Μιά ἀπό τίς κατηγορίες τῶν φαρισαίων σέ βάρος τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὅτι ὁ Χριστός συναναστρεφόταν τούς τελῶνες. Οἱ τελῶνες εἶχαν τή γενική καταφρόνια τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Θεωροῦνταν δοσίλογοι καί ἁμαρτωλοί, διότι συνεργάζονταν μέ τίς ἀρχές τῆς ρωμαϊκῆς κατοχῆς στήν εἴσπραξη τῶν φόρων, πού γινόταν στίς λαϊκές ἀγορές τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Δηλαδή ἦταν δοσίλογοι ὡς ἐθνικοί μειοδότες καί ἁμαρτωλοί ὡς παραβάτες τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, πού ὅριζε ὁ μωσαϊκός νόμος.
Ὁ Χριστός δέν περιφρονοῦσε κανέναν ἄνθρωπο καί φυσικά οὔτε τούς τελῶνες. Μερικούς ἀπό αὐτούς μάλιστα τούς ἔκαμε ἀποστόλους του, ὅπως τόν ἀπόστολο Ματθαῖο. Πήγαινε στά σπίτια τους, ὅπως ἔκαμε στήν περίπτωση τοῦ ἀρχιτελώνη Ζακχαίου. Συμμετεῖχε στά δεῖπνα πού ὀργάνωναν καί συνέτρωγε μαζί τους. Ἡ συμπεριφορά αὐτή τοῦ Χριστοῦ ἦταν πρόκληση γιά τούς φαρισαίους, πού εἶχαν θεοποιήσει τήν τυπική ἐφαρμογή τοῦ νόμου. Σχολίαζαν πικρόχολα στούς μαθητές του Κυρίου: Γιατί ὁ διδάσκαλός σας συντρώγει μέ τελῶνες, πού εἶναι ἁμαρτωλοί; Ὁ Χριστός ἀπέκρουε τήν κατηγορία τῶν φαρισαίων μέ τόν ἰσχυρισμό ὅτι ὁ ρόλος του ἦταν νά θεραπεύει τούς ἀνθρώπους καί ὄχι νά τούς κρίνει. Ἔπρεπε ἑπομένως νά μή σταθεῖ στόν τύπο, πού ἐπέβαλε τήν περιφρόνηση τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλά νά προχωρήσει στή οὐσία, πού ἦταν ὅτι καί οἱ τελῶνες ὡς παιδιά τοῦ Θεοῦ χρειάζονταν θεραπεία καί σωτηρία.
Ἄλλη βασική κατηγορία τῶν φαρισαίων ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὅτι ὁ Χριστός ὁ ἴδιος παραβίαζε τήν ἀργία πού ὅριζε ὁ μωσαϊκός νόμος, διότι θεράπευε ἀρρώστους τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Πράγματι ὁ Κύριος ἔκαμε πολλές θεραπεῖες ἡμέρα Σαββάτου. Θεράπευσε τόν ἐκ γενετῆς τυφλό, τόν παράλυτο πού τοῦ εἶπε μάλιστα νά κουβαλήσει τό κρεβάτι του μέρα ἀργίας, τή συγκύπτουσα καί τόν χωλό στή συναγωγή κτλ. Τό ἐπιχείρημα τοῦ Κυρίου ἦταν ὅτι ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου ἦταν ἕνας τύπος, πού ἔγινε γιά νά ἐξυπηρετεῖ τόν ἄνθρωπο καί ὄχι νά τόν καταδυναστεύει. Ἔβαζε δηλαδή τόν ἄνθρωπο πάνω ἀπό κάθε νομική διάταξη. Προτιμοῦσε τήν οὐσία πού ἐξυπηρετοῦσε τόν ἄνθρωπο καί ὄχι τόν τύπο πού τόν ταλαιπωροῦσε.
Ἀκόμα καί ἄλλες κατηγορίες σχετικές μέ παράβαση τυπικῶν διατάξεων τοῦ νόμου διατύπωναν οἱ φαρισαῖοι ἐναντίον τοῦ Κυρίου. Τόν κατηγοροῦσαν ὅτι δέν νήστευε ὅπως ὅριζε ὁ νόμος, ὅτι δέν τηροῦσε τούς κανόνες καθαρμοῦ πρίν ἀπό τό γεῦμα καί τό δεῖπνο κτλ. Ὁ Χριστός σέ ὅλες τίς περιπτώσεις τῶν κατηγοριῶν αὐτῶν ὑπενθύμιζε τόν προφητικό λόγο «ἔλεον θέλω καί οὐ θυσίαν». Δηλαδή ἀπέκρουε τίς φαρισαϊκές κατηγορίες μέ τή θέση ὅτι ὁ Θεός δέν ζητᾶ ἀπό τούς ἀνθρώπους δυσβάστακτα βάρη καί ἐξωτερικές τυπολατρίες, ἀλλά ἀγάπη καί εἰλικρινῆ εὐσέβεια.
