«Δέν μπορεῖς νά μέ καταλάβεις, ὅσο κι ἄν προσπαθεῖς. Δέν ἔζησες αὐτό πού ζῶ ἐγώ», ἔκανε μέ παράπονο ἡ νεαρή μου φίλη καί τά μάτια της δακρύσανε. Ἐδῶ καί δύο χρόνια σηκώνει τόν σταυρό μίας μαρτυρικῆς ἀσθένειας...
«Ἴσως ἐγώ νά μή μπορῶ», ἀπάντησα μέ συντριβή. «Μπορεῖ ὅμως Αὐτός», εἶπα καί ἔδειξα τόν Ἐσταυρωμένο πού κρεμότανε στόν τοῖχο ἀπέναντι. «Αὐτός πού ἔζησε αὐτό πού ζῆς ἐσύ: τόν πόνο τοῦ σώματος ἐπάνω στόν σταυρό, ὁ ἀναμάρτητος...». Στύλωσε μέ λαχτάρα τή ματιά της στόν σταυρό καί ὁ πόνος στή μορφή της γλύκανε.
Ἐκεῖνος, ὁ Νυμφίος, καταλάβαινε. Ἐκεῖνος πού ἄφησε ἑκούσια τήν ἀνενδεῆ ἀπάθεια τῆς θεότητας, γιά νά φορέσει τό φθαρτό ἀνθρώπινό μας ἐνδιαίτημα• Ἐκεῖνος πού ἁγίασε ὅλο τόν πόνο μας μέ τόν πόνο Του. Δέν ἔμεινε θλίψη ἀνθρώπινη πού νά μή ζήσει ὁ Θεός τοῦ Γολγοθᾶ στή γήινη πορεία Του: δοκίμασε τή φτώχεια μας, ρακένδυτος σέ μιά σπηλιά τῆς Βηθλεέμ• τήν προσφυγιά, ἐξόριστος στήν Αἴγυπτο• τή φθονερή συκοφαντία, κατατρεγμένος ἀνελέητα ἀπό τούς φαρισαίους καί τούς γραμματεῖς• τή χλεύη καί τήν ἀδικία στό πραιτώριο καί τήν ἀχαριστία αὐτῶν πού κραύγαζαν τό «σταύρωσον!»• τήν ἐγκατάλειψη, ὅταν οἱ φίλοι φεῦγαν στή Γεθσημανῆ• τήν προδοσία, ὅταν ὁ μαθητής του Τόν παρέδιδε μέ φίλημα• τή μοναξιά, μιά μοναξιά πού δέν τή βίωσε ποτέ κανένα πλάσμα ἀνθρώπινο, ὅταν μέ ὀδύνη φώναζε ἐπάνω στόν σταυρό: «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Μθ 27,47). Ὥς καί ὁ Πατέρας, ὁ Θεός, ἀπέστρεφε τό βλέμμα Του ἀπό τή βδελυρή ἀνθρώπινη ἁμαρτία πού φορτώθηκε ἑκούσια ὁ ἠγαπημένος, ὁμοούσιος Υἱός, μόνος, μονώτατος ἐπάνω στόν σταυρό• καί ὕστερα τήν κρύα γεύση τοῦ θανάτου καί τήν παγωνιά τοῦ τάφου• Ἐκεῖνος, ἡ Αὐτοζωή!
Κοιτάζω τόν σταυρό κι ἐγώ, γιά νά ἀνακουφίσω τόν δικό μου κρυφό πόνο μέσα μου. Κάθε μου δάκρυ ἀνθρώπινο ἔβρεξε πρῶτα τό δικό Του θεῖο πρόσωπο. Ἔγινε ὁ Θεός μου ἄνθρωπος, γιά νά βρῶ ἐγώ συνάνθρωπο, κάποιον νά μέ καταλαβαίνει ὥς τά μύχιά μου τήν ὥρα πού φωνάζω ὀδυνώμενη μαζί μέ τόν Δαβίδ: «καὶ ὑπέμεινα συλλυπούμενον καὶ οὐχ ὑπῆρξε• καὶ παρακαλοῦντας καὶ οὐχ εὗρον» (Ψα 68,21). Ἔψαξα ἀνθρώπινη καρδιά νά μέ συλλυπηθεῖ καί δέν ὑπῆρχε• καί ἀνθρώπους παρηγορητές καί δέν τούς βρῆκα πουθενά.
