Οἱ πολλές θεραπεῖες δαιμονιζομένων στά εὐαγγέλια ἀποτελοῦν ἕνα ἰδιάζον στοιχεῖο, πού γίνεται «πέτρα σκανδάλου» γιά ὁρισμένους μελετητές τῆς Γραφῆς. Τό πρόβλημα ἐπικεντρώνεται σέ δύο σημεῖα. Πρῶτο, στό μεγάλο ἀριθμό τῶν περιπτώσεων αὐτῶν καί, δεύτερον, στή δυσκολία ἀκριβοῦς διακρίσεως μεταξύ καθαρῶς δαιμονιζομένων καί ἀσθενῶν πού πάσχουν ἀπο ψυχικά νοσήματα. Καί τό μέν πρῶτο σημεῖο ἀποτέλεσε θέμα τῆς στήλης αὐτῆς σέ προηγούμενο φύλλο τοῦ περιοδικοῦ μας, ἐνῶ τό δεύτερο θά μᾶς ἀπασχολήσει ἐδῶ.
Ὑπάρχουν δαιμόνια
Τό θέμα ἀποκτᾶ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι πολλές ἐκδηλώσεις δαιμονιζομένων, πού ἀναφέρονται στά εὐαγγέλια, ὅπως κραυγές, ἀπώλεια αἰσθήσεων, ἐπιληψία, μανία, συμπίπτουν μέ τά συμπτώματα ὁρισμένων συγχρόνων ψυχικῶν ἤ νευρικῶν νοσημάτων. Εὔλογα, λοιπόν, πολλοί ρωτοῦν· τά νοσήματα αὐτά ὀφείλονται σέ δαιμόνιο; Καί, ἀνάλογα μέ τίς πεποιθήσεις τους, ἄλλοι πανικοβάλλονται ἤ ἀπελπίζονται, ἐνῶ ἄλλοι καγχάζουν καί περιφρονοῦν τήν ἁγία Γραφή.
Οἱ τελευταῖοι, ἐπειδή δέν παραδέχονται τήν ὕπαρξη τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, ἰσχυρίζονται ὅτι δέν ὑπάρχει διάβολος καί ὅτι τά δαιμόνια εἶναι ἁπλῶς ὁρισμένες ψυχολογικές ἀντιθέσεις, ἀποκυήματα κάποιας ἄρρωστης ἤ καταπιεσμένης προσωπικότητας, πού θά ξεπερασθοῦν μόλις ὁ ἄνθρωπος γίνει ὑγιής καί ἐλεύθερος. Σ' αὐτούς ἔχουμε νά ἀντιτάξουμε τόν αἰώνιο καί ἀληθινό λόγο τοῦ Θεοῦ, τό Εὐαγγέλιο, ὅπου ὁ Κύριος ξεκάθαρα μιλᾶ γιά δαιμόνια καί ἀπαλλάσσει ἀπό τήν κυριαρχία τους πολλούς «κατεχομένους ὑπό πνευμάτων ἀκαθάρτων». Εἶναι ἀσέβεια καί βλασφημία γιά ἕναν χριστιανό νά ἀμφισβητεῖ τήν εἰλικρίνεια τοῦ Χριστοῦ ἤ τήν ἀξιοπιστία τῶν εὐαγγελικῶν διηγήσεων.
Μία διευκρίνιση
Ξεκινώντας ἀπό τήν εὐαγγελική ἀλήθεια ὅτι ὑπάρχει σατανᾶς κι εἶναι αὐτός ὁ αἰώνιος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, πού ἔχει τή δύναμη νά ἐπιδρᾶ πάνω στόν ἄνθρωπο καί νά τοῦ δημιουργεῖ προβλήματα μέσα στήν ἴδια τήν προσωπικότητά του, θέλω κατ' ἀρχήν νά κάνω μία διευκρίνιση. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν εἶναι καθόλου σκλάβοι τοῦ σατανᾶ, δέν ἐνεργοῦνται ἀπό τίς δαιμονικές δυνάμεις, ἀλλά ἀντίθετα εἶναι εὐλογημένοι καί ἅγιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πού τυχαίνει νά πάσχουν ἀπό ψυχικά ἤ νευρικά νοσήματα (ψυχοπάθειες, ψυχώσεις, νευροπάθειες κτλ.). Στίς περιπτώσεις αὐτές δέν ἔχει καμμία ἀνάμειξη τό πονηρό πνεῦμα. Δέν πρέπει νά φοβοῦνται αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι δαιμονισμένοι. Ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά πάσχουν οἱ δοῦλοι του ἀπό τέτοιου εἴδους ἀσθένειες ὅπως κάποιοι ἄλλοι πάσχουν ἀπό καρδιοπάθειες ἤ καρκίνο ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο νόσημα. Ἡ ἀσθένεια γίνεται ὁ σταυρός τοῦ πιστοῦ, πού ὅταν τόν σηκώσει ἀγόγγυστα καί μέ πίστη στόν Θεό ἀποβαίνει ἡ εὐλογία καί ἡ δόξα του, τόν ὁδηγεῖ στόν ἁγιασμό καί στή χαρά τοῦ παραδείσου.
