Ἰω Χρυσοστόμου, ὁμ. στό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο
Πολλοί ἀπ’ αὐτούς πού νομίζουν ὅτι ζοῦν δέν διαφέρουν καθόλου ἀπό τούς νεκρούς, ὅταν ζοῦν μέσα στήν κακία. Μᾶλλον βρίσκονται σέ χειρότερη κατάσταση ἀπό τούς νεκρούς, «διότι ὅποιος ἀπέθανε», λέγει, «ἔχει παύσει πλέον νά ἁμαρτάνει» (Ρω 6,7), ἐνῶ ὁ ζωντανός δουλεύει ἀκόμη στήν ἁμαρτία.
Μή μοῦ πεῖς βέβαια σάν ἐπιχείρημα τό γεγονός ὅτι δέν κατατρώγεται ἀπό τά σκουλήκια καί δέν βρίσκεται σέ τάφο, οὔτε ἔκλεισε τά μάτια του, οὔτε ἔχει τυλιχθεῖ μέ τό σάβανο. Διότι παθαίνει χειρότερα ἀπό τόν πεθαμένο, ἐπειδή δέν τόν κατατρώγουν τά σκουλήκια, ἀλλά τόν κατασπαράσσουν χειρότερα ἀπό τά θηρία τά πάθη τῆς ψυχῆς. Τό ὅτι ἔχει ἀνοικτά τά μάτια του εἶναι χειρότερο ἀπό τό νά εἶχαν κλείσει. Διότι τά μάτια τοῦ νεκροῦ δέν βλέπουν τίποτε τό πονηρό, ἐνῶ αὐτός συγκεντρώνει ἀνυπολόγιστα κακά στόν ἑαυτό του, μέ τό νά ἔχει ἀνοικτά τά μάτια του. Καί ὁ μέν νεκρός βρίσκεται στόν τάφο ἀκίνητος γιά τό κάθε τι, ἐνῶ ὁ ζωντανός ἔχει καταχωθεῖ στόν τάφο τῶν ἀμετρήτων νοσημάτων.
Ἀλλά δέν βλέπεις τό σῶμα του νά σαπίζει; Καί ποιά σημασία ἔχει αὐτό; Διότι πρίν ἀπό τό σῶμα του ἡ ψυχή του ἔχει διαφθαρεῖ καί ἔχει χαθεῖ, καί αὐτή παθαίνει τή μεγαλύτερη καταστροφή. Ὁ μέν νεκρός μυρίζει γιά δέκα ἡμέρες, ἐνῶ αὐτός σ’ ὅλη του τή ζωή ἀποπνέει δυσωδία, ἀφοῦ τό στόμα του εἶναι πιό ἀκάθαρτο ἀπό τόν ὀχετό. Συνεπῶς τόσο διαφέρει ὁ ζωντανός ἀπό τό νεκρό, ὅσο ὅτι ὁ ἕνας παθαίνει μόνο τή φυσική φθορά, ἐνῶ ὁ ἄλλος πάνω σ’ αὐτή τή φθορά προσθέτει καί τή φθορά πού προέρχεται ἀπό τήν ἀσωτεία, ἐπειδή καθημερινά ἐφευρίσκει διάφορες ἀφορμές διαφθορᾶς.
Μά περιφέρεται ἔφιππος; Καί τί σημασία ἔχει αὐτό; Καί ὁ νεκρός μεταφέρεται πάνω στή νεκρική κλίνη, καί τό ἀκόμη χειρότερο εἶναι ὅτι, ἐνῶ αὐτός λειώνει καί σαπίζει, δέν τό βλέπει κανένας, ἐπειδή ἔχει σάν παραπέτασμα τό φέρετρο καί τόν τάφο. Ἀντίθετα ὁ ζωντανός γυρίζει παντοῦ καί μυρίζει κουβαλώντας στό σῶμα του, σάν σέ τάφο, μιά νεκρή ψυχή.