Τήν ὥρα πού πονῶ μοναχικά καί ἀκατανόητα στό σῶμα ἤ στήν ψυχή εἶναι ἡ εὐκαιρία μου• ἡ εὐκαιρία πού μοῦ χάρισε ὁ ἠγαπημένος μου Θεός πού πάντοτε πονᾶ, γιατί ἐγώ δέν Τόν ἀγάπησα: νά γνωριστοῦμε, νά μοιραστοῦμε τίς καρδιές μας πού πονοῦν, νά σφιχταγκαλιαστοῦμε στόν σταυρό, νά ἀλαφρώσει, ὅπως μοναδικά γνωρίζει Ἐκεῖ νος, τό φορτίο μου, νά τό μετουσιώσει σέ χαρά• ἐκείνη τή βαθειά, λεπτότατη χαρά, πού ἄφησαν θησαυρό στόν κόσμο μας οἱ ἅγιοι, ὅταν μᾶς λέγανε παράδοξα: «ἀγάπησα τό μαρτύριο»• ὅταν τελείωναν τή μαρτυρική ζωή τους μέ ἕνα «Δόξα τῷ Κυρίῳ πάντων ἕνεκεν».
Θυμήθηκα ἕνα νεαρό παιδί καθηλωμένο στό ἀναπηρικό του καροτσάκι ἀπό τή σκλήρυνση πού μοῦ ᾽λεγε: «Εὐχαριστῶ γιά τήν ἀρρώστια μου. Ἄν δέν τήν εἶχα, δέν θά χαιρόμουν τόν Θεό ποτέ!».
Αὐτή ἡ χαρά μέσα στά δάκρυα, ἕνα ἀπό τά πιό πανάκριβα, ὑπέρλογα δωρήματα τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀνάστασης, τότε καί σήμερα καί πάντοτε!
Μέσα σέ μιά βαθειά σιωπή ἡ φίλη μου κοιτάζει ἀκόμα τόν σταυρό. Πιάνω τό χέρι της μέ ἀλληλέγγυα στοργή:
«Ἀδελφή μου, ὅταν πονᾶς, κοίταξε τόν σταυρό! Μονάχα τόν σταυρό! Ἐκεῖ ὑπάρχει Αὐτός πού σέ καταλαβαίνει ἀπόλυτα».
Νιώθω τήν ἱλαρή μορφή Του νά μερεύει τήν πληγή μου μέσα μου καί ἡ ψυχή μου ψιθυρίζει εὐγνώμονα:
Σ᾽ εὐχαριστῶ πού πόνεσες, Θεέ μου! πού καταδέχτηκες ν’ ἀναδεχθεῖς Ἐσύ, ὁ ἀναμάρτητος, ὅλη τή θλίψη πού συσσώρευσε στή λίγη ἀνθρώπινη ζωή μου ἡ ἁμαρτία, ἡ πτώση τῆς παρακοῆς μου στήν Ἐδέμ.
Σ᾽ εὐχαριστῶ πού πόνεσες, γιά νά μήν εἶμαι ἐγώ μόνη, ὅταν πονῶ• γιά νά ᾽χω Ἄνθρωπο, Θεάνθρωπο νά μέ καταλαβαίνει ὥς τά βάθη μου.
Σ᾽ εὐχαριστῶ πού πόνεσες ἐπάνω στόν σταυρό, γιά νά μοῦ δείχνεις ἀδιάψευστα πώς τέρμα τῆς δοκιμασίας εἶναι μόνο ἡ Ἀνάσταση στό ἐδῶ καί στό ἐπέκεινα• ἡ Ἀνάσταση ἀπ᾽ τήν ἀπελπισία, πού μαραίνει τήν ψυχή, καί ἀπό τά πάθη μου, πού κάνουν μόνο αὐτά τόν πόνο μου ἀβάσταχτο• κι ἡ Ἀνάσταση ἡ ἄλλη, ἡ αἰώνια, πού θά γευτῶ ὅταν, συμμέτοχη στό πάθος Σου σ᾽ αὐτήν ἐδῶ τή γῆ, θά κοινωνήσω μέ τή χάρη Σου στήν ἀτελεύτητη ὀμορφιά τῆς Βασιλείας Σου. Ἀμήν.
Μαρία Παστουρματζῆ