Τρεῖς Πόλεις

alosi konstantinoupoli  Ἕντεκα αἰῶνες ἡ Κωνσταντινούπολη ἐκπέμπει σ᾿ Ἀνατολή καί Δύση τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἴκοσι φορές ἀλλόφυλοι τήν ζώνουν. Μά ἐκείνη στέκεται ὁλόρθη καί ἀκατάβλητη. Μεταλαμπαδεύει στούς λαούς τόν ἑλληνικό πολιτισμό της. Μέ τά χριστιανικά ἤθη της ἐξημερώνει τούς βαρβάρους καί ἀδελφώνεται μαζί τους. Οἱ πυρσοί τῆς σοφίας καί τῆς παιδείας της γοητεύουν ἡγέτες καί πολυμαθεῖς. Ἕνας ὅμως, ὁ σουλτᾶνος Μωάμεθ ὁ Β', ἀδυνατεῖ νά ψηλαφήσει τό πνευματικό μεγαλεῖο τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων. Μέ τό ἀδηφάγο βλέμμα του καταστρώνει τό κούρσεμά της. Μέ τούς 250.000 πολεμιστές του τήν πολιορκεῖ πεισματικά, δίχως τά ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα. Παίζει καί τό τελευταῖο του χαρτί. Σ᾿ αὐτό ἔχει κρύψει τίς ἐλπίδες του ὅλες. Ἐξαπολύει ἐφεδρεία ἐπίλεκτη· μία μονάδα μέ 12.000 μαχητές «εὐοπλοτάτους, εὐτολματάτους καί εὐθαρσεστάτους». Εἶναι τό ἄριστο, ἀκμαῖο σῶμα τῶν γενιτσάρων. Μέ ἀλαλαγμούς ὁρμοῦν στά τείχη σάν λιοντάρια. Ἀπό μία μικρή, ἀφύλακτη πύλη, τήν Κερκόπορτα, παρεισφρύουν. Καί τότε ἡ ἀκτινοβόλα Πόλη «ἑάλω», βυθίζεται στό σκοτάδι. Ὁ βασιλιάς της, ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ' ὁ Παλαιολόγος, πέφτει ἡρωϊκά στό πεδίο τῆς μάχης. Θρῆνος, κλαυθμός καί ὀδυρμός καί στεναγμός καί λύπη... Τό ἱερό καύχημα, ἡ Ἁγια-Σοφιά βεβηλώνεται 29 Μαΐου 1453. Ἡ Κωνσταντινούπολη ψυχομαχεῖ καί ἡ Ρωμιοσύνη κλαίει. Σβήνει ἡ Πόλη. Βαθύς καί ἀγιάτρευτος ὁ συγκλονισμός ἀπό τόν πάταγο τῆς πτώσης τῆς Βασιλεύουσας.
  Μάχες καί πτώσεις. Ἕνας κύκλος ἀέναος πάνω στή γῆ μας. Στή ζωή τοῦ καθενός οἱ ἐχθροί καιροφυλαχτοῦν. Ἐποφθαλμιοῦν ὄχι πλέον τό προπύργιο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Πολλαπλές, πειρασμικές, ὕπουλες δυνάμεις πολιορκοῦν τά τείχη τῆς ψυχῆς. Σιωπηλή, μυστική τούτη ἡ μάχη. Δίχως ἀνακωχή, δίχως τελειωμό. Ὁ ἀντίπαλος «ὡς λέων ὠρυόμενος» βάλλει ἀπό χίλιες μεριές. Κραδασμοί ἀλλεπάλληλοι ἀκούγονται. Σείονται τά πνευματικά κάστρα. Σαρώνονται. Ἐκπορθεῖται τό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς. Ἄλλοτε ἀνέπεμπε λατρεία λογική. Καί τώρα; Βεβηλώνεται, ὑπηρετεῖ σκοπούς ἄνομους. Πόσοι, στ᾿ ἀλήθεια, «ναοί τοῦ Πνεύματος» γκρεμίζονται νύχτα-μέρα! Κι οἱ κατεδαφίσεις μέ τό χρόνο πολλαπλασιάζονται. Ξεχάστηκε ὁ βιγλάτορας. Ἐπαναπαύτηκε καί ἄφησε τήν «κερκόπορτα» ἀνοιχτή. Καί τῆς ψυχῆς τό κάστρο «ἑάλω».
  Γιά τοῦτες τίς συλήσεις κλαίει ὁ Οὐρανός. Στενάζει, μά καί ἐλπίζει. Πότε θά ἀποχτήσει ἡ ἐρειπωμένη πόλη ζωή; Πότε θά ἀναστηλωθεῖ; Πότε ὁ ἀμαυρωμένος «ναός» της θά φεγγοβολήσει καί πάλι; Καρτεροῦν οἱ στρατιές τῶν ἀγγέλων στιγμή μοναδική, σωτήρια. Ἐπιποθοῦν τό ἀκριβό δάκρυ τῆς μετάνοιας, τή συντριβή τοῦ ἀποστάτη, γιά νά εὐφρανθοῦν. Κι ἐκεῖ, στή δική τους πολιτεία τόν προσμένουν. Αὐτή «ἡ μέλλουσα πόλι» δέν φοβᾶται εἰσβολεῖς. Δέν κινδυνεύει. Εἶναι ἄπαρτη, ἀπυρόβλητη, ἀπρόσβλητη, ἄτρωτη, ἀσφαλής, ἀκεραία. Πύλες ἐπισφαλεῖς δέν ἔχει. Τήν ἔχει θωρακίσει ὁ κραταιός βασιλιάς της, ὁ Νικητής τοῦ θανάτου. Στή χώρα τοῦ Θεοῦ «οὐκ ἔνι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός». Μία ζωή ἀτελεύτητη, μία αἰώνια μακαριότητα ἔχει ἑτοιμάσει στήν ἄνω Ἰερουσαλήμ γιά τούς δικούς του ὁ ἀναστημένος Κύριος.

Ἑλληνίς

Ἀπολύτρωσις 52 (1997) 102-103