Ὑπῆρξε πνεῦμα φωτισμένο, μέ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, πρότυπο ἤθους, κανόνας ἀρετῆς• ἔχοντας τή σφραγίδα τῆς δωρεᾶς ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις συνέβαλε τά μέγιστα μέ τό πολυποίκιλο ἔργο του στήν ἀφύπνιση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί στήν τόνωση τῆς ψυχικῆς ἄμυνας τῶν ἐλεύθερων πολιορκημένων ραγιάδων.
Ὁ Ἐλευθέριος -ἦταν τό κατά κόσμον ὄνομά του- γεννήθηκε στίς 11 Αὐγούστου τοῦ 1716 στήν Κέρκυρα ἀπό Ζακυνθινούς γονεῖς. Μαθήτευσε κοντά στούς πιό γνωστούς δασκάλους τῆς ἐποχῆς του, τόν Ἀντώνιο Κατήφορο, Βικέντιο Δαμοδό, Ἰερεμία Καββαδία, Μεθόδιο Ἀνθρακίτη ἀρχικά στήν Κέρκυρα, στήν Ἄρτα, στά Ἰωάννινα καί στήν Πάδοβα (Ἰταλία). Σπούδασε ἀρχαία ἑλληνική, λατινική καί ἑβραϊκή φιλολογία, θεολογία, θετικές ἐπιστῆμες, ξένες γλῶσσες καί προπάντων νεότερη φιλοσοφία• ὑπῆρξε πράγματι πανεπιστήμων.
Ἐπιστρέφοντας στά Ἰωάννινα ἀναλαμβάνει τή διεύθυνση τῆς Μαρουτσαίας Σχολῆς. Στή συνέχεια ἐγκαθίσταται στήν Κοζάνη, ὅπου διευθύνει τήν ἐκεῖ Σχολή. Ἀπό ἐκεῖ τόν καλεῖ ὁ πατριάρχης Κύριλλος, γιά νά τοῦ ἀναθέσει τή διεύθυνση τῆς Ἀθωνιάδας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Στό σιγίλιο μάλιστα τοῦ διορισμοῦ, ὁ Πατριάρχης τόν χαρακτηρίζει «ἄνδρα πεπαιδευμένον, λόγιον καὶ παντοδαπαῖς ἐπιστήμαις κεκοσμημένον καὶ γεγυμνασμένον καὶ δυνάμενον παιδεῦσαι τοὺς μαθητάς...». Μέ τή διδασκαλία του στήν Ἀθωνιάδα ἀνέδειξε κι ἄλλους μεγάλους δασκάλους τοῦ Γένους καί ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἀθανάσιος Πάριος, ὁ Κοσμᾶς Αἰτωλός, ὁ νεομάρτυρας Ἀθανάσιος Κουλακιώτης, ὁ Ρήγας Βελεστινλῆς.
Ἡ Θεσσαλονίκη καί ἡ σχολαρχία του στήν Πατριαρχική Σχολή τῆς Πόλης εἶναι οἱ ἑπόμενοι σταθμοί τῆς ζωῆς του. Ὁ φθόνος, ὅμως, πού προκαλοῦσε ἡ μαχητικότητά του, τό ἀσυμβίβαστο τοῦ χαρακτήρα του τόν ὑποχρέωσαν νά ἐγκαταλείψει τήν Ἑλλάδα καί νά ἐγκατασταθεῖ στήν Εὐρώπη. Ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τῆς αὐτοκράτειρας Αἰκατερίνης Β’, φθάνει στήν Ἁγία Πετρούπολη. Τό 1776 χειροτονεῖται στή Μόσχα ἀρχιεπίσκοπος Σλαβινίου καί Χερσῶνος καί τό 1787 παραιτεῖται, προσφέροντας τή θέση στόν συμπατριώτη του σοφό Νικηφόρο Θεοτόκη. Τό 1802, σέ ἡλικία 86 ἐτῶν, ἀποσύρεται στή Μονή Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκι, ὅπου καί κοιμήθηκε στίς 19 Ἰουνίου 1806.