Στούς ἀνθρώπους πού ἀναμφισβήτητα ὑφίστανται τήν ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος καί ἐνεργοῦνται ἀπό αὐτό, διακρίνουμε τρεῖς περιπτώσεις, πού θά ἐκτεθοῦν στή συνέχεια.
Πάθηση δαιμονική
Στήν πρώτη περίπτωση, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑγιής ψυχικά καί σωματικά, ἀλλά μέσα του βρῆκε τόπο ὁ σατανᾶς καί τά δαιμόνια. Συχνά οἱ σατανικές δυνάμεις δέν περιορίζουν τήν ἐνέργειά τους μόνο στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τόν ὁποῖο κατέκτησαν. Ἁπλώνουν τήν κυριαρχία τους καί στό σῶμα του. Προσβάλλουν τό νευρικό του σύστημα, σαλεύουν τό μυαλό του ἤ καταστρέφουν κάποιο ἄλλο ὄργανο τοῦ σώματός του.
Τά εὐαγγέλια παρουσιάζουν πολλούς ἀνθρώπους μέ δαιμονικές παθήσεις. Ἐκτός ἀπό τίς περιπτώσεις ὅπου ἀνάμεσα στίς ἄλλες θεραπεῖες ἀσθενῶν ἀναφέρεται ὅτι ὁ Κύριος ἔβγαζε καί τά ἀκάθαρτα πνεύματα ἀπό πάσχοντες ἀνθρώπους, τούς δαιμονιζομένους (Μθ 4,24· 8,16· Μρ 1,32), μνημονεύονται καί ἐκτενέστερα ὁρισμένα περιστατικά. Ὁ Ματθαῖος καί ὁ Λουκᾶς, παραδείγματος χάριν, ἀναφέρουν γιά ἕναν ἄνθρωπο πού τόν βασάνιζε «δαιμόνιον κωφόν» (=κωφάλαλο) (Μθ 9,32· Λκ 11,14).
Ὁ Ματθαῖος σημειώνει τή θεραπεία τοῦ δαιμονιζομένου τυφλοῦ καί κωφοῦ, «ὥστε τόν τυφλόν καί κωφόν λαλεῖν καί βλέπειν» (Μθ 12,22).
Ἐπίσης, οἱ τρεῖς συνοπτικοί, ἀμέσως μετά τή μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, ἱστοροῦν τή θεραπεία τοῦ νέου ὁ ὁποῖος βασνίζεται ἀπό «πνεῦα ἄλαλον», πού «ρήσσει αὐτόν καί ἀφρίζει καί τρίζει τούς ὀδόντας αὐτοῦ, καί ξηραινεται» (Μρ 9,18· Μθ 17,14-18· Λκ 9,37-42).
Ἄμεση καί ἐντυπωσιακή εἶναι ἡ θεραπεία ὅλων αὐτῶν τῶν περιπτώσεων. Φθάνει νά ἐπιτάξει ὁ Κύριος τό πονηρό πνεῦμα «ἔξελθε ἀπ' αὐτοῦ» καί ἀμέσως ὁ δαιμονισμένος γίνεται καλά, διότι ἡ ἀσθένειά του ὀφείλονταν στό δαιμόνιο. Πολλές φορές ἕνας τέτοιος δαιμονισμένος ἔχει τίς ἐκδηλώσεις τοῦ παράφρονα ἤ παρανοϊκοῦ καί μπορεῖ νά ἀσκεῖ ὑπεράνθρωπες δυνάμεις, π.χ. νά σπάει ἁλυσίδες ἤ νά κατακομματιάζει τίς σάρκες του. Αὐτό βλέπουμε στήν περίπτωση τῶν δαιμονισμένων ἀπό τή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν (Μρ 5,3-5· Μθ 8,28· Λκ 8,27).
