Καίει ὁ αὐγουστιάτικος ἥλιος. Ἡ παραλία σφύζει ἀπό ζωή· κίνηση, βουητά καί γέλια. Μέ εὐφροσύνη ἀπολαμβάνω τά παιδιά πού παίζουν μέ τήν ἄμμο φτιάχνοντας διάφορες ἔξυπνες κατασκευές. Ἡ ἀνεμελιά καί ἡ παιδική τους ἀφέλεια σοῦ μεταγγίζει ἕνα δροσερό αἴσθημα ἀθωότητας. Ἕνα αἴσθημα πού ἔρχεται σέ τόση ἔντονη ἀντίθεση μέ τό ὑπόλοιπο περιβάλλον τῆς παραλίας! Θαρρεῖς κι οἱ ἄνθρωποι στή θάλασσα μαζί μέ τό κουστούμι τους ἀφαιροῦν ἀπό πάνω τους κάθε ἴχνος ντροπῆς, εὐγένειας, κοσμιότητας. Οἱ προκλητικές κινήσεις, οἱ κουβέντες, τά χάχανα, τά ὑπονοούμενα, ἡ θρασύτητα κι ἡ ἀναίδεια συνοδεύουν τό ὑποτυπῶδες θαλασσινό ντύσιμο. (Ἐδῶ πού τά λέμε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά σέβεται τόν ἑαυτό του ἀκόμη κι ὅταν πάει στή θάλασσα γιά μπάνιο, καί νά μήν τόν ἐκθέτει τοιουτοτρόπως).
Ἀπ᾿ αὐτούς τούς προβληματισμούς μέ ἐπανέφερε ἡ γνωστή φωνή τῆς κυρίας πού, χωρίς νά τήν ἀντιληφθῶ, εἶχε καθίσει στήν ἄμμο δίπλα μου. Εἴπαμε διάφορα γιά τήν ἐπικαιρότητα, τόν καιρό, τά προβλήματα. Σέ μιά στιγμή μέ ρώτησε:
- Δέν βλέπω τίς δυό σου κόρες. Ποῦ βρίσκονται;
- Ἄ, αὐτές, κ. Μαίρη μου, ἀλλοῦ δροσίζονται.
- Μή μοῦ πεῖς! Πῆγαν σέ κανένα νησί μέ ... παρεούλα;
- Ὄχι, ὄχι! Ποῦ πάει ὁ νοῦς σου; Ἐδῶ καί δέκα μέρες βρίσκονται σέ μιά χριστιανική κατασκήνωση. Μέ παίρνουν στό τηλέφωνο καί δέν χορταίνουν νά μοῦ περιγράφουν τίς ὄμορφες, εὐλογημένες κατασκηνωτικές στιγμές τους.
- Δέν σέ καταλαβαίνω! Εἶσαι μέ τά καλά σου; Ἔστειλες τά δυό σου χαριτωμένα κορίτσια ἐκεῖ... πού ὅλο νηστεύουν, δέν γελᾶνε, δέν ψυχαγωγοῦνται... Πολύ λυπᾶμαι! Κρίμα στά παιδιά! Νά δεῖς πού θά σοῦ γίνουν «τῶν ἄκρων».
- Καλή μου, κ. Μαίρη, χαρακτηρίζεις -χωρίς νά ξέρεις- μία χριστιανική κατασκήνωση «τῶν ἄκρων». Γιά δές ὅμως λιγάκι γύρω σου. Ὅλη τούτη ἡ κατάντια τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας ἤ καί τά τόσα πού συναντοῦμε καθημερινά, διαλυμένες οἰκογένειες, ναρκομανεῖς, μέθυσοι, ἀνώμαλοι, αὐτά δέν εἶναι «τῶν ἄκρων»; Μήπως αὐτός ὁ φόβος τῶν ὑποτιθέμενων «ἄκρων» τῆς χριστιανικῆς ζωῆς μᾶς ὁδήγησε στά «ἄκρα» τῆς ἐξαθλίωσης;
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ κ. Μαίρη δέν μοῦ ἀπάντησε. Τό ἀργό της βῆμα ὅμως καθώς ἀπομακρυνόταν δήλωνε τόν προβληματισμό της.
Γ.