Στόν διπλό αὐτό Χαιρετισμό τοῦ ἑβδόμου Οἴκου (Η), μέ τόν ὁποῖο ἀρχίζει ἡ δεύτερη στάση τῶν Χαιρετισμῶν, ἡ Παναγία μας συνδέεται μέ δύο μεγάλα μεγέθη, τήν πίστη καί τήν χάρη. Ὡς στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα, στέρεο καί ἀσάλευτο στήριγμα τῆς πίστεως, τήν χαιρετίζει ὁ πρῶτος στίχος. Ἄς ξεκινήσουμε, λοιπόν, τήν προσέγγιση τοῦ Χαιρετισμοῦ ἀπό τήν σημασία τοῦ ὅρου «πίστις».
Ἡ λέξη «πίστις» χρησιμοποιεῖται στήν Καινή Διαθήκη μέ τίς ἑξῆς τέσσερις σημασίες:
α) Ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ φερέγγυα ἐπαγγελία, ἡ ἀξιόπιστη πρότασή του πρός τούς ἀνθρώπους. Τό ὅτι π.χ. ὁ Θεός ἀνέστησε τόν Ἰησοῦ, ὅπως κηρύττει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς Ἀθηναίους (Πρξ 17, 31), εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἐγγύηση τήν ὁποία παρέχει στούς ἀνθρώπους.
β) Ἀπό πλευρᾶς τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ ἐπίμονη ἀφοσίωση, ἡ ἀταλάντευτη ἐμπιστοσύνη, τό νά πιστεύουν τά μή βλεπόμενα πράγματα καί νά κατέχουν τά ἐλπιζόμενα (βλ. Ἑβ 11,1). Εἶναι ἡ μυστική ἐκείνη φλόγα πού σέ κινητοποιεῖ νά τολμήσεις τά ἀδύνατα, «ὥστε ὄρη μεθιστάνειν» (Α´Κο 13,2· πρβλ. Μθ 17,20· 21,21· Μρ 11,23).
γ) Πίστη ὀνομάζεται, ἀκόμη, ἡ διδαχή τοῦ Χριστοῦ, τό δόγμα τοῦ χριστιανισμοῦ· «τό ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν» (Ρω 10,8· πρβλ. Ἐφ 4,5).
δ) Ὁ χριστιανισμός, ἡ Ἐκκλησία (βλ. Γα 6,10· Φι 1,25). Αὐτό πού κακῶς ἐπικράτησε νά λέγεται σήμερα χριστιανική θρησκεία ὁ ἀπόστολος Παῦλος τό ὀνομάζει πίστη ἤ ἐκκλησία, χρησιμοποιώντας τίς δύο λέξεις ὡς συνώνυμες (βλ. Γα 1,13.23).
Ἄν ἡ Ἐκκλησία ἐγκωμιάζει τήν πανάμωμη Κόρη τῆς Ναζαρέτ γιά τήν ἄσπιλη ἁγνότητά της, ἄν τήν μεγαλύνει γιά τήν ἀπόλυτη ταπεινοφροσύνη της, ἄν τήν θαυμάζει γιά τήν ἄριστη γνώση τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅπως φανερώνεται στόν ὑπέροχο ὕμνο πού ἡ ἴδια συνέθεσε (βλ. Λκ 1,46-55), ἄν μένει ἔκθαμβη μπροστά στήν δυνατή προσευχή της, στήν ἄμετρη ὑπομονή της, στήν ἄκρα ἐχεμύθεια καί στά τόσα ἄλλα χαρίσματά της, πρωτίστως καί κυρίως εἶναι ἀξιοθαύμαστη ἡ ἐξαιρετική πίστη τῆς Παρθένου. Στό πρόσωπο τῆς Κεχαριτωμένης ἀπαντοῦν καί οἱ τέσσερις ἔννοιες τῆς πίστεως πού ἀνέφερα: Ὅ,τι φανέρωσε ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, ὅ,τι δίδαξε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Θεάνθρωπος, ὅλα συνδέονται ἀδιάρρηκτα μέ Ἐκείνην πού ἔγινε ἡ μητέρα του, ὁ χρυσός κρίκος μεταξύ γῆς καί οὐρανοῦ, Ἐκείνην πού χάρισε στόν Θεό τήν ἀνθρώπινη σάρκα της, ὥστε νά περπατήσει ὡς ἄνθρωπος στήν γῆ ὁ Θεός!
