Ἀθάντα ὀχυρά μας!
« Ἀπ’ τό Βοριά σάν τί κακό,
σάν τί μαυρίλα νά ᾿ναι;
Ξεκίνησαν τ᾿ ἀπάτητα
τά κάστρα νά πατήσουν...»
6η Ἀπριλίου 1941. Ἕνα ἄλλο μοιραῖο πρωινό ξημερώνει γιά τήν πολύπαθη Ἑλλάδα. Ἡ σιδερόφρακτη καί μηχανοκίνητη Γερμανία ἀπό τίς 5.15΄ τά χαράματα κτυπᾶ ἀπρόκλητα τά ἑλληνικά στρατεύματα τῆς ἑλληνοβουλγαρικῆς μεθορίου. Ἡ εἰρωνεία εἶναι πώς μισή ὥρα μετά τήν ἐπίθεση ὁ πρεσβευτής τῆς Γερμανίας στήν Ἀθήνα, πρίγκιπας Ἔρμπαχ, ἐπισκέπτεται τόν ἕλληνα πρωθυπουργό Ἀλέξανδρο Κορυζῆ στό σπίτι του. Ἰταμά τοῦ ἀνακοινώνει τήν εἴσοδο τῶν χιτλερικῶν στρατευμάτων στό ἑλληνικό ἔδαφος. Ἀστράφτει τότε καί βροντᾶ ξανά τό ἡρωικό «Ὄχι».
«Τό βούιξαν οἱ ρεματιές,
τό πῆραν τ’ ἀκροβούνια
καί οἱ τάφοι σάν νά τ’ ἄκουσαν...
ξυπνῆσαν Διγενῆδες.
Στά καλντερίμια ἀκούστηκαν
τ’ ἄτια νά χλιμιντροῦνε
κι ὅλα μαζί σάν νά ᾿σμιξαν
κι εἶπαν κι ἐκεῖνα: Ὄχι !...»
Νέες ἔνδοξες σελίδες γράφονται στά ὀχυρά τῆς Μακεδονίας. Ροῦπελ, Περιθώρι, Παρταλούσκα, Λίσσε, Παλιουριῶνες, Καρατάς, Κάλη, Μαλιάγκα... ἀνασταίνουν Θερμοπύλες καί Μαραθῶνες. Ἀπό τό Μπέλες μέχρι τό Νέστο μιά ὁλόκληρη ἁλυσίδα ἀπό ὀχυρωματικά ἔργα, κατασκευασμένα τό 1936-1940, προασπίζουν τά σύνορά μας μέ τή Βουλγαρία. Εἶναι ἡ περίφημη «Γραμμή Μεταξᾶ».
Τί εἶχαν οἱ στρατιῶτες μας ν’ ἀντιτάξουν μπρός στήν πανίσχυρη γερμανική πολεμική μηχανή; Μέσα πενιχρά μά καρδιές γρανιτένιες. Πῆραν τή διαταγή: «Ἡ πατρίδα θέλει τή ζωή σας. Ὅποιος ἀπό σᾶς ἔχει ὑποχρεώσεις οἰκογενειακές μεγάλες ἤ ἄλλους λόγους μπορεῖ νά φύγει». Δέν σαλεύει κανείς ἀπό τή θέση του. Ἔχουν πάρει τήν ἀπόφασή τους: ἀντίσταση μέχρις ἐσχά¬ων! Καί νά, στό ὀχυρό Ροῦπελ εἶναι γραμμένο: «Κανείς δέν θά περάσει». Ἕνας στρατιώτης λέει μέ σθένος στόν διοικητή του: «Στρατηγέ μου, θά πολεμήσουμε μέ τούς στρατούς ὅλου τοῦ κόσμου!». Κι ὅταν γερμανός ἀξιωματικός καλεῖ νά παραδώσουν οἱ ἕλληνες ὑπερασπιστές τό ὀχυρό Μαλιάγκα, ἕνας πολεμιστής τούς φωνάζει στά γερμανικά: «Ὅταν πεθάνουμε, ἐλᾶτε νά τό πάρετε!».
