Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί πάλι, καί οἱ ἀκολουθίες τῶν Χαιρετισμῶν πρός τήν Παναγία μας ἀνανεώνουν μέσα μας τήν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι οἱ πιστοί ἀπολαμβάνουμε στήν ζωή μας -καί ποιός μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσει αὐτό; τήν μοναδική εὐλογία ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου, ἡ Θεοτόκος Μαρία, νά εἶναι καί δική μας μητέρα. Πῶς;
Οἱ ἄνθρωποι στήν αὐγή τῆς ὕπαρξής μας, τότε στήν Ἐδέμ, γίναμε ἀντάρτες• ἐναντιωθήκαμε στόν ἴδιο τόν δημιουργό μας. Ὁ Θεός μᾶς εἶχε προειδοποιήσει: Κάτι τέτοιο, δηλαδή ἡ αὐτονόμησή μας ἀπό τόν μόνο ἀθάνατο, θά σήμαινε ἀναπότρεπτα τόν θάνατό μας• ὅπως καί ἔγινε: παραδοθήκαμε στόν θάνατο, στήν φθορά. Καί θά ἔπρεπε ὁ Κύριος νά μᾶς ἐξαφανίσει ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς, νά μήν ὑπάρχουμε. Ὅμως ἐπειδή εἶναι ἀγάπη καί ἐπειδή δέν μᾶς δημιούργησε γιά νά πεθάνουμε, θέλησε νά μᾶς σώσει. Θέλησε νά μᾶς ἀνασύρει ἀπό τόν βυθό τῆς πτώσης μας. Καί τί ἔκανε; Ἔκανε τά πάντα. Μᾶς ἔδωσε νόμο, σημεῖα, ἔστειλε γιά τόν σωφρονισμό μας δίκαιους καί προφῆτες, μέχρι πού στό τέλος ἔγινε καί ὁ ἴδιος ἄνθρωπος.
Πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἔκανε δική του, τήν ἔκανε ἑαυτό του, δηλαδή ἔγινε ἕνας ἀπό μᾶς, ἔγινε ἀδελφός μας (βλ. Ἑβ 2, 11-12). Καί ὄχι μόνον ἔγινε ἀδελφός μας μέ τήν γενική ἔννοια πού ἰσχύει γιά ὅλους μας, ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἀδέλφια, ἀφοῦ ὅλοι μετέχουμε στήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά ἔγινε ἀδελφός μας μ’ ἕναν τρόπο πολύ πιό οὐσιαστικό καί βαθύ. Πῶς; Ἱδρύοντας τήν Ἐκκλησία του.
Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία του; Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα του, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Α΄ Κο 12,27). Ὅλοι ὅσοι βαπτιζόμαστε στό ὄνομά Του ἀποτελοῦμε τό σῶμα του. Mέ ἄλλα λόγια ὁ Θεός, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, μετά τήν ἀνάσταση καί τήν ἀνάληψή του εἶναι παρών στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος ὡς μία συλλογική ὕπαρξη, ὡς Ἐκκλησία. Καί ἐφόσον ἐμεῖς ἀποτελοῦμε τό σῶμα του, ὁ Χριστός εἶναι ὄχι ἁπλῶς ὁ πρωτότοκος ἀδελφός μας (βλ. Ρω 8,29) ἀλλά ὁ ἑαυτός μας, ὁ νοῦς μας, τά σπλάχνα μας, τό εἶναι μας (βλ. Α΄ Κο 2,16• Γα 4,6• Φι 1,8).
Ἀφοῦ λοιπόν εἴμαστε τόσο καί τέτοιοι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, εἴμαστε κατά χάριν καί υἱοί τοῦ Θεοῦ καί ἔχουμε κατά χάριν καί μητέρα μας τήν μητέρα του. Καί ὅπως ὁ Θεός ἀντικρίζει στό πρόσωπο τοῦ κάθε πιστοῦ τόν φυσικό του Υἱό, ἀφοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία γίναμε «σύναιμοι» καί «σύσσωμοι» μαζί Του, καί ἡ Παναγία μας στό πρόσωπο ὅλων μας, τοῦ καθενός ἀπό μᾶς, βλέπει τόν Υἱό της. Καί ὅπως ἐνδιαφερόταν γιά τόν Υἱό της, καί ὅπως ἀγαπᾶ τόν Υἱό της καί ὅπως θυσίασε τόν ἑαυτό της γιά τόν Υἱό της, ἀγαπᾶ κι ἐμᾶς καί ἐνδιαφέρεται καί πρεσβεύει γιά μᾶς.
Ἀλλά γιά νά γευθοῦμε τούς καρπούς τῆς πρεσβείας της, πρέπει νά τηρεῖται μιά βασική προϋπόθεση: πρέπει νά ἔχουμε προσευχή ζωντανή καί δυνατή. Ἀλλιῶς δέν γίνεται. Ἡ πρεσβεία τῶν ἁγίων εἶναι δένδρο πού καρποφορεῖ ὅταν ποτίζεται μέ τήν ἰσχυρή προσευχή μας. Αὐτή συγκινεῖ τόν Κύριο.
Καί ἰσχυρή προσευχή δέν θά πεῖ νά κραυγάζουμε καί νά ξεσηκώνουμε τόν τόπο, ὄχι. Ἰσχυρή προσευχή θά πεῖ προσευχή πού προέρχεται ἀπό καθαρή καρδιά. Ἡ καθαρή καρδιά εἶναι ἐκείνη πού κάνει τόν Θεό νά σκύβει πατρικά πάνω ἀπό τό πλάσμα του. Καί πῶς καθαρίζει ἡ καρδιά μας; Καθαρίζει μέ τήν μετάνοια, μέ τήν ἐπιστροφή μας στόν Θεό, μέ τήν ἀπόφαση νά εἴμαστε ἀγωνιστές, ὅπως μᾶς θέλει ὁ Κύριος. Νά Τοῦ τά προσφέρουμε ὅλα, νά μήν κρατοῦμε τίποτε γιά τόν ἑαυτό μας. Προτεραιότητά μας νά εἶναι ὁ Θεός καί ἡ βασιλεία του. Αὐτό ἑλκύει τό θεῖο ἔλεος.
Ὄχι ὅτι θά τό κατορθώσουμε μέ τίς δυνάμεις μας. Μέ τήν δύναμή μας δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε τίποτε στήν πραγματικότητα. «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω 15,5), προειδοποιεῖ ὁ Χριστός. Ἀλλά τότε; Ἡ προσπάθεια καί ὁ ἀγώνας μας δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μόνον ἡ ἀποδοχή Του, τό «ναί» πού λέμε στόν Θεό. «Ναί, θέλουμε, ἀποδεχόμαστε, Κύριε, τήν σωτήρια προσφορά σου». Ὅλα τά ἄλλα τά ἀναλαμβάνει ἐκεῖνος. Ἄν αὐτό τό «ναί» εἶναι καρδιόβγαλτο, ἄν αὐτό τό «ναί» εἶναι ἡ κατάθεση τῆς ἐλευθερίας μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ, δεσμεύει τόν Κύριο νά μᾶς προσφέρει τά πάντα, καί τήν βασιλεία του καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί τήν μητέρα του νά εἶναι ὄντως μητέρα μας.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας