Τυχαῖο συναπάντημα νά τό πεῖς; Καρτέρι τῆς μοίρας νά τό πεῖς; Ἤ ὥρα τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ;
Περπατοῦσε ὁ Μίλτος καί τρίκλιζε. Οἱ περαστικοί παραμέριζαν γιατί νόμιζαν πώς ἦταν πιωμένος. Περπατοῦσε καί παραμιλοῦσε καί μέ τό βλέμμα χαμένο στό πουθενά ἔβλεπε ξανά καί ξανά τήν ἴδια εἰκόνα - ἐφιάλτη πού εἴκοσι χρόνια στήν ξενιτειά τήν ἀπώθησε στό πιό βαθύ συρτάρι τῆς μνήμης του:
Ἡ θεία ἡ Μαρίκα, τό πιό ἀγαπημένο πρόσωπο ὕστερα ἀπό τή μάνα του! Ἡ θεία ἡ Μαρίκα μπροστά στό φέρετρο τοῦ πρωτογιοῦ της νά μονολογεῖ! Κι ὁ πόνος, ὁ μεγαλύτερος πόνος πού ὑπάρχει στόν κόσμο, ὅλος χυμένος στό ἀγαπημένο της πρόσωπο.
- Ποιός, ποιός λεβέντη μου μᾶς ἔκανε αὐτό τό κακό;
Κι ὕστερα τή θυμᾶται νά γυρνᾶ μέ στοργή σ᾽ αὐτόν καί νά τοῦ λέει τά λόγια ἐκεῖνα πού μπῆκαν μαχαίρι μέσα του.
- Πρόσεχε, Μίλτο ἀγόρι μου, μακριά ἀπό αὐτούς πού φάγανε τό παιδί μου!
Κάνανε τά «σαράντα» τοῦ πρώτου ξαδέλφου καί ἔφυγε ὁ Μίλτος. Ἔφυγε μέ τήν ἐπιθυμία καί ὁ ἴδιος νά ξεμπλέξει, μά καί μέ τήν ἀπόφαση νά μείνει μακριά ἀπ᾽ τή μικρή τους πόλη, ὅπου ὅλοι τό ἤξεραν μά κανείς δέν τό ἔλεγε φανερά, πώς ἐκεῖνος πού ὁδήγησε ὅλη τή συντροφιά του στά ναρκωτικά ἦταν ὁ Μίλτος!
Δέν τό ἔλεγαν μήπως καί φτάσει στ᾽ αὐτιά τῆς θείας τῆς Μαρίκας, πού ἀγαποῦσε τόν Μίλτο σάν παιδί της καί ὁ πόνος της γινότανε διπλός!
Κανείς δέν ἤξερε ποῦ πῆγε ὁ Μίλτος. Ὅλοι οἱ δικοί του πίστευαν πώς δέν ἄντεξε τόν θάνατο τοῦ ἀγαπημένου φίλου καί ἐξαδέλφου καί πώς λιγάκι σάλεψε τό μυαλό του. Κατά καιρούς ἔπαιρνε τηλέφωνο τή μάνα του ἀπό τηλεφωνικό θάλαμο, μά ποτέ δέν τῆς εἶπε ποῦ βρίσκεται!
Τήν πάλεψε τή ζωή ὁ Μίλτος. Παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας του, στήν ξένη γῆ εἶχε μιά μεγάλη περιουσία καί στό περιβάλλον του τό κοινωνικό καί τό ἐργασιακό εἶχε τό καλό ὄνομα ἑνός τίμιου καί ἐργατικοῦ Ἕλληνα. Τά ναρκωτικά ἦταν παρελθόν στή ζωή του!
Ἡ ἐπαφή καί ἡ σχέση του μέ τόν ἱερέα τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού ἦταν Ρῶσος, τόν βοήθησε νά ξεκόψει πιό γρήγορα καί πιό εὔκολα ἀπό τή μάστιγα τῶν οὐσιῶν. Καί πάνω στήν καλύτερη φάση τῆς ζωῆς του στήν ξενιτειά, τή στιγμή πού τό πῆρε ἀπόφαση νά φτιάξει κι αὐτός τή ζωή του καί νά κάνει τή δική του οἰκογένεια, γύρισε σήμερα θαρρεῖς ὁ κόσμος ἀνάποδα!
- Μίλτο, τοῦ εἶπε ὁ προϊστάμενός του στή δουλειά, θέλω νά γνωρίσεις ἕναν ἕλληνα φοιτητή πού εἶναι πολύ σπουδαῖο παιδί καί ἔχει κατά τύχη τό ἴδιο ὄνομα καί τό ἴδιο ἐπίθετο μέ σένα.
- Μιλτιάδηδες δέν ὑπάρχουν καί τόσο πολλοί, μά Παπαδόπουλοι εἶναι σχεδόν ἡ μισή Ἑλλάδα, ἀπάντησε ὁ Μίλτος γελώντας.
- Εἶναι συμφοιτητής τοῦ γιοῦ μου καί τώρα τελευταῖα κάνουν πολλή παρέα καί τόν ἔφερε καί στό σπίτι μας. Σέ λίγο θά περάσουν γιά μιά δουλειά ἀπό δῶ. Μόλις ἔρθουν θά σέ φωνάξω, τοῦ εἶπε καλοσυνάτα, ὅπως πάντα, ὁ γάλλος προϊστάμενός του καί μπῆκε στό γραφεῖο του.
