Τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ καί τά πάθη μας

 akanthino stefaniἩ πορεία τοῦ Χριστοῦ πρός τό ἑ­κού­σιο πάθος συνιστᾶ τό αἰώνιο ὑπό­δειγμα ἄκρας συνέ­πειας ἔργων καί λόγων. Σέ ἀν­τίθεση μέ πλεί­στους ὅσους φιλο­σό­φους καί φιλοσοφοῦντες προγενεστέρων αἰώνων καί κοινωνικούς ἀνα­λυ­τές καί μελετητές τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, τῆς ἀνύπαρκτης γιά πολ­λούς ἀπό αὐτούς, ὁ Χριστός ἀπευ­θύνθηκε καί ἀπευθύνεται στόν πονεμένο ἄνθρωπο μέ λόγια ἁπλά καί πλήρως κα­τανοητά. Δέν εἶναι συνε­πῶς τό ἀκα­τα­νόητο ἤ τό δυσνόητο τῶν λό­γων πού ἀπωθεῖ διαχρονικά τούς ἀνθρώ­πους, ἀλλά οἱ συνέπειες ἐκ τῆς ἀποδοχῆς αὐτῶν.
 Ὁ Χριστός καλεῖ δια­χρονικά τούς πι­στούς νά ἄρουν τόν σταυρό τους. Τί ἐν­νοεῖ; Γιατί δέν ἔκανε τόν λόγο του πιό ἑλκυστικό, παρηγορητικό ἤ ἐν­θουσιαστικό, ὥστε νά κερδίσει περισσό­τερο τή συμπάθεια τοῦ εὐμετάβλητου σέ κάθε ἐποχή λα­οῦ, ὁ ὁποῖος τελικά πέφτει θύμα τῶν δημα­γωγῶν; Ὁ Χριστός δέν ὑπῆρξε δη­μαγωγός ἤ δάσκαλος τῆς οὐ­τοπίας, ὅπως τόν χαρακτήρισαν κάποιοι ἐμπα­θεῖς ἤ ἀνήμποροι νά ἀπο­δεχθοῦν τόν λόγο Του. Ὁ Χριστός τό­νισε στόν Πι­λᾶτο• «εἰς τοῦ­το ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρ­τυ­ρή­σω τῇ ἀλη­θείᾳ» (Ἰω 18,37). Καί εἶναι ἀπο­δε­κτό ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή. Δέν ἦλθε νά πείσει μέ ἐπι­χειρήματα ἀν­θρώ­πινης σοφί­ας, γι’ αὐτό καί τό κήρυγμά του πολλοί τότε, συν­τρι­πτικά περισσότεροι σήμερα, τό χαρακτηρίζουν μω­ρία! Ἦλ­θε νά ἐλευθερώσει τόν ἄν­θρωπο, τόν δυ­ναστευόμενο ἀπό τή δου­λεία τοῦ δια­­βόλου, τόν αὐτοσταυ­ρού­μενο μέ τά βέλη τῶν ἁμαρτιῶν πού διαπράτ­τει.
 Ἡ μεγάλη τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅτι ἀπέκρουσε καί ἀποκρούει τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ στό ὄνομα τῆς προσ­ωπικῆς του ἐλευθερίας. Βλέπει παντοῦ στή δι­δα­σκαλία Του ἀπαγο­ρεύ­σεις στε­ρητικές αὐ­τῆς καί βαυκαλίζεται μέ τήν ψευδαί­σθηση τῆς ἐλευθερίας στήν ἀπόρ­ριψή της. Καί ὅμως ὁ Χρι­στός ὑπῆρξε ὁ μόνος πού συμ­πόνεσε τόν λαό, πού τόν εἶδε ὡς πρόβατα χωρίς ποι­μένα κα­ταδυ­να­στευ­όμενο ἀπό τόν ἀρ­χέκακο διάβολο καί τά ὄργανά του, πού ἀ­σκοῦ­σαν καί ἀσκοῦν στόν ἴδιο βαθμό τίς ἐξουσίες ἐπάνω στή γῆ! Ὁ Χριστός δέν ἐπωφελήθηκε στό ἐλάχιστο ἀπό τόν ἐν­τυπω­σια­σμό τοῦ λαοῦ καί τήν προ­σή­λωση στό πρόσωπό Του ὥς καί λίγες ἡ­μέρες πρίν ἀπό τόν θάνατό Του. Γνώ­ριζε ὅτι οἱ δημαγωγοί θά ἐξέρχονταν νικητές γιά μία ἀκόμη φορά καί θά ἔπει­θαν τόν λαό νά κραυγάσει «σταύ­ρωσον, σταύρωσον». Ὁ Χριστός πορεύ­θηκε πρός τό πάθος καί ἔκτεινε τά χέρια στόν σταυρό δείχνοντας τήν ἀπέ­ραντη ἀγάπη του πρός τόν πάσχοντα ἄνθρω­πο• ἀκόμη καί πρός ἐκεῖνον πού δέν εἶχε τή συναίσθηση ὅτι πάσχει, τόν ἐμπαθῆ ἄρχοντα τοῦ Ἰσραήλ, πού τόν ὁ­δή­γησε στήν καταδίκη, ἐπειδή διέψευσε τό ὅρα­μά του νά τοῦ προσφέρει ἐγκόσμια ἐξουσία. Τό θαυ­μαστό καί παρα­βλεπό­μενο «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς• οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Ἰω 23,34), τό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνει ὁ πρω­τομάρτυρας διά­κονος Στέ­φανος μέ τό «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρ­τίαν ταύτην» (Πρξ 7,60), εἶναι τό μεγάλο θαῦμα τῆς ἀγάπης. Ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος προ­τιμᾶ τό μίσος ἀπό τήν ἀγάπη, τήν ὁ­ποία στίς σύγχρονες γλῶσσες ἔχει ὑπο­βιβάσει καί ταυτίσει μέ τόν ἔρωτα, σέ πρώτη φάση, μέ τή γενετήσια ἱκανο­ποί­ηση, τελικά.
 Ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται νά σηκώσει τόν σταυ­ρό τοῦ Χριστοῦ. Προτιμᾶ νά σηκώ­νει κάποιον ἄλλον, κατά πολύ πιό βαρύ καί κατα­θλιπτικό, ἐπαιρό­μενος συν­άμα γιά τήν ἀποτίναξη τῶν παν­τοί­ων ζυγῶν. Ἀμετανόητος παρα­μένει δοῦλος τῶν πα­θῶν του, βασικό­τερα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι ἡ φι­λαργυρία, ἡ φιληδονία καί ἡ φιλοδοξία. Κυ­ρι­ευμένος ἀπό τή φιλαργυρία, διακηρύσσει τά περί ἰσότητας καί δικαιοσύνης, ὅμως ὁδηγεῖ μέ τήν ἀπλη­στία του τούς συν­ανθρώπους του στήν ἔ­σχατη ἔνδεια. Κυριευμένος ἀπό τή φιληδονία ὁδη­γεῖται στήν αὐτοκατα­στρο­φή του προσ­φέ­ροντας τόν ἑαυτό του θυσία στόν βωμό τῶν ἀκό­ρεστων ἡδονῶν του. Κυριευμένος ἀπό τή φι­­λο­δoξία, αἱματοκυλίει τήν ἀνθρωπό­τητα σπέρ­νοντας παντοῦ τόν θάνατο καί τήν ὑ­πο­δού­λωση στό ὄνο­μα τῆς ἐλευθερίας, τήν ὁποία κα­τανοεῖ μόνο κατά τήν οἰκονο­μική της διάσταση.
 Κάποιοι κοινωνικοί ἀναλυτές, ἀνήμ­ποροι νά ἑρμηνεύσουν τήν ἀνθρώπινη τραγω­δί­α, χρησιμο­ποιοῦν ὅρους ὑλι­στικῆς φιλοσοφίας καί θεωροῦν τόν ἐμ­παθῆ δήμιο τῶν συνανθρώπων του κα­τα­δικαστέο στό ὄνομα τοῦ φυσικοῦ δικαίου, τοῦ ἀνύπαρ­κτου δηλαδή, καί δικαιώνουν τό θύμα παραβλέποντας δυό ἄκρως σημαντικές πτυχές τοῦ ἀνθρώ­πινου προσώπου: 1) Οἱ θύτες εἶναι συνάμα καί θύματα. 2) Τά θύματα εἶναι ἐν δυ­νάμει θύτες, ὅταν ζοῦν μέ τό ὄνειρο νά περάσουν στή χορεία τῶν πρώτων.
 Ὑπό τίς συνθῆκες αὐτές ὁ πόνος εἶναι ἀφό­ρητος γιά θύτες καί θύματα. Καί φυ­σικά δέν κάνει διάκριση στίς ἐπισκέψεις του, ἄν καί πα­ρου­σι­ά­ζεται ὑπό διαφορε­τικές μορφές. Ἡ προσ­πάθεια φυγῆς ἀπό τόν πόνο χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο χωρίς Θεό. Οἱ ἔχοντες προσφεύγουν στίς μεσσι­α­νικές διακηρύξεις κάποιων ἐπι­στη­μόνων, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἀδυνατοῦν νά προσφέρουν θεραπεία τῆς ψυχῆς, τήν ὕ­παρξη τῆς ὁποίας ἀρνοῦνται ἤ ἀγνο­οῦν. Οἱ ἀπόκληροι ἀποδέχονται τή «μοίρα» τους χωρίς ἐλπίδα συντριβό­μενοι ἀπό τήν ἀνέχεια, στήν ὁποία τούς ὁδήγησε ἡ ἀ­πλη­στία τῶν ὀλίγων.
 Καί οἱ μέν καί οἱ δέ παραλύουν μπρο­στά στόν ἀκραῖο ἀνθρώπινο πόνο, τόν θάνατο. Μή ἔχοντες ἐλπίδα ἐπιχειροῦν νά προσφέρουν στόν ἑαυτό τους κάποια ψεύτικη παρηγοριά ἐπιτι­θέ­μενοι συνάμα κατά τοῦ Χριστοῦ. Τί φοβερό, ὁ ἀνα­στάσιμος παι­άνας «Χριστός ἀνέ­στη» νά ἠχεῖ γιά τούς αὐτο­σταυ­ρού­μενους δού­λους τῶν πα­θῶν ὡς πένθιμο ἐμβατή­ριο! Πόσο τραγικό νά πεθαίνει κάποιος σταυ­ρωμένος χωρίς ἐλπίδα ἀνά­στασης!

 
Ἀπόστολος Παπαδημητρίου