Ὑπογράψαμε στήν κατάσταση, παραλάβαμε τούς φακέλους μέ τά τετράδια τῶν πανελλαδικῶν ἐξετάσεων καί κατευθυνθήκαμε ἀνά δύο στίς αἴθουσες. Μέ τή συνάδελφο πού θά ἐπιτηρούσαμε μαζί, μόλις γνωριστήκαμε. Φαινόταν ἤρεμη καί σοβαρή.
Καλημερίσαμε τά παιδιά καί πήραμε παρουσίες. Μέχρι πρίν λίγο ἀκούγονταν στήν αὐλή ὁμιλίες καί ἀστεῖα. Μέ τήν εἴσοδο στήν αἴθουσα καί τό ξεκίνημα τῆς διαδικασίας τά παιδιά σοβάρεψαν. Τό κρυμμένο ἄγχος ἦρθε στήν ἐπιφάνεια, ἔκλεψε τή φωτεινότητα ἀπό ἀρκετά πρόσωπα, σφράγισε τά στόματα, ἀναποδογύρισε ἀδέξια μερικά …μπουκαλάκια μέ νερό κι ἔκανε ἀπρόβλεπτα λάθη στά ὀνοματεπώνυμα!
Ἀφοῦ ξεπεράσαμε τά τεχνικά προβλήματα, ἔριξα μία τελευταία ματιά στό ἔντυπο τῶν ὁδηγιῶν: «Οἱ ἐπιτηρητές ἔχουν βασική ὑποχρέωση ὥστε μέ τή στάση τους καί τή συμπεριφορά τους νά δημιουργοῦν κλίμα ἠρεμίας καί σεβασμοῦ τῶν ἐξεταζομένων». Πῶς ὅμως νά τό κάνεις αὐτό ὅταν εἶσαι κι ἐσύ ἀγχωμένος ἀπό τόν φόβο μήπως κάνεις κάποιο λάθος, μήπως κάποια παράλειψή σου γίνει ἀφορμή γιά νά δολιευτεῖ κάποιος τίς ἐξετάσεις…
Προσπάθησα νά χαλαρώσω λίγο καί νά μιλήσω ζεστά στά παιδιά. Νά τά βοηθήσω νά ἠρεμήσουν. Ὁ πάγος εἶχε ἀρχίσει νά σπάει καί θά ἔ- πρεπε τώρα νά κρατήσω τήν ἰσορροπία ἀνάμεσα στήν ἁπλότητα καί τόν σεβασμό.
Τά θέματα ἦρθαν εὐτυχῶς χωρίς καθυστέρηση. Μαζί ξαναγύρισε καί ὁ ἀόρατος … «συνοδός» τῶν παιδιῶν πού γιά λίγο εἶχε παραμερίσει. Αὐτή τή φορά πιό κυριαρχικός, ἔκανε τίς καρδιές νά χτυπᾶνε γρηγορότερα, τά χέρια νά ἱδρώνουν καί τά στυλό νά παίρνουν φωτιά!
Εἶχα ἤδη προλάβει στά λίγα λεπτά πού μεσολάβησαν νά γνωρίσω τήν Ἀντιγόνη, πού ἐνῶ ἦταν ἀπό ἕνα χωριό τῆς Καρδίτσας φιλοξενοῦνταν τήν τελευταία χρονιά στή θεία της πού ἔμενε στή συμπρωτεύουσα• τόν Νῖκο, πού παρά τό ξαφνικό πρόβλημα ὑγείας του, εἶχε τό θάρρος νά συμμετάσχει στή διαδικασία τῶν ἐξετάσεων• καί τόν Ἄλντο, πού καταγόταν ἀπό γειτονική χώρα καί δέν ἤθελε μέ τίποτα νά ἐπιστρέψει στήν πα- τρίδα του. Σκεφτόμουν πώς αὐτά τά παιδιά πίστευαν ὅτι μετά τίς ἐξετάσεις τους θά ἄνοιγε μπροστά τους ἕνας δρόμος, ἕνα παράθυρο στή ζωή.
Στό πρῶτο θρανίο ἀριστερά ἔγραφε ἡ Κατερίνα, μία συμπαθητική, λιγομίλητη κοπέλα μέ κοκκινόξανθα μαλλιά… Φαινόταν πιό ὥριμη ἀπό τούς ὑπόλοιπους. Κάνοντας στήν ἀρχή ἔλεγχο τῶν στοιχεί- ων πρόσεξα, καθώς δίπλα στό δελτίο ἐξεταζομένου βρισκόταν ἡ ταυτότητά της, πώς ἡ ἡμερομηνία γέννησής της ἀπεῖχε μόνο μία δεκαετία ἀπό τή δική μου! Φοροῦσε βέρα... δέν ρώτησα λεπτομέρειες. Σίγουρα προσδοκοῦσε κι ἐκείνη ν᾽ ἀνοίξει ἕνα παράθυρο...
Δέν ξέρω ἄν ἡ προσδοκία τους αὐτή θά γινόταν πραγματικότητα. Ζοῦσα φέτος τήν ἴδια ἀγωνία μέ τή μεγάλη μου κόρη. Μπροστά μου εἶχα δεκαοκτώ νέους ἀνθρώπους πού ἀγωνίζονταν νά ἀποδείξουν στόν ἑαυτό τους καί στούς ἄλλους πώς μποροῦν κάτι νά κάνουν, πώς κάτι ἀξίζουν… Στήν πιό ἁπλή περίπτωση ἀγωνίζονται νά ἀποδείξουν στούς γονεῖς τους -καί ἡ Κατερίνα πιθανόν στά παιδιά της- πώς εἶναι ἀντάξιοι τῶν προσδοκιῶν τους. Ἤθελα νά φωνάξω δυνατά, νά τούς πῶ πώς τά ἀγαπῶ κι ἄς μήν εἶναι δικά μου παιδιά! Μέ κόπο σεβάστηκα τόν κανονισμό…
Αὐθόρμητα ἔκανα μία εὐχή: Φώτισε, Θεέ μου, αὐτά τά παιδιά! Ἀνάλαβε Ἐσύ καί τήν προσπάθεια τοῦ καθενός μά καί τό ἀποτέλεσμα. Ἔσκυψα πάλι στό παρουσιολόγιο. Μοῦ φάνηκε πώς ἄλλαζε μέγεθος καί μορφή. Γινόταν μικρό, θαρρεῖς ὅλο καί πιό μικρό. Οἱ κωδικοί ὑποψηφίων ἦταν πλέον περιττές λεπτομέρει- ες. Τό παρουσιολόγιο θύμιζε δίπτυχο… Καί ἡ εὐχή γινόταν τώρα ἱκεσία μυστική γιά κάθε ἕνα παιδί ξεχωριστά: Μνήσθητι Κύριε τῶν δούλων Σου Περικλῆ, Ἀντιγόνης, Ἰωάννας, Ἄλντο, Αἰκατερίνης, Νικολάου….
Ἡ ἐπιτηρήτρια
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 153-154