Πάθος δαιμονικό
Στή δεύτερη περίπτωση δαιμονισμοῦ, ὁ ἄνθρωπος εἶναι καί πάλη ἀπόλυτα ὑγιής σωματικά καί ψυχικά, ἀλλά κατέχεται ἀπό πονηρό πνεῦμα. Σύμφωνα μέ τήν ἀνθρωπολογία τῆς ἁγίας Γραφῆς μόνος του ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά φθάσει σ' ἕνα ὁρισμένο ὕψος ἀγαθότητος ἤ νά καταβαραθρωθεῖ σ' ἕνα βάθος κακίας καί ἀθλιότητος. Γιά νά ξεπεράσει τά ὅρια αὐτά πρέπει νά ἐνισχυθεῖ ἀπό πνευματικές δυνάμεις. «Οὐδείς ἐν Πνεύματι Θεοῦ λαλῶν λέγει ἀνάθεμα Ἰησοῦ, καί οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α΄Κο 12,3). Τόν αἱμομίκτη τῆς Κορίνθου γιά τήν ἀνόσια πράξη του τόν παραδίδει ἡ Ἐκκλησία στό σατανᾶ «εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός (Α΄Κο 5,5), ἐνῶ ὁ ἱερουργός εὐλογώντας τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας εὔχεται νά ἔχουν τήν «κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (Πρβλ. Β΄Κο 13,13), διότι τό ἅγιο Πνεῦμα ἐξασφαλίζει τήν πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς χάριτος. Τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο στά ὕψη τῆς ἁγιότητος. Ἀντίθετα, τό πονηρό πνεῦμα, οἱ σατανιές δυνάμεις τόν καταποντίζουν στά βάθη τῆς κακίας καί τῆς πονηρίας.
Στήν περίπτωση αὐτή ἡ κυριαρχία τοῦ σατανᾶ δέν εἶναι ἀπόλυτη πάνω στόν ἄνθρωπο. Ἐδῶ δέν ἔχουμε ἀσθενῆ δαιμονισμένο, ἀλλά ὑγιῆ, πού ἀπό τήν ἐπήρεια τοῦ δαιμονίου χάνει τόν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του καί παρουσιάζται ἄθλιος καί ἐλεεινός σέ ὑπερβολικό βαθμό.
Τήν εἰκόνα τῶν δαιμονιζομένων αὐτοῦτοῦ εἴδους μᾶς δίνει πολύ παραστατικά ὁ ἱερός Χριστόστομος στήν ἑρμηνεία του στό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιον. Ἀναφερόμενος στούς δαιμονιζομένους τῶν Γαδαρηνῶν ὁ ἱερός πατήρ παρατηρεῖ· «Καί σήμερα μπορεῖ κανείς νά δεῖ στά μνήματα πολλούς δαιμονισμένους τῶν ὁποίων τή μανία τίποτε δέν συγκρατεῖ· οὔτε σίδερα, οὔτε ἁλυσίδες, οὔτε πλῆθος ἀνθρώπων, οὔτε συμβολή, οὔτε νουθεσία, οὔτε φόβος, οὔτε ἀπειλή, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπο τά παρόμοια». Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ δαιμονισμένοι μᾶς ἀποκαλύπτει στή συνέχεια. Ὅταν κάποιος εἶναι ἀκόλαστος, λέει, δέν διαφέρει καθόλου ἀπό τό δαιμονισμένο, ἀλλά γυρνᾶ γυμνός ὅπως ἐκεῖνος. Καί φορᾶ μέν ροῦχα, τοῦ λείπει ὅμως ἡ ἀληθινή περιβολή κι εἶναι γυμνός ἀπό τήν εὐπρέπει πού ταιριάζει στόν ἄνθρωπο. Κατακόπτει τόν ἑαυτό του ὄχι μέ πέτρες, ἀλλά μέ ἁμαρτήματα πολύ χειρότερα ἀπό τίς πέτρες. Ποιός λοιπον θά μπορέσει νά δέσει ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο; Ποιός θά τόν σταματήσει ἀπό τήν ἀσχημοσύνη καί τόν οἶστρο τῆς ἀκολασίας, πού ποτέ δέν εἶναι στά συγκαλά του καί πάντοτε συχνάζει στά μνήματα; Διότι τά μνήματα εἶναι τά καταγώγια τῶν πορνῶν, γεμάτα μέ πολλή βρωμιά καί πολλή σαπίλα.
