Πάντα καί σταθερά

  xoklisiΤήν Κυριακή πού μᾶς πέρασε ἔγι­νε κάτι διαφορετικό. Ἐκκλησιαστήκαμε οἰκογενεια­κῶς στήν πατρική μου ἐνορία! Πολλά χρόνια εἶχα νά διαβῶ τό κα­τώφλι της.
  Μετά τόν γάμο μου ἄλλαξα ἀναγκαστικά ἐνορία καί εἶχα χρόνια νά λειτουργηθῶ σ᾽ αὐ­τόν τό μι­κρό ναό, ὅ­που εἶχα ἀκούσει τίς πρῶτες θεῖες Λει­­­τουργίες τῶν παιδικῶν μου χρόνων...
 Κατέβηκα μέ ἀργά βήματα τά σκα­­λάκια πού ὁδηγοῦν στή μικρή πιά αὐλή της... Ἔ­νιωσα νά χτυπάει δυνατά ἡ καρδιά μου, ὅταν ἔσπρωξα ἁπαλά τήν πόρτα γιά νά περάσουν ὅλοι, καί τέλος κι ἐγώ! Κοίτα! Ὁ χάλκινος διάκοσμός της ἔχει φθαρεῖ πολύ! Θυμᾶ­σαι πόσο χάρηκες τότε πού και­νούργιο τόν καμαρώναμε νά λάμπει; Θά ᾽ναι σαράντα χρόνια...
  Καί τό παγκάρι εἶναι τό ἴδιο! Νά καί τό τριγωνικό τραπεζάκι μέ τό «κυτίον ὑπέρ πτωχῶν»! Καί τό προσκυνητάρι μέ τήν εἰκό­να, τό κεντημένο μέ ἐλεφαντόδοντο, πού πάντα μέ ἐντυπωσίαζε...
 Ἀνάψαμε κερί. Προσκυνήσαμε τίς εἰκόνες. Αὐθόρμητα προχώρησα πρός τήν ξύλινη σκάλα πού ὁδηγεῖ στόν γυναικωνίτη. Ἡ μητέρα πάντα μέ κρατοῦσε ἀπό τό χέρι, γιά νά μήν μπερ­δευτοῦν τά μικρά ποδαράκια ἀνεβαίνοντας!
 Ἄκου! Τό ἴδιο τρίξιμο στό ξύλινο δάπεδο τοῦ γυναικωνίτη!
 Διάλεξα νά καθίσω στήν ἴδια θέ­ση· «μπροστά γιά νά βλέπεις», ἔλεγε ὁ πατέρας. Τώρα, βέβαια, δέν κρέμονται τά μικρά ποδαράκια! Οὔτε ὑπάρχει χῶρος στήν καρέκλα γιά νά καθί­σει μαζί μου καί ἡ μικρή μου ἀδελφή... Ἡ θέση γέμισε μέ ἐμένα, καί χρειά­στη­καν ἄλλες τέσσερις γιά νά καθίσουν στή σειρά οἱ κόρες μου!  Ὁ σύζυγος μέ τόν γιό μου κάθισαν στή μεριά τῶν ἀνδρῶν.
 Ἡ ψαλμωδία ἀγγελική. Κοίτα! Πό­σα ἄγνωστα πρόσωπα στό Ψαλτήρι! Κι ὁ π. Βασίλειος; Ὤ, ὄχι! Ἄλλη φωνή ἀκούγεται!  Ἐκεῖνος ἀπό χρόνια διακονεῖ στό θυσιαστήριο τοῦ οὐρανοῦ!
 Ψάχνω μέ τό βλέμμα μου ἄθελά μου τό Μαράκι, ἐκεῖνο τό ζωηρό μικράκι, πού δέν στεκόταν οὔτε λεπτό... Μπά! Δέν τό βλέπω πουθενά. Ἡ κ. Μαρία εἶναι πιά καθηγήτρια καί πρεσβυτέρα μέ τρεῖς γιούς!
 Στήν πρώτη σειρά, στό πλάι μου, κά­θον­ταν πάντα οἱ δύο ἀγαπητές μου συμμαθήτριες, ἡ Δωροθέα καί ἡ  Ἔφη.  Ἄν ἀπουσίαζαν καμιά φορά, θά ἦταν σοβαρά ἄρρωστες. Μά σήμερα δέν τίς βλέπω οὔτε κι αὐ­τές νά εἶναι στή γνωστή θέση. Ἄλλα πρόσ­ωπα, βλέπω... «Μόνο κοντά Σου, Χριστέ μου, νά εἶναι...», ἔπιασα τόν ἑαυτό μου νά ψιθυρίζει.
 Ἡ γιαγιά Εὐαγγελία; Ποῦ νά ᾽ναι ἄραγε; Καμάρωνε τίς μακριές ὁλό­μαυ­ρες πλεξοῦδες μου! Μιά Κυριακή μοῦ χάρισε ἕνα ζευγάρι κοκαλάκια-μαργαρίτες γιά νά φοράω στά μαλλιά καί νά στολίζω τίς πλεξοῦδες... Ὁ Θε­ός ἄς τήν ἀναπαύει!
 Σ᾽ αὐτόν τόν ναό ἔγινε καί ἡ βάπτισή μου! Στήν ἴδια κολυμβήθρα πού βαπτίσα­με καί τά παιδιά τοῦ ἀ­δελφοῦ μου! Μέ­γας εἶ­σαι, Κύριε! Τί θαῦμα εἶ­ναι ἡ ζωή!
 Βλέπω γύρω μου τό­σα πρόσωπα! Ἄλ­λα ἄ­γνω­στα κι ἄλλα γνωστά, μέ χιονι­σμέ­να πιά τά μαλ­­λιά...
 Ἄλλαξαν ὅλα στήν πατρική μου ἐνορία!  Ὅ­λα, ἐκτός ἀπό Ἐσένα, Κύριέ μου! Παρέμεινες σταθερά ὁ ἴδιος! Στή θέ­ση σου, πάνω στόν Σταυρό, καί πάντα μέ ἀνοιχτή τήν ἀγ­καλιά σου νά μέ προσμένεις! Πάντα καί στα­θε­ρά, νά μ᾽ ἀγα­πᾶς καί νά μέ προσμένεις!
Αὐτό μέ ἐντυπωσιάζει σέ Σένα, Πατέρα μου· ἐνῶ εἶσαι παντοδύναμος, μπορεῖς νά κάνεις τά πάντα, Ἐ­σύ δέν ἀλλάζεις! Παραμέ­νεις πάντα ὁ ἴδιος! Ἀγαπᾶς καί περιμένεις! Πάντα καί σταθερά!
Κι αὐτό εἶναι πού ἀ­σ­φαλίζει ἐμένα· ἡ δική σου σταθερότητα στήν ἀναμονή καί ἡ παντοτινή ἀληθινή ἀγάπη σου!
Πῶς νά σοῦ πῶ, Πατέρα μου, αὐτό πού αἰ­σθά­νομαι; Ἁπλά,
Εὐχαριστῶ!

Χρ. Μουρατίδου-Δαδῆ

Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 184-185