Τά ἔργα του εἶναι πολλά καί ποικίλα, φιλοσοφικά καί θεολογικά. Συνέγραψε Λογική, Μεταφυσική, Φυσική, Ἀριθμητική, Γεωμετρία, Γεωργικά, διατριβή περί εὐθανασίας, περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, περί ἀνεξιθρησκίας. Ἐξέδωσε ἔργα τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου, καθώς καί τή βιογραφία του, κ.ἄ.
Ἔζησε σέ μιά περίοδο ὅπου στήν Εὐρώπη κυριαρχοῦσε ὁ ὀρθολογισμός, ἡ ἀμφισβήτηση, ὁ ἀνθρωποκεντρισμός, ἡ ἀπομυθοποίηση τῶν πάντων, ὁ διαφωτισμός στίς ποικίλες ἐκδοχές του. Κατάφερε ὅμως μέ νηφαλιότητα νά συμπυκνώσει καί νά συνθέσει τίς διάφορες τάσεις τῆς ἐποχῆς του. Μελετώντας τά ἰδεολογικά καί φιλοσοφικά ρεύματα τῆς Εὐρώπης, καθώς καί τά νέα ἐπιστημονικά δεδομένα, ἐπιχείρησε τή σύζευξή τους μέ τίς παραδοσιακές ἀξίες τῆς ἑλληνορθόδοξης κοινωνίας. Τό ἄνοιγμα τοῦ Εὐγένιου στήν εὐρωπαϊκή ἐπιστήμη ἀποτελεῖ καθαρά πατερική στάση· καθόλου δέν σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά ἐγκλωβιστεῖ σέ κάποια παράταξη τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ἐκεῖνος παρέμεινε πάντα ὁ ὀρθόδοξος κληρικός, ἐνῶ συγχρόνως ἦταν καί ὁ ἐλεύθερος στοχαστής. «Ὁ Βούλγαρις παρουσιάζεται τύπος τοῦ Νεοέλληνα λογίου, πού πηγαίνει πρός τήν Δύση, ἀποδέχεται τή φιλοσοφία καί τήν ἐπιστήμη, ἀλλά δέν θυσιάζει τίποτε ἀπό τήν κληρονομία τοῦ Ἕλληνος ὀρθοδόξου», παρατηρεῖ εὔστοχα ὁ Τατάκης.
Ἀπ ᾽ ὅπου κι ἄν πέρασε, ἄφησε βαθιά σημάδια. Πρῶτος αὐτός εἰσήγαγε στήν Ἑλλάδα τή διδασκαλία τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν -μέ πειράματα μάλιστα-, τῆς νεότερης φιλοσοφίας καί τῆς λατινικῆς γλώσσας. Μέ τήν ὀξύτητα τῆς σκέψης του καί τήν πυρακτωμένη καρδιά του συγκλόνιζε, ἐνθουσίαζε, μόρφωνε, ἐνέπνεε τούς μαθητές του. «Θά φανῆ ἴσως παράδοξον εἴς τινας τῶν σημερινῶν διδασκάλων καί καθηγητῶν, ὅτι εἷς καί μόνος, ὁ Εὐγένιος, ἐδίδασκε τήν ἀρχαίαν ἑλληνικήν, τήν φιλοσοφίαν, τήν μεταφυσικήν, τήν ἀστρονομίαν καί τέλος τήν θεολογίαν», σημειώνει ὁ Ἀναστάσιος Γούδας.