Τέσσερα μερόνυχτα κυλοῦν. Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη. Ἡ στρατιά τοῦ φόν Λίστ θερίζεται, δέν προχωρεῖ. Τά ὀχυρά βαστοῦν γερά, παραμένουν ἄπαρτα. Ἔχουν φράξει ὅλες τίς διαβάσεις. Καί θά ἔμεναν οἱ γερμανικές στρατιές ἀμήχανες, στάσιμες πρό τῶν πυλῶν, ἄν δέν τούς ἄναβε πράσινο φῶς ἡ Γιουγκοσλαβία. Μπρός στίς μηχανοκίνητες μεραρχίες τοῦ Χίτλερ τό γιουγκοσλαβικό μέτωπο καταρρέει. Ἀκάθεκτοι οἱ εἰσβολεῖς χυμοῦν στά ἑλληνικά ἐδάφη. Κι ἐνῶ τά ὀχυρά μας ἀντιστέκονται μέ πρωτοφανῆ ἐπιτυχία, ἀγνοώντας παντελῶς τίς ἀστάθμητες ἐξελίξεις, ὑπογράφεται στή Θεσσαλονίκη -τό μεσημέρι τῆς 9ης Ἀπριλίου- τό πρωτόκολλο συνθηκολόγησης. Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας Γερμανοί πληροφοροῦν τόν διοικητή τοῦ ὀχυροῦ Ροῦπελ γιά τή συνθηκολόγηση. Κι ἐκεῖνος τούς ἀπαντᾶ: «Τά ὀχυρά δέν πααδίδονται ἀλλά καταλαμβάνονται!».
Ἀργά τό βράδυ στούς στρατιῶτες τοῦ χρέους δίδεται ἡ διαταγή «παύσατε πῦρ». Ὥς τότε τά ὀχυρά παρέμεναν ἀπόρθητα. Κι ἡ λογική δέν τό χωρᾶ. Μεριάζουν καί ὑποχωροῦν οἱ ἀνίκητοι! Ὁ γερμανός στρατηγός καλεῖ τούς ὑπερασπιστές τοῦ Ροῦπελ νά τούς συγχαρεῖ γιά τήν ἡρωική τους ἀντίσταση. Παρουσιάζονται ἕνας ἔφεδρος ἀξιωματικός, ἕνας ἐπιλοχίας, δύο λοχίες καί 28 στρατιῶτες. Γεμάτος ἔκπληξη γιά τήν ἰσχνή ἄμυνα ρωτᾶ: «Ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι;». Ὁ ἔφεδρος ἀξιωματικός μπαρουτοκαπνισμένος τοῦ ἀπαντᾶ: «Δέν ὑπάρχουν ἄλλοι». Τότε ὁ γερμανός στρατηγός ντροπιασμένος κρύβει τό πρόσωπό του μές στίς παλάμες του.
Ἕνα παλληκάρι ἀπό τά Ἄνω Πορόια Σερρῶν, ὁ λοχίας Δημ. Ἴτσιος, διοικεῖ ἕνα πολυβολεῖο στό Ροῦπελ. Μέ τά φυσέκια του προξενεῖ μεγάλες ἀπώλειες στόν ἀντίπαλο. Ἀλλά οἱ ἐχθροί ἀνατινάζουν τή σκεπή καί μπαίνουν μέσα. Ρωτᾶ ὁ γερμανός ταγματάρχης, μέ διερμηνέα, ποιός διοικεῖ τό πολυβολεῖο. Ἐμφανίζεται μπροστά του ὁ λοχίας Ἴτσιος. Ὁ Γερμανός τόν προστάζει νά τόν ἀκολουθήσει. Βγαίνουν πιό ἔξω, ὅπου κείτονται νεκροί διακόσιοι Γερμανοί. «Τοῦτο τό μακελλειό εἶναι δικό σου ἔργο. Μοῦ σκότωσες τούς καλτερους στρατιῶτες μου. Σέ συγχαίρω!», λέει στόν λοχία καί τοῦ δίνει τό χέρι. Ὁ Ἴτσιος σέ στάση προσοχῆς τόν χαιρετᾶ στρατιωτικά. Μεμιᾶς ὁ ταγματάρχης ἀλλάζει ὕφος, κοιτάζει τόν ἐπιλοχία του καί τόν διατάζει: «Τουφέκισέ τον!».