Ἀπό κείνη τήν ὥρα ξύπνησαν οἱ μνῆμες... Ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα, ὅ,τι τόσα χρόνια στρίμωξε μέσα του ἄρχισε νά σαλεύει ἐπικίνδυνα. Ἄλλος ἕνας Μιλιτάδης Παπαδόπουλος ὑπῆρχε, μά πού ὁ ἴδιος ἔγινε αἰτία πάνω στήν ἐφηβική τρέλα καί ἐπιπο- λαιότητά του νά πεθάνει.
- Παπαδόπουλος Μιλτιάδης καί Παπαδόπουλος Μιλτιάδης, εἶπε συστήνοντάς τους ὁ Γάλλος, διασκεδάζοντας γιά τή σύμπτωση.
Ξαφνιάστηκε ὅμως καί τοῦ κόπηκε τό γέλιο ἀπότομα, ὅταν εἶδε τόν Μίλτο νά κοιτᾶ τόν νεαρό φοιτητή ἄσπρος σάν τό πανί.
- Ἐγώ, κύριε εἶμαι ἀπό...
Τό ὄνομα τῆς μικρῆς του πόλης δέν τοῦ ἄφηνε πιά καμιά ἀμφιβολία, ὅπως καί ἡ ὁμοιότητα! Θεέ μου, ἴδιος ὁ Μίλτος ὁ δικός του!
Ἔκανε μεταβολή δίχως νά ὁρίζει τόν ἑαυτό του ὁ Μίλτος. Δίχως νά μπορεῖ νά κρατήσει ἔστω γιά λίγο τόν τύπο, ἀφήνοντας τούς ἄλλους στήν ἀπορία καί στήν ἀμηχανία.
Μπῆκε στόν πρῶτο τηλεφωνικό θάλαμο πού βρῆκε μπροστά του. Ἔκανε τρεῖς φορές λάθος στό νούμερο, μά στό τέλος ἄκουσε ἀπό τήν ἄλλη ἄκρη τήν ἀγαπημένη φωνή.
- Μάνα!
- Γιέ μου, Μίλτο μου!
- Μάνα, ἡ θεία ἡ Μαρίκα μετά τόν θάνατο τοῦ Μίλτου γέννησε ἄλλο παιδί;
- Γέννησε, γιέ μου, ὕστερα ἀπό ἕνα χρόνο τόν Μίλτο τόν μικρό! Ἴδιος καί ἀπαράλλαχτος ὁ μεγάλος.
- Γιατί δέν μοῦ τό εἶπες ποτέ, μάνα μου αὐτό; τήν ἔκοψε κλαίγοντας ὁ Μίλτος.
- Γιατί, παιδί μου, μοῦ ἔβαλες ὅρο καί μοῦ ᾽πες πώς ἄν σοῦ ξαναμιλήσω γιά τή θεία Μαρίκα καί τόν Μίλτο δέν θά μοῦ ξανατηλεφωνήσεις.
Ἔκλαψε πολύ ὁ Μίλτος καί γιά πρώτη φορά ἄνοιξε τήν καρδιά του στή μάνα του καί τῆς τά εἶπε ὅλα. Γιά τό μεγάλο του φταίξιμο, γιά τό δικό του μπλέξιμο, γιά τό ρόλο πού ἔπαιξε μέσα σέ κείνη τήν παρέα τῶν ἐφήβων πού νόμισαν τά ναρκωτικά παιχνίδι ὥς τή στιγμή πού «ἔφυγε» ὁ Μίλτος ὁ ξάδελφος.
- Ἤσουν μικρό παιδί καί σύ, ἀγόρι μου. Ποιός μπορεῖ νά σέ καταδικάσει;
Ἡ φωνή πού ἄκουγε τώρα δέν ἦταν τῆς μάνας του! Ἡ φωνή πού τοῦ μιλοῦσε ἦταν τῆς θείας Μαρίκας!
- Κάθε φορά πού ἔπαιρνες, Μίλτο μου, σ᾽ ἀκούγαμε ὅλοι σ᾽ ἀνοικτή ἀκρόαση. Τ᾽ ἄκουσα ὅλα, παιδί μου. Mήν κλαῖς, δέν φταῖς ἐσύ!
- Θεία μου, ἀγαπημένη μου θεία, μέ συγχωρεῖς, λοιπόν! Κλείνω, κλείνω θεία μου, θά σᾶς πάρω σέ λίγο!
Ἔκλεισε τό τηλέφωνο ὁ Μίλτος καί ἔβαλε φτερά στά πόδια του. Πέτυχε τούς δυό συμφοιτητές στήν ἔξοδο τῆς ἐπιχείρησης.
Κοίταξε τόν μικρό Μίλτο μέ στοργή.
- Θά σοῦ τόν στερήσω γιά λίγο, γιατί ἔχω νά τοῦ πῶ μιά ἱστορία, ἀπευθύνθηκε πρῶτα στόν Γάλλο ὁ Μίλτος.
- Μικρέ Μίλτο, εἶμαι ὁ μεγάλος ξάδελφος πού δέν γνώρισες ποτέ! συνέχισε γυρνώντας στόν νεαρό Ἕλληνα καί ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά του καί τόν ἔχωσε μέσα.
Σέ λίγο τά δυό ξαδέλφια ἀγκαλιασμένα μπροστά στήν ὀθόνη τοῦ ὑπολογιστῆ τοῦ νεαροῦ ἕλληνα φοιτητῆ γελοῦσαν καί κλαίγανε. Τό ἴδιο καί οἱ δυό μάνες πού ἔβλεπαν στήν ὀθόνη.
- Οἱ προσευχές μας σᾶς ἀντάμωσαν, παιδιά μου! εἶπε ἡ θεία Μαρίκα καί, γιά πρώτη φορά ὕστερα ἀπό εἴκοσι χρόνια, ἔνιωσε μέσα της ἀληθινή παρηγοριά!
Ἑλένη Βασιλείου