Ἀξίζει νά τονίσουμε καί μία ἄλλη παράμετρο: Συχνά ἀναφέρεται στόν παπισμό καί στούς παπιστές, διότι θεωροῦσε τόν παπισμό ὡς τή μεγαλύτερη ἀναίρεση τοῦ χριστιανισμοῦ καί ἄμεση ἀπειλή κατά τῆς Ὀρθοδοξίας. Δέν περιορίσθηκε μάλιστα σέ ἀκαδημαϊκές μόνο ἀνακοινώσεις, ἀλλά καί μέ λαϊκά ἀντιλατινικά ἔργα ἐπιχείρησε νά ἐνημερώσει τόν ὀρθόδοξο λαό, πού βρισκόταν κάτω ἀπό τήν ἄμεση ἐπιρροή τοῦ παπικοῦ στοιχείου καί κυρίως τῆς Οὐνίας. Ἕνα τέτοιο ἔργο εἶναι τό «Βιβλιάριον κατὰ Λατίνων»· τό ἀποστέλλει στούς σέρβους ὀρθοδόξους τῆς Αὐστροουγγαρίας, οἱ ὁποῖοι διέτρεχαν ἄμεσο κίνδυνο ἀπό τήν παπική προπαγάνδα. Τούς συμβουλεύει χαρακτηριστικά: «Αὐτὰ τὰ ἀλωπέκια τοῦ σκότους, δηλαδὴ τῆς Δύσεως, ἐφάνησαν πάντα ὀλέθρια εἰς τὰς ἀμπέλους τοῦ φωτός, δηλαδὴ τῆς Ἀνατολῆς. Αὐτὰ λέγω τὰ φρατορίδια, οἱ Ἀπόστολοι τῆς Ρώμης... ὁποὺ περιέρχονται μὲ σχῆμα σεμνόν, μὲ κίνημα ταπεινὸν τῆς ὑποκρίσεως... μὲ ὁμιλίαν γλυκείαν... αὐτὰ ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ἐπιβουλεύθησαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τὰ κλήματα. Καὶ ἐζήτησαν ὄχι μόνον νὰ ἀφανίσουν τοὺς καρπούς, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς μαδήσουν τὰ φύλλα καὶ νὰ ἀποσπάσουν, ἂν ἦτο δυνατόν, καὶ αὐτὰς τὰς ρίζας... Φοβερώτερος ἐχθρὸς δὲν εἶναι ἀπὸ κεῖνον ὁποὺ ὑποκρίνεται φίλος. Ἐπικινδυνωδέστερος καὶ ὀλεθριώτερος πόλεμος δὲν εἶναι ἀπὸ κεῖνον, ὁποὺ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐλευθερίας φέρνει τὴν τυραννίδα». Δέν διστάζει μάλιστα νά προτείνει καί τό μαρτύριο ὡς μέσο διαφυλάξεως τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Τέλος, αὐτός ὁ ἄτλαντας τῆς σκέψης καί τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, πού περιδιάβηκε ὅλες τίς ἀτραπούς τῆς ἐπιστήμης καί τῆς γνώσης τοῦ καιροῦ του, ἀφήνει καί σ᾽ ἐμᾶς τήν παρακαταθήκη του, γιά νά μποροῦμε νά διακρίνουμε μέσα στόν κυκεώνα τῶν ποικίλων ρευμάτων, πού συγχυτικά μᾶς κατακλύζουν, τό γνήσιο καί ἀ(Α)ληθινό, διδάσκοντας: «Τί κοινὸν ἔχει ἡ σοφία τοῦ κόσμου μὲ τὴν σοφίαν τοῦ Θεοῦ; Ἡ σοφία τοῦ κόσμου εἶναι πλάνη, εἶναι ἀφροσύνη, εἶναι μωρία, κατὰ τὸν Παῦλον, ὅταν εἶναι κεχωρισμένη ἀπὸ τὴν σοφίαν τοῦ Θεοῦ, ἥτις εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστις. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὄντως σοφία, ἡ ἄσφαλτος σοφία καὶ ἄπταιστος, σοφία ὀρθή».
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος - Θεολόγος
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 173-175