Παρόμοια, δαιμονισμένος εἶναι κατά τόν Χρυσόστομο καί ὁ φιλάργυρος. Ποιός θά μπορέσει ποτέ νά τόν δέσει; Μήπως καθημερινά δέ τοῦ προβάλλονται φόβοι καί ἀπειλές καί προτροπές καί συμβουλές; Ἀλλά αὐτός σπάζει ὅλα αὐτά τά δεσμά. Ὅπως ἀποδεικνύει ὁ ἱερός πατήρ, ὁ φιλάργυρος εἶναι χειρότερος καί ἀπό τούς δαιμονισμένους, διότι ἐκεῖνοι μέν ὅταν κάνουν τό κακό βρίσκονται σέ κατάσταση ἀναισθησίας, ἐνῶ αὐτός μέ περίσκεψη ἐνεργεῖ παράφρονα… ὁρμᾶ ἐναντίον ὅλων σάν ἅδης, ὅλους τούς καταπίνει καί περιφέρεται σάν κοινός ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Στήν ἐπήρεια δαιμονίου ὀφείλεται καί ἡ ὑπερβολική ὀργή, πού κατά τόν ὁρισμό τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «μανία τίς ἐστιν ὀλιγοχρόνιος». Τό νά συγκρατήσεις τήν ὀργισμένη ψυχή, διδάσκει ὁ φωστήρ τῆς Καισαρείας, δέν εἶναι εὐκολώτερο ἀπό τό νά συγκρατήσεις ἕνα δαιμονισμό, διότι αὐτοί πού ὀργίζονται δέν διαφέρουν σέ τίπτε ἀπο τούς δαιμονισμένους, οὔτε στή συμπεριφορά, οὔτε στή διάθεση. Ἀλλά καί ἡ μέθη, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, εἶναι «αὐθαίρετος δαίμων», δηλαδή δαίμονας στόν ὁποῖο θεληματικά παραδίδεται ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ ἄνθρωπος πού σκλαβώθηκε σέ δαιμονικό πάθος εἶναι χειρότερος ἀπό ἐκεῖνον πού πάσχει ἀπό δαιμονική πάθηση, τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. «Τόν ἐνοχλούμενο ἀπό τόν δαίμονα στό σῶμα, λέει, φανερά ὅλοι ἄνθρωποι συνήθως τόν λυποῦνται, ἐνῶ τόν φονέα καί τόν φιλάργυρο, τόν ὑπερήφανο καί τόν ἀναίσχυντο δέν τούς λυποῦνται, ἀλλά καί τούς μισοῦν. Διότι ὁ πρῶτος πέφτει στό πάθος ἀκούσια, ἐνῶ ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τήν ἁμαρτία προσελκύει τό κακό ἐλεύθερα καί μάλιστα μερικές φορές ἔχει κρυμμένη τή βλαπτικότητα καί κακοήθεια τῆς νόσου».
Ἀσθενής δαιμονισμένος
Στήν τρίτη περίπτωση δαιμονισμένου ἀνθρώπου ἀνήκει ὁ ψυχικά ἄρρωστος πού συγχρόνως δέν ἔχει κανένα σύνδεσμο καί σχέση μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ζῆ μακριά ἀπό τόν Θεό καταπατώντας τό θέλημά του. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ ψυχική ἀσθένεια ἐκθέτει σοβαρά τόν ἄνθρωπο στήν ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ. Μοιάζει, θά λέγαμε, μέ μία ρωγμή τοῦ ψυχικοῦ κόσμου ἀπ' ὅπου εἰσδύει μέσα του τό πονηρό πνεῦμα καί τόν κάνει ὄργανό του. Στήν ὀργανική βλάβη τοῦ ἀνθρώπου (ψυχικές ἤ νευρικές διαταραχές) προστίθεται ἡ βλάβη τήν ὁποία προκαλεῖ ὁ σατανᾶς. Ἡ κατάσταση τοῦ ἀρρώστου χειροτερεύει καί συνεχῶς ἐπιδεινώνεται, χωρίς νά μποροῦμε νά διακρίνουμε τί ὀφείλεται στό νευροψυχικό παράγονται καί τί στόν πνευματικό.
* * *
Μέ τίς τρεῖς παραπάνω περιπτώσεις καλύπτεται, σέ γενικές γραμμές, ἡ ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τούς δαιμονισμένους. Τό πρακτικό συμπέρασμα ὅλων αὐτῶν εἶναι ὅτι ὁ σατανᾶς ἔχει τή δυνατότητα νά ἐπηρεάσει καί νά κυριεύσει τόν ἄνθρωπο, μέ τή δική του συγκατάθεση (περίπτωση ὑγιοῦς πού παραδίδεται στόν πονηρό ἤ στά πάθη του) ἤ καί χωρίς αὐτήν (περίπτωση ἀσθενοῦς ἀπίστου). Μένει ὅμως ἀδρανής ὁ πονηρός καί εἶναι ἀνίκανος νά προκαλέσει ὁποιαδήποτε βλάβη, ὅταν πρόκειται γιά πιστό δοῦλο τοῦ Θεοῦ εἴτε αὐτός εἶναι ὑγιής ψυχικά καί ὀργανικά εἴτε πάσχει ἀπό κάποιο νόσημα.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 42 (1987) 172-174