά ὁ καθηγητής τῆς Γλωσσολογίας Γεώργιος Μπαμπινιώτης: «Ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἀποτελεῖ μοναδικό παράδειγμα γλώσσας μέ ἀδιάσπαστη ἱστορική συνέχεια καί μέ τέτοια δομική καί λεξιλογική συνοχή, πού νά ἐπιτρέπει νά μιλᾶμε γιά μία ἑνιαία ἑλληνική γλῶσσα ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἕως σήμερα».
Ὁ ἕτερος νομπελίστας ποιητής μας Ὀδυσσέας Ἐλύτης συμπληρώνει: «Ἐγώ δέν ξέρω νά ὑπάρχει παρά μία γλῶσσα, ἡ ἑνιαία ἑλληνική γλῶσσα. Τό νά λέει ὁ ἕλληνας ποιητής, ἀκόμα καί σήμερα, ὁ οὐρανός, ἡ θάλασσα, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, ὁ ἄνεμος, ὅπως τό ἔλεγαν ἡ Σαπφώ καί ὁ Ἀρχιλόχος, δέν εἶναι μικρό πράγμα. Εἶναι πολύ σπουδαῖο. Ἐπικοινωνοῦμε κάθε στιγμή μιλώντας μέ τίς ρίζες πού βρίσκονται ἐκεῖ. Στά Ἀρχαῖα».
Φυσικά, δέν πρέπει νά ἀγνοεῖται τό σημαντικότατο ἰδιαίτερο γνώρισμα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ οἰκουμενικότητά της. Ἡ παγκόσμια ἐμβέλειά της ὀφείλεται βεβαίως στό κύρος πού ἀπέκτησε διεθνῶς ἡ ἑλληνική ὡς γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὑμνογραφίας τῆς ὀρθόδοξης λατρείας. Μάλιστα, παρά τούς δυσχείμερους αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς πού πέρασε τό Ἔθνος μας, ἡ γλῶσσα διατηρήθηκε καί διαφυλάχθηκε μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τά λειτουργικά βιβλία της, ἀλλά καί μέ τά σχολεῖα, τά ὁποῖα ἐκείνη εἶχε ἱδρύσει.
Ὡστόσο, συχνά ἀκούγεται ἡ ἔνσταση ὅτι «θά μελετήσουμε μεταφρασμένους τούς ἀρχαίους συγγραφεῖς». Ἄλλο, ὅμως, εἶναι ἡ μελέτη ἀπό τό πρωτότυπο καί ἄλλο ἀπό τή μετάφραση. Ἡ Ἀρχαία Ἑλληνική μέ τήν ποικιλία της, τήν εὐστροφία της, τήν πλαστικότητά της, ἀποτελεῖ αὐτή καθ’ ἑαυτή ἕνα μορφωτικό ἀγαθό. Ἐπιπλέον, μορφή καί περιεχόμενο δέν χωρίζονται, ἀφοῦ ἀποτελοῦν μία χημική ἕνωση δυσδιάσπαστη. Ἀντίθετα, ἡ μετάφραση ἀποδίδει τό περιεχόμενο τοῦ μεταφραζόμενου κειμένου, μέσα ἀπό τίς γλωσσικές ἐπιλογές τοῦ μεταφραστῆ καί τά πολιτισμικά συμφραζόμενα τῆς ἐποχῆς του, ἀδυνατώντας, ὅμως, νά μεταφέρει ἐπιτυχῶς τούς ἰδιαίτε- ρους κυματισμούς τοῦ πρωτοτύπου. Ἔτσι, παρά τίς τόσες φιλότιμες μεταφραστικές προσπάθειες, τό γλωσσικό αἴσθημα νοθεύεται ὅταν «μουρμουρίζουμε σπασμένες λέξεις ἀπό ξένες γλῶσσες» (Σεφέρης), μέ τά «greeklish», τούς ἀγγλισμούς, τούς σολοικισμούς, τά διάφορα γλωσσικά λάθη, τά κακῆς ποιότητας κείμενα.
Ἐπιτέλους, ἄς τό καταλάβουμε: «Δέν ὑπάρχει μέλλον χωρίς μνήμη τοῦ παρελθόντος» (Carlo Bo). Ὁ παραγκωνισμός τῆς μελέτης τῶν Ἀρχαίων συνιστᾶ ἐπίθεση στό παρελθόν, στό θεμέλιο τῆς ταυτότητάς μας, μέ στόχο τήν τελική ἀποκοπή ἀπό τίς ρίζες μας, χωρίς τίς ὁποῖες τό πλούσιο δέντρο τοῦ πολιτισμοῦ θά παραδοθεῖ σέ μία ἀργή, ἀδυσώπητη, καταστροφική κατάρρευση.
Καί ἐνῶ στήν Ἑλλάδα μειώνεται ἡ διδασκαλία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, σέ εὐρωπαϊκά κράτη (Γαλλία, Γερμανία) παρατηρεῖται ἔντονη κινητικότητα γιά τήν ἐπαναφορά τῆς μαζικῆς διδασκαλίας τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς στή Μέση Ἐκπαίδευση. Παράλληλα διοργανώνεται πανευρωπαϊκό συνέδριο γιά τό 2017 μέ θέμα τήν ἀνάγκη προστασίας γλωσσῶν πού ὑπῆρξαν φορεῖς σημαντικοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά.
Ἐπίκαιρη γιά τίς περιστάσεις ἀκούγεται ἡ φωνή τῆς ἀείμνηστης γαλλίδας ἑλληνίστριας Jacqueline de Romilly, πού ἀνάλωσε τή ζωή της στή μελέτη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας: «Ἡ γλῶσσα πού μᾶς χάρισαν οἱ Ἕλληνες, ἡ ἑλληνική γλῶσσα, εἶναι ἡ βάση, τό στήριγμα, ἡ ἀπαρχή ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν. Ζητῶ μία χάρη ἀπό τούς Ἕλληνες, νά μήν ξεχνοῦν τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά καί νά μεριμνοῦν γι’ αὐτά, ὅπως καί γιά τήν ἐξέλιξή τους, τά Νέα Ἑλληνικά. Θά πρέπει οἱ Ἕλληνες νά μήν ὑποκύψουν καί νά μή χάσουν ἤ εὐτελίσουν τή σκέψη τους καί τή μοναδικότητά τους. Νά καταλάβουν ὅτι ἡ μόνη λέξη πού ὁλόκληρος ὁ δυτικός πολιτισμός μπορεῖ καί ὀφείλει νά τούς πεῖ εἶναι ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ».
Εὐδ. Αὐγουστίνου
Σῶστε τό Ἔθνος