Ἄν μποροῦσε κανείς νά δεῖ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πού ζῆ στήν τρυφή καί τήν κακία, θά ἔβλεπε ὅτι εἶναι πολύ καλύτερα νά βρίσκεται δεμένος στόν τάφο, παρά νά εἶναι δεμένος μέ τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, πέτρα νά εἶχε πάνω του, παρά τό βαρύ σκέπασμα τῆς ἁμαρτίας.
Κι ἄν θέλετε, ἄς πάρουμε ἕναν ἀπό τούς μεγάλους καί τρανούς. Ἀλλά μή φοβᾶστε, θ’ ἀναφέρω ἀνώνυμα τό παράδειγμα… Ἄς δοῦμε, λοιπόν, τό κεφάλι τους δεμένο. Διότι, ὅταν συνεχῶς εἶναι μεθυσμένοι, ὅπως ἀκριβῶς οἱ νεκροί μέ τά καλύμματα καί τό σάβανο, ἔτσι καί αὐτῶν παραλύουν καί δεσμεύονται ὅλα τά αἰσθητήρια ὄργανα. Ἄν θέλεις νά ἐξετάσεις καί τά χέρια τους, θά ἰδεῖς ὅτι καί αὐτά εἶναι δεμένα στήν κοιλιά τους ὄχι μέ τό σάβανο καί τά λοιπά νεκρικά δεσμά, ἀλλά μέ κάτι πού εἶναι πολύ χειρότερο ἀπό αὐτά, δηλαδή μέ τά δεσμά τῆς πλεονεξίας. Διότι αὐτή δέν ἀφήνει τά χέρια νά ἁπλωθοῦν, γιά νά δώσουν ἐλεημοσύνη, οὔτε γιά νά κάνουν κάποια παρόμοια θεάρεστη πράξη, ἀλλά τά καθιστᾶ πιό ἄχρηστα καί ἀπό τά χέρια τῶν νεκρῶν.
Θέλεις νά δεῖς καί τά πόδια τους δεμένα; Κοίταξε ὅτι καί αὐτά πάλι δεσμεύονται ἀπό τίς φροντίδες καί δέν εὐκαιροῦν νά πορευθοῦν στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ. Εἶδες τόν νεκρό; Κοίταξε τώρα καί τόν νεκροθάφτη. Ποιός εἶναι, λοιπόν, ὁ νεκροθάφτης τους; Μά ὁ διάβολος, πού τούς δεσμεύει τόσο ἔντεχνα καί δέν ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά συμπεριφέρεται σάν πραγματικός ἄνθρωπος, ἀλλά τόν καταντᾶ ξύλο ξηρό.
Ἐπειδή, λοιπόν, αὐτοί εἶναι κατά κάποιον τρόπον σάν νεκροί χωρίς καμιά αἴσθηση, ἄς πλησιάσουμε γιά χάρη τους τόν Ἰησοῦ καί ἄς τόν παρακαλέσουμε νά τούς ἀναστήσει, ἄς τραβήξουμε τόν λίθο καί ἄς λύσουμε τά νεκρικά δεσμά.
Ὅσοι, λοιπόν, εἶσθε φίλοι τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι εἶσθε μαθηταί του, ὅσοι ἀγαπᾶτε αὐτόν πού πέθανε πνευματικά, πλησιάστε τόν Ἰησοῦ καί παρακαλέστε τον. Διότι κι ὅταν ἀκόμη ἀποπνέει ἀποπνικτική δυσωδία, οὔτε καί τότε πρέπει νά τόν ἐγκαταλείπουν οἱ συγγενεῖς του, ἀλλά περισσότερο πρέπει νά παρακαλοῦν τόν Ἰησοῦ γι’ αὐτόν. Καί δέν πρέπει νά σταματήσουμε τήν παράκληση, τή δέηση καί τήν ἱκεσία παρά μόνο ἀφοῦ λάβουμε αὐτόν ζωντανό.
Πραγματικά, ἐάν μέ αὐτό τόν τρόπο τακτοποιοῦμε καί τά ἰδικά μας πνευματικά ζητήματα καί τά τῶν πλησίον μας, τότε θά ἀποκτήσουμε σύντομα καί τή μέλλουσα ζωή.
Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 28-29