Ἡ πορεία τοῦ Χριστοῦ πρός τό ἑκούσιο πάθος συνιστᾶ τό αἰώνιο ὑπόδειγμα ἄκρας συνέπειας ἔργων καί λόγων. Σέ ἀντίθεση μέ πλείστους ὅσους φιλοσόφους καί φιλοσοφοῦντες προγενεστέρων αἰώνων καί κοινωνικούς ἀναλυτές καί μελετητές τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, τῆς ἀνύπαρκτης γιά πολλούς ἀπό αὐτούς, ὁ Χριστός ἀπευθύνθηκε καί ἀπευθύνεται στόν πονεμένο ἄνθρωπο μέ λόγια ἁπλά καί πλήρως κατανοητά. Δέν εἶναι συνεπῶς τό ἀκατανόητο ἤ τό δυσνόητο τῶν λόγων πού ἀπωθεῖ διαχρονικά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά οἱ συνέπειες ἐκ τῆς ἀποδοχῆς αὐτῶν.
Ὁ Χριστός καλεῖ διαχρονικά τούς πιστούς νά ἄρουν τόν σταυρό τους. Τί ἐννοεῖ; Γιατί δέν ἔκανε τόν λόγο του πιό ἑλκυστικό, παρηγορητικό ἤ ἐνθουσιαστικό, ὥστε νά κερδίσει περισσότερο τή συμπάθεια τοῦ εὐμετάβλητου σέ κάθε ἐποχή λαοῦ, ὁ ὁποῖος τελικά πέφτει θύμα τῶν δημαγωγῶν; Ὁ Χριστός δέν ὑπῆρξε δημαγωγός ἤ δάσκαλος τῆς οὐτοπίας, ὅπως τόν χαρακτήρισαν κάποιοι ἐμπαθεῖς ἤ ἀνήμποροι νά ἀποδεχθοῦν τόν λόγο Του. Ὁ Χριστός τόνισε στόν Πιλᾶτο• «εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω 18,37). Καί εἶναι ἀποδεκτό ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή. Δέν ἦλθε νά πείσει μέ ἐπιχειρήματα ἀνθρώπινης σοφίας, γι’ αὐτό καί τό κήρυγμά του πολλοί τότε, συντριπτικά περισσότεροι σήμερα, τό χαρακτηρίζουν μωρία! Ἦλθε νά ἐλευθερώσει τόν ἄνθρωπο, τόν δυναστευόμενο ἀπό τή δουλεία τοῦ διαβόλου, τόν αὐτοσταυρούμενο μέ τά βέλη τῶν ἁμαρτιῶν πού διαπράττει.
Ἡ μεγάλη τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅτι ἀπέκρουσε καί ἀποκρούει τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ στό ὄνομα τῆς προσωπικῆς του ἐλευθερίας. Βλέπει παντοῦ στή διδασκαλία Του ἀπαγορεύσεις στερητικές αὐτῆς καί βαυκαλίζεται μέ τήν ψευδαίσθηση τῆς ἐλευθερίας στήν ἀπόρριψή της. Καί ὅμως ὁ Χριστός ὑπῆρξε ὁ μόνος πού συμπόνεσε τόν λαό, πού τόν εἶδε ὡς πρόβατα χωρίς ποιμένα καταδυναστευόμενο ἀπό τόν ἀρχέκακο διάβολο καί τά ὄργανά του, πού ἀσκοῦσαν καί ἀσκοῦν στόν ἴδιο βαθμό τίς ἐξουσίες ἐπάνω στή γῆ! Ὁ Χριστός δέν ἐπωφελήθηκε στό ἐλάχιστο ἀπό τόν ἐντυπωσιασμό τοῦ λαοῦ καί τήν προσήλωση στό πρόσωπό Του ὥς καί λίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τόν θάνατό Του. Γνώριζε ὅτι οἱ δημαγωγοί θά ἐξέρχονταν νικητές γιά μία ἀκόμη φορά καί θά ἔπειθαν τόν λαό νά κραυγάσει «σταύρωσον, σταύρωσον». Ὁ Χριστός πορεύθηκε πρός τό πάθος καί ἔκτεινε τά χέρια στόν σταυρό δείχνοντας τήν ἀπέραντη ἀγάπη του πρός τόν πάσχοντα ἄνθρωπο• ἀκόμη καί πρός ἐκεῖνον πού δέν εἶχε τή συναίσθηση ὅτι πάσχει, τόν ἐμπαθῆ ἄρχοντα τοῦ Ἰσραήλ, πού τόν ὁδήγησε στήν καταδίκη, ἐπειδή διέψευσε τό ὅραμά του νά τοῦ προσφέρει ἐγκόσμια ἐξουσία. Τό θαυμαστό καί παραβλεπόμενο «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς• οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Ἰω 23,34), τό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνει ὁ πρωτομάρτυρας διάκονος Στέφανος μέ τό «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πρξ 7,60), εἶναι τό μεγάλο θαῦμα τῆς ἀγάπης. Ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος προτιμᾶ τό μίσος ἀπό τήν ἀγάπη, τήν ὁποία στίς σύγχρονες γλῶσσες ἔχει ὑποβιβάσει καί ταυτίσει μέ τόν ἔρωτα, σέ πρώτη φάση, μέ τή γενετήσια ἱκανοποίηση, τελικά.
Ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται νά σηκώσει τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Προτιμᾶ νά σηκώνει κάποιον ἄλλον, κατά πολύ πιό βαρύ καί καταθλιπτικό, ἐπαιρόμενος συνάμα γιά τήν ἀποτίναξη τῶν παντοίων ζυγῶν. Ἀμετανόητος παραμένει δοῦλος τῶν παθῶν του, βασικότερα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι ἡ φιλαργυρία, ἡ φιληδονία καί ἡ φιλοδοξία. Κυριευμένος ἀπό τή φιλαργυρία, διακηρύσσει τά περί ἰσότητας καί δικαιοσύνης, ὅμως ὁδηγεῖ μέ τήν ἀπληστία του τούς συνανθρώπους του στήν ἔσχατη ἔνδεια. Κυριευμένος ἀπό τή φιληδονία ὁδηγεῖται στήν αὐτοκαταστροφή του προσφέροντας τόν ἑαυτό του θυσία στόν βωμό τῶν ἀκόρεστων ἡδονῶν του. Κυριευμένος ἀπό τή φιλοδoξία, αἱματοκυλίει τήν ἀνθρωπότητα σπέρνοντας παντοῦ τόν θάνατο καί τήν ὑποδούλωση στό ὄνομα τῆς ἐλευθερίας, τήν ὁποία κατανοεῖ μόνο κατά τήν οἰκονομική της διάσταση.
Κάποιοι κοινωνικοί ἀναλυτές, ἀνήμποροι νά ἑρμηνεύσουν τήν ἀνθρώπινη τραγωδία, χρησιμοποιοῦν ὅρους ὑλιστικῆς φιλοσοφίας καί θεωροῦν τόν ἐμπαθῆ δήμιο τῶν συνανθρώπων του καταδικαστέο στό ὄνομα τοῦ φυσικοῦ δικαίου, τοῦ ἀνύπαρκτου δηλαδή, καί δικαιώνουν τό θύμα παραβλέποντας δυό ἄκρως σημαντικές πτυχές τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου: 1) Οἱ θύτες εἶναι συνάμα καί θύματα. 2) Τά θύματα εἶναι ἐν δυνάμει θύτες, ὅταν ζοῦν μέ τό ὄνειρο νά περάσουν στή χορεία τῶν πρώτων.
Ὑπό τίς συνθῆκες αὐτές ὁ πόνος εἶναι ἀφόρητος γιά θύτες καί θύματα. Καί φυσικά δέν κάνει διάκριση στίς ἐπισκέψεις του, ἄν καί παρουσιάζεται ὑπό διαφορετικές μορφές. Ἡ προσπάθεια φυγῆς ἀπό τόν πόνο χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο χωρίς Θεό. Οἱ ἔχοντες προσφεύγουν στίς μεσσιανικές διακηρύξεις κάποιων ἐπιστημόνων, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἀδυνατοῦν νά προσφέρουν θεραπεία τῆς ψυχῆς, τήν ὕπαρξη τῆς ὁποίας ἀρνοῦνται ἤ ἀγνοοῦν. Οἱ ἀπόκληροι ἀποδέχονται τή «μοίρα» τους χωρίς ἐλπίδα συντριβόμενοι ἀπό τήν ἀνέχεια, στήν ὁποία τούς ὁδήγησε ἡ ἀπληστία τῶν ὀλίγων.
Καί οἱ μέν καί οἱ δέ παραλύουν μπροστά στόν ἀκραῖο ἀνθρώπινο πόνο, τόν θάνατο. Μή ἔχοντες ἐλπίδα ἐπιχειροῦν νά προσφέρουν στόν ἑαυτό τους κάποια ψεύτικη παρηγοριά ἐπιτιθέμενοι συνάμα κατά τοῦ Χριστοῦ. Τί φοβερό, ὁ ἀναστάσιμος παιάνας «Χριστός ἀνέστη» νά ἠχεῖ γιά τούς αὐτοσταυρούμενους δούλους τῶν παθῶν ὡς πένθιμο ἐμβατήριο! Πόσο τραγικό νά πεθαίνει κάποιος σταυρωμένος χωρίς ἐλπίδα ἀνάστασης!
Ἀπόστολος Παπαδημητρίου