Εἶναι πάρα πολύ σημαντική ἡ θέση αὐτή τοῦ Κυρίου καί μᾶς ἀφορᾶ ὅλους. Γι’ αὐτό τά ἱερά εὐαγγέλια περιέσωσαν τά περιστατικά πού τήν προκάλεσαν. Κάποιες φορές μερικοί χριστιανοί φαρισαΐζουμε, χωρίς ἴσως νά τό καταλαβαίνουμε. Περιορίζουμε τή χριστιανικότητά μας σέ σκέτη τυπολα¬τρία ἤ τό πολύ-πολύ σέ ξερή καθηκοντολογία.
Νομίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος γίνεται σωστός χριστιανός μόνο καί μόνο μέ τήν ἐξωτερική συμμόρφωσή του πρός τίς λατρευτικές καί ἠθικές διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας. Ξεχνοῦμε τή βεβαίωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅτι τίποτε δέν εἴμαστε καί ὅταν ἀκόμα φτάσουμε τούς ἀγγέλους σέ γλωσσολαλιές καί ὅταν ψωμίσουμε ὅλα τά ὑπάρχοντά μας καί τά διανείμουμε στούς φτωχούς, ἐάν δέν ἔχουμε ἀγάπη μέσα μας. Δέν καταλαβαίνουμε ὅτι, ὅταν ὑπερτονίζουμε τήν ἐξωτερική συμμόρφωσή μας σέ τύπους καί νόμους, κινδυνεύουμε νά περιπέσουμε στή δαιμονική ψευδαίσθηση τῆς αὐτάρκειας. Δηλαδή ἐπειδή τηροῦμε τίς τυπικές διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας, φτάνουμε κάποτε νά νιώθουμε ὅτι μέ τό σπαθί μας κερδίζουμε καί τή σωτηρία. Γι’ αὐτό στίς περιπτώσεις αὐτές δυσκολευόμαστε νά εὐγνωμονοῦμε «ἐκ βαθέων» τόν Θεό. Γιατί δέν αἰσθανόμαστε τή δωρεά Του.
Ὅμως ὅταν οἱ Χριστιανοί καταληφθοῦν ἀπό τήν ψευδαίσθηση αὐτή, ὅτι μέ τή δική τους τήρηση τῶν νόμων ἐξασφαλίζουν τή χριστιανικότητα, μοιραῖα καταλαμβάνονται ἀπό τήν σατανική ἔπαρση· ξεχωρίζουν τούς ἑαυτούς τους ἀπό τούς ἄλλους· θεωροῦν ἁμαρτωλούς καί καταδικασμένους ὅσους δέν συμφωνοῦν μαζί τους στήν τυπολατρική καί νομικίστικη νοοτροπία τους, περιχαρακώνονται σέ κλειστές κάστες, ἀποκόπτονται ἀπό τήν ἐνοριακή Ἐκκλησία, αὐτοθεωροῦνται οἱ «ἐλίτ» τῆς Ἐκκλησίας, θυμίζουν μέ τή συμπεριφορά καί τό ἦθος τους τήν ἄψογη ἐμφάνιση, ἀλλά ὕπουλη καί δολερή ψυχή τῶν φαρισαίων. Εἶναι οἱ χριστιανοί τῶν τύπων, πού δέν γεύτηκαν, παρ’ ὅλες τίς ἐπίπονες ἴσως προσπάθειές τους, τή χαρά καί τήν οὐσία τῆς γνήσιας χριστιανικότητας.
Ὑπάρχουν καί μερικοί ἄλλοι χριστιανοί, πού ἀπό ἀντίθεση πρός τούς φαρισαΐζοντες κάθε ἐποχῆς, καταντοῦν στό ἄλλο ἄκρο. Περιφρονοῦν κάθε ἠθική καί λατρευτική τάξη τῆς Ἐκκλησίας ὡς δῆθεν ὑποκριτική τυπολατρία καί σκοταδιστικό ἠθικισμό. Ὁμιλοῦν γενικά καί ἀόριστα καί «κουλτουριάρικα» γιά κάποια ἀφηρημένη καί ἀπροσδιόριστη ἐσωτερικότητα ἤ γιά κάποια οἰκονομικίστικη κατευθυνόμενη ἀπό τήν Πολιτεία κοινωνικότητα καί θεωροῦν αὐτές τίς «κενολογίες» ὡς τή γνήσια χριστιανικότητα. Θεωροῦν γενικά τελείως ἄχρηστους τούς τύπους στήν ἐκκλησιαστική λατρεία· ἀποκρούουν ὡς ἀναχρονιστικές τίς ἠθικές ἐπιταγές τῆς Ἐκκλησίας. Μέ πρόφαση τήν ἐλευθερία, ἐπινοοῦν κάποιο Χριστιανισμό κομμένο καί ραμμένο στά μέτρα τῆς ἰδιοσυγκρασίας καί τῆς νοοτροπίας τῆς ἐποχῆς καί τῆς συντροφιᾶς τους.
