«Πᾶς ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός, ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται». Ποιός εἶναι αὐτός πού δέν πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός; Αὐτός πού δέν ζῆ μέ τόν τρόπο πού παραγγέλλει ὁ Χριστός. Πολλοί λένε, πράγματι, πιστεύω· ἀλλά ἡ πίστη χωρίς ἔργα δέν σώζει. Καί ἔργο τῆς πίστεως εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη, ὅπως λέει ὁ ἀπ. Παῦλος· «καί πίστις δι' ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γα 5,6). Τά περασμένα ἔργα σου, πρίν πιστέψεις, ἤ ἦταν τιποτένια ἤ, ἄν φαίνονταν καλά, ἦταν μάταια. Ἄν μέν ἦταν τιποτένια, ἤσουν σάν ἕνας ἄνθρωπος χωρίς πόδια ἤ σάν αὐτόν πού δέν μποροῦν νά τόν κρατήσουν τά πόδια του· ἄν, πάλι, φαίνονταν καλά, πρίν πιστέψεις, ἔτρεχες βέβαια, ἀλλά μέ τό νά τρέχεις ἔξω ἀπό τόν δρόμο, περιπλανιόσουν μᾶλλον παρά ἔφθανες στόν σκοπό σου. Πρέπει, λοιπόν, καί νά τρέχουμε καί νά τρέχουμε στόν δρόμο. Ὅποιος τρέχει ἔξω ἀπό τόν δρόμο, τρέχει μάταια, καί μάλιστα μόνο πού κουράζεται. Τόσο περισσότερο περιπλανιέται, ὅσο περισσότερο τρέχει ἔξω ἀπό τόν δρόμο. Ποιός εἶναι ὁ δρόμος πού τρέχουμε; Ὁ Χριστός εἶπε· «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός». Ποιά ἡ πατρίδα πρός τήν ὁποία τρέχουμε; Ὁ Χριστός εἶπε· «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω 16,6). Τρέχεις αὐτόν, τρέχεις πρός αὐτόν, ἀναπαύεσαι σ’ αὐτόν.
Ἀλλά γιά νά τρέξουμε αὐτόν, ἐκτείνει τόν ἑαυτό του μέχρις ἑμᾶς· γιατί μακριά περιπλανιόμασταν καί μακριά ἀποδημούσαμε. Εἶναι μικρό τό ὅτι ζούσαμε μακριά σάν μετανάστες καί, ἄρρωστοι ἐμεῖς, δέν μπορούσαμε νά μετακινηθοῦμε; Ὁ γιατρός ἦρθε στούς ἀρρώστους καί δρόμος ἄνοιξε γιά τούς περιπλανώμενους. Ἄς δεχθοῦμε τή σωτηρία του, ἄς βαδίσουμε δι’ αὐτοῦ. Αὐτό σημαίνει νά πιστεύεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως πιστεύουν οἱ χριστιανοί πού δέν εἶναι μόνο στό ὄνομα χριστιανοί ἀλλά καί στά ἔργα καί στή ζωή· ὄχι ὅπως πιστεύουν οἱ δαίμονες, γιατί «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσιν», ὅπως λέει ἡ Γραφή (Ἰα 2,19). Τί περισσότερο μποροῦσαν νά πιστέψουν τά διαμόνια παρά, ὅπως ἔλεγαν, «οἶδά σε τίς εἶ, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ». Ὅ,τι εἶπαν τά διαμόνια, αὐτό εἶπε καί ὁ Πέτρος. Ὅταν ὁ Κύριος ζητοῦσε νά μάθει ποιός ἦταν καί πῶς τόν ὀνόμαζαν οἱ ἄνθρωποι, οἱ μαθηταί τοῦ ἀπάντησαν· «οἱ μέν Ἰωάννην τόν Βαπτιστήν, ἄλλοι δέ Ἠλίαν, ἕτεροι δέ Ἰερεμίαν ἤ ἕνα τῶν προφητῶν» κι ἐκεῖνος· «ὑμεῖς δέ τίνα με λέγετε εἶναι;». Ὁ Πέτρος ἀπάντησε «σύ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καί ἄκουσε ἀπό τόν Κύριο· «μακάριος εἶ, Σίμων…». Δέστε ποιοί ἔπαινοι ἀκολουθοῦν αὐτή τήν πίστη· «σύ εἶ Πέτρος…» (Μθ 16,13-18). «Πάνω σ’ αὐτή τήν πέτρα, εἶπε, θά οἰκοδομήσω τήν Ἐκκλησία μου». Μεγάλος ἔπαινος!
Λοιπόν, λέει ὁ Πέτρος· «σύ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καί οἱ δαίμονες λένε· «οἶδά σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ» (Λκ 4,34). Αὐτό ὁ Πέτρος, αὐτό καί τά δαιμόνια· τά ἴδια λόγια, ὄχι τό ἴδιο πνεῦμα. Ὁ Πέτρος τό εἶπε γιά νά περιβάλει μέ ἀγάπη τόν Χριστό· οἱ δαίμονες τό εἶπαν γιά νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό αὐτούς ὁ Χριστός. Γιατί, προτοῦ νά ποῦν· «οἴδαμεν τίς εἶ», εἶπαν «τί ἡμῖν καί σοί, Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρό καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» (Μθ 8,29). Ἄλλο, λοιπόν, εἶναι τό νά ὁμολογεῖς τόν Χριστό, γιά νά ἀπομακρύνεις ἀπό κοντά σου τόν Χριστό. Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, κανείς αἱρετικός νά μή σᾶς λέει· Κι ἐμεῖς πιστεύουμε. Γιατί, γι’ αὐτό ἀνέφερα παράδειγμα ἀπό τούς δαίμονες, γιά νά μή χαίρεσθε μέ τά λόγια ἐκείνων πού πιστεύουν, ἀλλά νά ἐξετάζετε τά ἔργα αὐτῶν πού εἶναι ζωντανοί.
Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
Εἰς τήν ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου, ὁμιλία 10η
PL 35,2054-5