Στέκεται ὁρόσημο στήν ἱστορία τῆς Νάουσας ἐκείνη ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς 19ης Φεβρουαρίου τοῦ 1822. Ὅλο τό δυναμικό τῆς πόλεως, 18.000 ἄνθρωποι, στό μητροπολιτικό ναό τοῦ ἁγίου Δημητρίου μέ τόν ἐπίσκοπο Ζαχαρία, δονοῦν τόν τόπο μέ τό κραυγαλέο σύνθημα «Ἐλευθερία ἤ θάνατος», ὅταν μετά τή θεία Λειτουργία ὁ πρόκριτος Ζαφειράκης Λογοθέτης ὑψώνη τή σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως. Κι ἀρχίζει τότε ἡ ἀναμέτρησι μέ τόν Ἀγαρηνό, ἕνα κονταροχτύπημα ὅπου ὁ καθένας δίνει τίς ἐξετάσεις του.
Ξεσηκώνεται ἡ Νάουσα μέ πρωτοπαλλήκαρα τό Γερο-Καρατάσο, τό Ζαφειράκη καί τόν Ἀγγελῆ Γάτσο. Καιροφυλακτεῖ ὁ ἀντίπαλος, ὁ αἱμοδιψής Ἐμπού Λουμπούτ μέ τό ἰσχυρό ἀσκέρι του, 17.000 Τουρκαλβανούς. Ἕνας ἄγριος πόλεμος διεξάγεται ἐπί δύο μῆνες. Ἀξιέπαινες καί λαμπρές οἱ ἐπιτυχίες τῶν Ναουσαίων. Μά, δέν προτάσσουν τά στήθη τους στόν Τοῦρκο δυνάστη μόνον οἱ ἄνδρες. Πλάι τους στέκονται πιστές κι ἀφοσιωμένες οἱ Ναουσαῖες γυναῖκες. Ἔχει καιρό πού ἄφησαν τίς ἑστίες τους, παραμέρισαν τρυφερότητες κι εὐαισθησίες καί ξεπερνώντας τή φύσι τους ἔτρεξαν στό κάλεσμα τῆς πατρίδος.
Νά ᾿τες ταμπουρωμένες μαζί μέ τά παιδιά τους στόν πύργο τοῦ Ζαφειράκη. Ἄϋπνα τά παλληκάρια, δίχως ψωμί καί νερό γιά τρία μερόνυχτα, βαστοῦν γερά τήν ἄμυνα τοῦ πύργου. Στή σκληρότητα καί τήν ἀπελπισία τῶν στιγμῶν, ἡ παρουσία τῆς Ναουσαίας μία δροσερή, ἁπαλή αὔρα γιά τούς πολεμιστές. Ψυχή τῆς ἄμυνας, κινητήριος μοχλός ἡ θαυμαστή Ζαφειράκαινα, πού δέν κουράζεται μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες νά ἐφοδιάζη διαρκῶς τούς ἄνδρες μέ βόλια. Κι ὅταν αὐτοί ἀφήνουν τόν πύργο, γιά νά δώσουν ἀλλοῦ τή μάχη, αὐτές γίνονται οἱ φρουροί τῆς ἔπαλξης.
Ἀλλά τά βόλια τέλειωσαν κι οἱ κλαγγές τῶν ὅπλων ἔπαψαν κι ἀρχίζει γιά τήν καπετάνισσα Ζαφειράκαινα, τήν κόρη της Εὐθυμία, τήν Καρατάσαινα, τή Γάτσαινα καί γιά πολλές ἄλλες ἀρχόντισσες θρυλική Ὀδύσσεια. Ἁλυσοδεμένες ἀποχαιρετοῦν τά φίλτατα πατρικά τους χώματα, πού γεύονται τή θηριωδία καί τίς ὠμότητες τοῦ κατακτητῆ, γιά νά δοκιμάσουν μέ τή σειρά τους στή Θεσσαλονίκη, σέ προσωπικό πλέον ἐπίπεδο, ὅλη τή βαναυσότητα καί τό σαδισμό τοῦ Λουμπούτ. Τό δαιμονικό του πνεῦμα ἔχει καταστρώσει τό εἶδος τοῦ μαρτυρίου τους.
Στ᾿ ἀλήθεια, τόσο μελανό τό σκηνικό πού ξετυλίγεται σ᾿ ἕναν τοῖχο τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, ὥστε ὁ Γάλλος Πουκεβίλ ἐξιστορώντας το ὁμολογεῖ «φρικιῶ ἀναγράφων». Σ᾿ ἐκείνη τήν ἱστορική ἐκκλησία δύο γυναῖκες κτίζονται ζωντανές. Μόνο τά κεφάλια τους ξεχωρίζουν. Εἶνε ἡ Ζαφειράκαινα καί ἡ Γάτσαινα μέ ὄψι ἀγνώριστη. Ἀλειμμένα τά πρόσωπά τους μέ μέλι ἄφθονο συνέχεια πολιορκοῦνται ἀπό ἕνα σμῆνος σφῆκες, ἐνῶ συγχρόνως τό καταπονημένο σῶμα τους θερίζεται ἀπό τά σκουλήκια. Ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα στόν ἔσχατο ἐξευτελισμό της! Κι ὁ Ἀγαρηνός τάζει λύτρωσι στίς μελλοθάνατες μ᾿ ἕναν ὅρο· νά προσκυνήσουν τόν Ἀλλάχ. Οἱ μέρες διαβαίνουν, μά αὐτές δέν προσκυνοῦν. Ἀλλά, τί κρίμα, τήν τρίτη μέρα ἡ λιποψυχία τῆς Γάτσαινας ἀμαυρώνει πιότερο τό σκηνικό μας. Δίκαια ὁ ποιητής λαός μας θά τῆς ἀπευθύνη σκληρά τά λόγια· «Ἡ Γάτσαινα ἐτούρκεψε καί σέ χαρέμι μπῆκε. Κρίμα στόν ἄντρα σ᾿ Γάτσαινα, προδότρα, ἀλλαξοπίστρα».
Ἀλύγιστη ὅμως ἡ καρδιά κι ἄκαμπτο τό φρόνημα τῆς Ζαφειράκαινας ἕως τήν πέμπτη μέρα, πού ὁλοκληρώθηκε τό μαρτύριό της. Ἀπάνθρωπος κι ὁ θάνατος τῆς Καρατάσαινας πού ἐξέπνευσε μέσα σ᾿ ἕνα σάκκο γεμᾶτο ἀπό φίδια. Ἀλλά καί σ᾿ αὐτή τήν ὀδυνηρή κατάστασι πού βρισκόταν, ἡ σύζυγος τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου «δέν ἔπαυσε», ὑπογραμμίζει ὁ Πουκεβίλ, «νά προσεύχεται θερμῶς ὑπέρ τῶν δημίων της, ἐπικαλουμένη τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας».
Καί καταλήγει· «Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναί γυναῖκες». Πόσο ἔχει ἀνάγκη ἡ γυναίκα τοῦ σήμερα νά ἐπιστρέψη στίς ρίζες τῆς Φυλῆς μας καί νά εὐθυγραμμισθῆ στά βήματα τῶν προγόνων μας, γιά νά κρατήση ἀλώβητα, ἄπαρτα τά δύο μεγάλα μεγέθη· τήν πίστι στόν Θεό καί τήν ἀγάπη στήν πατρίδα!
Ἑλληνίς
Ἀπολύτρωσις 51 (1996) 46-47