Ἀποκλειστικό δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ὁ λόγος, πού τόν κατέστησε κυβερνήτη καί ἄρχοντα τοῦ σύμπαντος, ὑπέστη καί αὐτός τίς συνέπειες τῆς πτώσεως. Μαζί μέ τά ἄλλα θεϊκά στοιχεῖα τῆς προσωπικότητος φθείρεται καί ἡ λειτουργία τοῦ λόγου• ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου, ὁδηγός γιά τή γνώση καί τήν ἀλήθεια, ἐκτρέπεται σέ δρόμους ἀπωλείας, καί ἡ γλῶσσα του, μέσο συνεννοήσεως καί συνδέσμου, γίνεται ὄργανο διασπάσεως καί συγχύσεως. Καταντᾶ ἄλογος καί ἄλαλος ὁ πεσμένος ἄνθρωπος καί ἡ Βαβέλ περνᾶ στήν ἱστορία ὡς σύμβολο τῆς ἀποτυχίας καί τῆς διαιρέσεως τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας.
Αἰῶνες πολλούς ἀργότερα, ὅταν ἡ ἐξαχρείωση καί ἐξαθλίωση ἔχουν φθάσει σέ ὁριακά ἐπίπεδα, ἔρχεται ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος -σημειῶστε τό ὄνομα- τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἑνώσει τά διεστῶτα, νά ἀποκαταστήσει τή σαλευμένη εἰρήνη καί νά ἀνασυγκροτήσει τή διαλυμένη κοινωνία. Μέ τόν ζωογόνο λόγο του ἀνασταίνει τή συνείδηση τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου. Μέ τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή του ἀφθαρτίζει τήν φύση του, τήν καθιστᾶ καινή κτίση μέσα στήν Ἐκκλησία του, ὅπου ὁ ἴδιος προσφέρεται ἀκατάπαυστα εἴτε ὡς ἄσαρκος λόγος (ἁγία Γραφή) εἴτε ὡς ἔνσαρκος λόγος (μυστήριο Θείας κοινωνίας).
Ἀλλά μέ μορφή πού σχετίζεται ἄμεσα μέ τόν λόγο ἐμφανίζεται καί τό τρίτο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, τό ἅγιο Πνεῦμα, καί τό γεγονός ἔχει ἰδιαίτερη σημασία. Κατά τήν Πεντηκοστή, τή γενέθλια ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πύρινες γλῶσσες αἰσθητοποιοῦν τήν ὁρατή παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού ἐπιφοιτᾶ στούς ἁγίους ἀποστόλους, τούς πρώτους συνεργάτες τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἐπανασύνδεση τῆς ἀνθρωπότητος μέ τόν Λόγο, γιά τήν ἀναδόμηση καί ἀνασύσταση τῆς κοινωνίας. Τούς φωτίζει καί τούς καθιστᾶ, αὐτούς τούς ταπεινούς ἁλιεῖς, κήρυκες πού καλοῦν τά ἔθνη στήν ἑνότητα. Κι ἐνῶ ἡ σύγχυση τῶν γλωσσῶν στή Βαβέλ κατεργάσθηκε τήν ἀφωνία, «πρός τιμωρίαν τῶν ἀνθρώπων», ὁ διαμερισμός τῶν πυρίνων γλωσσῶν φέρνει τή συμφωνία «πρός σωτηρίαν τῶν ψυχῶν».
Αὐτό τό μήνυμα τῆς συμφωνίας, ὁμονοίας καί ἑνότητος, πού δωρίζει στόν κόσμο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, εἶναι τό πιό ποθητό καί τό πιό ἀναγκαῖο γιά τήν ἐποχή μας. Γιά τόν σημερινό ἄνθρωπο, πού μιλᾶ πολλές γλῶσσες, ἀλλά καμία δέν ἀγγίζει τήν καρδιά του, διότι ἀγνοεῖ τή γλῶσσα τῆς ἀγάπης, πού λέγει πολλά ἀλλά εἶναι ἀνίκανος νά διαλέγεται, διότι καταφρονεῖ τήν αὐθεντία τοῦ Λόγου, πού χειρίζεται μέ ἄνεση τά πλῆκτρα τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν, ἀλλά ἀδυνατεῖ νά νιώσει τή ζεστασιά τῆς ἀνθρώπινης ἐπικοινωνίας, διότι ξέχασε τήν ἀνθρωπιά του. Γιά τόν ἄνθρωπο, πού πέτυχε ἀπίθανες ἐπιδόσεις στό πεδίο τῆς γνώσεως καί στόν τομέα τῆς ἐπιστήμης, πού κομπάζει ἀλλά καί τρομάζει γιά τά καταπληκτικά ἐπιτεύγματα τῶν παρεμβάσεών του στή βιογενετική καί σπαρταρᾶ κάτω ἀπό τόν βραχνά τῆς μοναξιᾶς καί τῆς ἀνασφάλειάς του, ἐπιτακτική εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπανασυνδέσεώς του μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί μέ τό πῦρ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτό καλεῖται νά προσφέρει σήμερα ἡ Ἐκκλησία στήν ἀνθρωπότητα. Νά εὐαγγελισθεῖ καί νά δώσει τόν λόγο της στόν κόσμο. Νά ἐπανευαγγελισθεῖ καί νά ἀνανεώσει τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος στά μέλη της. Διότι ἡ Πεντηκοστή δέν εἶναι μία ἐτήσια γιορτή. Εἶναι ἡ καθημερινή ζωή καί πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀπαραίτητη καί ἀναντικατάστατη προσφορά της στόν κόσμο.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 53 (1998) 123