Πρέπει νά τό ποῦμε ξεκάθαρα. Βρίσκονται σέ πλάνη καί οἱ πρῶτοι καί οἱ δεύτεροι. Οἱ τυπολάτρες καταντοῦν φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς μας. Οἱ ἀρνητές τῶν ἐκκλησιαστικῶν τύπων καί ἠθικῶν διαταγῶν εἶναι οἱ εἰκονοκλάστες τῶν καιρῶν μας, γίνονται οὐσιαστικά ἀρνητές τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι βέβαιο, ὅτι ὁ τύπος χωρίς οὐσία σίγουρα ὁδηγεῖ στήν εἰδωλολατρία, στόν φανατισμό καί τόν σκοταδισμό. Ἀλλ’ ἐξ ἴσου βέβαιο εἶναι ὅτι καί ἡ παντελής ἄρνηση τῶν τύπων καί τῶν ἠθικῶν ἐπιταγῶν, σίγουρα ὁδηγεῖ σέ ἀπώλεια τῆς οὐσίας τῆς χριστιανικότητας. Ἀσφαλῶς ἐκεῖνο πού ἔχει ἀξία στό αὐγό εἶναι τό ἐσωτερικό του καί ὄχι τό τσόφλι· ἀλλά ἐξ ἴσου σίγουρο εἶναι ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει τό ἐσωτερικό τοῦ αὐγοῦ χωρίς τό τσόφλι του. Ἔτσι γίνεται καί μέ τό θέμα τῆς οὐσίας καί τῶν τύπων στήν ἐκκλησιαστική ζωή.
Οὐσία τῆς γνήσιας χριστιανικότητας, τῆς πραγματικῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ πνευματική καί βουλητική καί σωματική ἕνωση τοῦ χριστιανοῦ μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Ἡ τριπλή αὐτή ἕνωση κάνει τόν ἄνθρωπο πραγματικά «καινή κτίση», θεανθρώπινη ὕπαρξη, πού συμπεριφέρεται στόν κόσμο μέ τιμή καί μέ σεβασμό καί μέ ἀρωγή πρός ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους, πρός τούς δικαίους καί πρός τούς ἀδίκους, πρός τούς εὐσεβεῖς καί πρός τούς ἁμαρτωλούς.
Ὅμως στή γνήσια αὐτή ἐκκλησιαστική ζωή, στό πνευματικό καί βουλητικό καί σωματικό αὐτό μπόλιασμα τοῦ χριστιανοῦ μέ τόν Χριστό δέν φτάνει ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του καί θεωρητικά. Χρειάζεται βοήθεια, καθοδήγηση, συμπαράσταση. Ἀκριβῶς αὐτή τή βοήθεια πού χρειάζεται ὁ χριστιανός στήν πορεία του πρός τήν χριστοποίηση τήν προσφέρει ἡ Ἐκκλησία μέ τούς λατρευτικούς τύπους της καί μέ τούς ἠθικούς κανόνες της. Χωρίς τά μέσα αὐτά τῆς Ἐκκλησίας, δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά βρεῖ τή λύτρωσή του. Ἀλλά καί ὅταν στέκεται μόνο στά μέσα αὐτά ὁ χριστιανός καί ξεχνᾶ τόν στόχο του, καί τότε ἐκτρέπεται ἀπό τόν προορισμό του.
Τό σωστό, λοιπόν, εἶναι: οἱ χριστιανοί νά μή μένουν προσκολλημένοι δουλικά στούς τύπους καί στά ἐξωτερικά μόνο καθήκοντα, πού δέν ἀλλάζουν τό βάθος τῆς ὑπάρξεώς τους. Ἀλλά καί νά μή περιπίπτουν στήν ψευδαίσθηση ὅτι μόνοι τους θά τά καταφέρουν, χωρίς τήν ἐκκλησιαστική τάξη. Νά τηροῦν τήν ἐκκλησιαστική τάξη καί μέσα ἀπό αὐτήν νά στοχεύουν στήν ἕνωσή τους μέ τόν Χριστό, πού τούς μεταποιεῖ σέ σωστούς χριστιανούς, σέ ἁγίους πού σέβονται τόν Θεό καί τιμοῦν ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Δῆμος Ματσκίδης
Ἀπολύτρωσις 47 (1992) 145-147