Οἱ ἐχθροί μιλοῦν ἔκπληκτοι γιά τήν ἑλληνική ἄμυνα σ’ ὁλόκληρη τή «Γραμμή Μεταξᾶ». Τή χαρακτηρίζουν «μεγαλειώδη». «Εἶστε ἀξιέπαινοι, διότι προξενήσατε ἐντύπωση μεγάλης ἰσχύος καί μεγίστης ἀφθονίας μέσων...», τονίζει ὁ γερμανός ἐπιτελάρχης στόν ἀντιστράτηγο Δέδε. Κι ἕνας ἄλλος ἐπικεφαλῆς γερμανικῶν τμημάτων ἐξομολογεῖται σ’ ἕλληνα λοχαγό: «Πολέμησα στήν Πολωνία, στό Βέλγιο, στή Γαλλία. Γιά τήν Ἑλλάδα εχαμε ὅλοι τήν ἰδέα -ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν τή δυσαναλογία τῶν δυνάμεων- ὅτι θά ἐπρόκειτο γιά ἁπλό στρατιωτικό περίπατο. Ὁποιοδήποτε ἄλλος στρατός, πού θά ἀντιμετώπιζε τό πεζικό μας, τό πυροβολικό μας, τά τάνκς, τά στούκας, τά φλογοβόλα, θά πετοῦσε ἀπό τήν πρώτη στιγμή τά ὅπλα, ἐνῶ ἐσεῖς μέ τά πενιχρά σας μέσα ἀντισταθήκατε παντοῦ καί δέν μᾶς ἐπιτρέψατε νά περάσουμε. Τό εἶδα μόνος μου στόν τομέα πού πολέμησα».
Μά «ὁ ἀετός τῆς ἑλληνικῆς δόξας ἔπρεπε τώρα νά μαζέψει τά φτερά του». Ἡ θύελλα ἀρχίζει. Ἡ γερμανική μπότα ἀντηχεῖ στούς δρόμους τῆς δύστυχης πατρίδας μας καί σφίγγει πιότερο τή σκιαγμένη καρδιά τοῦ Ἕλληνα. Κυριακή τοῦ Πάσχα, 20 Ἀπριλίου 1941. Νά, πῶς περιγράφει τή λαμπρή αὐτή μέρα ὁ Ἐλ. Εἱμαρμένος: «Καθίσαμε νά φᾶμε ἀνόρεχτα καί ἀμίλητοι. Εἴχαμε βράσει καί αὐγά, ἀλλά δέν τά βάψαμε κόκκινα• τ’ ἀφήσαμε ἄσπρα. Δέν θέλαμε τό χρῶμα τῆς χαρᾶς τοῦ Πάσχα, τό σύμβολο τῆς Ἀναστάσεως, νά πάει χαμένο, νά ἐξουδετερωθεῖ ἀπό τήν κατάσταση. Ἀναβάλλοντας τό βάψιμο εἴχαμε τό παρήγορο συναίσθημα ὅτι ἀναβάλλουμε ἁπλῶς καί τήν Ἀνάσταση, τήν ἀληθινή Ἀνάσταση τῆς χαρᾶς, τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης...».
Ἑλληνίς
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 109-110