Οὐρανομήκης ἡ πίστη τῆς Παναγίας μας! Ἰλιγγιᾶ ὁ νοῦς, ὅταν προσπαθεῖ νά τήν συλλάβει! Ἄς γονατίσουμε ταπεινά, ἀδελφοί μου, γιά νά μαθητεύσουμε σ᾿ αὐτόν τόν κολοσσό τῆς πίστεως. Ποιά φλόγα, ποιά φωτιά πυρπολοῦσε τήν ὕπαρξή της, ὥστε νά ἐκδηλώσει τήν μέγιστη ἀνταπόκριση στήν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, μέ ἀπόλυτη ἀφοσίωση νά θέσει τόν ἑαυτό της στήν ὑπηρεσία τοῦ θείου σχεδίου, νά ἐνστερνισθεῖ τήν διδαχή τοῦ Θεανθρώπου καί νά καταστεῖ ὄχι μόνον τό πρῶτο καί ἐξέχον μέλος τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας του, ἀλλά καί ἡ προτύπωση τῆς Ἐκκλησίας καί τό παντέλειο πρότυπο κάθε πιστοῦ, τό στήριγμα τῆς πίστεως;
«Χωρὶς δὲ πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι» (Ἑβ 11,6), κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρέσει στόν Θεό χωρίς πίστη. Στήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐμφανίσθηκαν καί ἄλλοι ἄνθρωποι, ἄνδρες καί γυναῖκες, πού μέ τήν πίστη τους εὐαρέστησαν στόν Θεό. Ἕναν μακρύ κατάλογο ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή (κεφ. 11). Καί συνεχίζεται ὁ κατάλογος στό διάβα τῶν αἰώνων μέ τά πρόσωπα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί μέ τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πού σέ τόσες ταλαιπωρίες ὑποβλήθηκαν καί στό μαρτύριο ὁδηγήθηκαν ὁμολογώντας ἔτσι τήν ἀσάλευτη πίστη τους στόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀλλά ἡ πανάσπιλη Παρθένος ξεχωρίζει ἀπό ὅλους αὐτούς -καί ἀπό ὅσους μέχρι τήν συντέλεια τοῦ κόσμου θά ἀναφανοῦν-, ὅσο λαμπρότερη φαντάζει στά μάτια μας ἡ σελήνη ἀπό τά ἄπειρα ἀστέρια πού φωτίζουν τόν οὐρανό. Ἡ μοναδική πίστη της εἵλκυσε τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν πίστη της δέχθηκε τήν ἀγγελική διαβεβαίωση «εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ» (Λκ 1,30).
Ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς της ἡ πάνσεπτη Μαριάμ ἄρεσε στόν Θεό καί συνδέθηκε μαζί του. Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀγάπη της γιά Ἐκεῖνον, ἡ ταπείνωση καί ἡ ἁπλότητα καί ὅλα τά ἄλλα χαρίσματά της ἦταν τῆς πίστεως βλαστοί, ἀπό τήν πίστη της ἀρδεύονταν καί τήν κατέστησαν ἕναν χριστομίμητο ἄνθρωπο. Ἀλλά τό ὕψος καί ἡ ἔνταση τῆς πίστεως ἐκδηλώνεται κυρίως μέ τήν ὑποταγή. Ὤ ἡ ὑποταγή της στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού τήν ἀνέδειξε χωρίο τοῦ Ἀχωρήτου, Μητέρα τοῦ Ἀνάρχου!
Ὅταν ὁ ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεό ἄγγελος τῆς φανερώνει τήν θεία βουλή, ὁ Θεός περιμένει τήν ἀπάντηση τῆς Μαρίας. Ζητᾶ τήν ἐλεύθερη συγκατάθεση τῆς δούλης του, ὅπως ὁ νυμφίος περιμένει τήν ἀπάντηση τῆς ὑποψήφιας νύμφης. Καί Ἐκείνη ἐλεύθερα, ὑπεύθυνα καί ἑκούσια δέχεται νά συνεργασθεῖ γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας. Πιστεύει ὅτι ὅσα λέχθηκαν θά πραγματοποιηθοῦν καί ἐμπιστεύεται ὁλοκληρωτικά τόν ἑαυτό της στά χέρια τοῦ Θεοῦ· «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λκ 1,38). Τήν μακαρίζει γιά τήν γιγάντια πίστη της ἡ συγγενής της Ἐλισάβετ· «μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου» (Λκ 1,45) καί ὁ διδάσκαλος τοῦ γένους Ἠλίας Μηνιάτης συγκλονισμένος ἀναφωνεῖ: «Ὦ θαυμαστή δύναμις μιᾶς Παρθένου, ὁπού μέ ἕνα γένοιτο κάμνει τόν Θεό νά ἀλλάζει μέ τήν γῆν τούς ἀστέρας»!
Ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη ἡ Θεοτόκος ἐνταφιάζει τόν ἑαυτό της μέσα στήν Θεότητα καί ὁ Θεός ἀνασταίνει ἐν Χριστῷ τήν κεχαριτωμένη ὕπαρξή της στήν ζωή τῆς πίστεως. Αὐτό εἶναι πίστη, ἀδελφοί μου, ἕνας θάνατος καί μία ἀνάσταση: Πεθαίνω γιά τόν κόσμο καί ζῶ γιά τόν Θεό. Πεθαίνει ἡ δική μου λογική, καί ἀνασταίνεται μέσα μου τό ὑπέρλογο τοῦ Θεοῦ. Πεθαίνει τό δικό μου θέλημα καί ζῶ πλέον μία νέα, ἀναστημένη ζωή, ὅπως ὑπαγορεύει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ! Αὐτή τήν πίστη στόν ὑπέρτατο καί ὑπερτέλειο βαθμό διέθετε ἡ πανάχραντη Δέσποινα. Μ᾿ αὐτή τήν πίστη παρακολούθησε βῆμα πρός βῆμα, στιγμή πρός στιγμή τήν ἐπίγεια ζωή καί τήν δράση τοῦ Θεανθρώπου Υἱοῦ της· ἀπό τότε πού ὡς βρέφος τόν θήλαζε καί συνοδευόμενη ἀπό τόν μνήστορα Ἰωσήφ, τόν νομιζόμενο πατέρα τοῦ Ἰησοῦ, ἔπαιρνε τόν σκληρό δρόμο τῆς προσφυγιᾶς στήν Αἴγυπτο, γιά νά σώσει τό νεογέννητο ἀπό τήν μανία τοῦ Ἡρώδη, μέχρι τήν ὥρα πού κάτω ἀπό τόν σταυρό ἔνιωθε τήν ρομφαία τοῦ πόνου νά διαπερνᾶ τά μητρικά σπλάγχνα της. Κατανοώντας ὅσο κανείς ἄλλος τό κάθε τι, ἀφοῦ τό ἅγιο Πνεῦμα τήν εἶχε ἐπισκιάσει, ὑποτασσόταν ταπεινά καί σιωπηλά σέ ὅ,τι ὅριζε ὁ Θεός. Νά ἡ «ὑπερβάλλουσα» πίστη τῆς Θεοτόκου, γιά τήν ὁποία ἀναδείχθηκε τό στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα. Ἔγινε τό ἀσάλευτο στήριγμα γιά τήν πίστη μας τήν προσωπική, ἀλλά ἐπίσης στήριγμα καί κριτήριο γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἀνά τούς αἰῶνες.
«Σημεῖον ἀντιλεγόμενον» εἶναι ἀνά τούς αἰῶνες ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀλλά καί τό Εὐαγγέλιό του καί ἡ ἁγία Ἐκκλησία του. Παρόμοια καί ἡ κεχαριτωμένη Μητέρα του εἶναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Σύνοδοι Οἰκουμενικές θέσπισαν μαζί μέ τό Χριστολογικό καί τό Θεομητορικό δόγμα. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀποδεικνύει ὅτι λανθασμένη τοποθέτηση στό δόγμα τῆς Παρθένου σαλεύει ὅλο τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. Καί σήμερα ἀποτελεῖ σημεῖο καί κριτήριο, βάθρο σταθερό τῆς πίστεως τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Οἱ παπικοί τήν ὑπερτιμοῦν. Μέ τό ἀνυπόστατο δόγμα πού ἐπινόησαν ὅτι ἡ Παρθένος συνελήφθη «ἀσπόρως», ὄχι μέ τόν φυσικό τρόπο, καί μέ τήν ἀπέραντη «Μαριολογία» νομίζουν ὅτι τιμοῦν τήν Παναγία μας, ἀλλά στήν πραγματικότητα τήν προσβάλλουν καί τήν ἀδικοῦν, διότι τήν παρουσιάζουν περίπου σάν θεά. Οἱ προτεστάντες ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τήν ὑποτιμοῦν καί τήν θεωροῦν σάν μία ἁπλή γυναίκα, πού γέννησε μέν τόν 'Ιησοῦ ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἀλλά στήν συνέχεια γέννησε μέ τόν Ἰωσήφ καί ἄλλα παιδιά. Μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ καί μεγαλύνει ὅπως πρέπει τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου καί τήν προβάλλει ὡς βάση καί στήριγμά της.
Στό σημεῖο αὐτό θά ἐπαναλάβω κάτι πού πρέπει πολύ βαθιά νά χαραχθεῖ στήν σκέψη καί στήν καρδιά μας γιά νά μήν παρασυρθοῦμε σέ πλάνη καί λαθέψουμε στήν πίστη μας: Θεμέλιο μοναδικό καί ἀναντικατάστατο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός (βλ. Α´ Κο 3,11). Εἶναι δέ αὐτάρκης καί αὐτοδύναμος ὁ μοναδικός Σωτήρας μας. Δέν χρειάζεται βοήθεια ἀπό κανέναν, οὔτε ἄνθρωπο οὔτε ἄγγελο. Θέλει ὅμως καί εὐδοκεῖ ὁ πανάγαθος Κύριος νά δίνει καί στούς δικούς του, στούς ἀγαπητούς του, τήν χαρά νά συμμετέχουν καί αὐτοί στό ψυχοσωτήριο ἔργο του, νά ἀπολαμβάνουν τήν παντοδυναμία του καί νά κοινωνοῦν στήν λαμπρότητα τῆς δόξας του. Ἔτσι χρησιμοποιεῖ τούς ἀγγέλους ὡς «λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβ 1,14). Παρόμοια καθιστᾶ τούς ἁγίους ἀποστόλους θεμελίους λίθους τῆς Ἐκκλησίας του (βλ. Ἐφ 2,20· Ἀπ 21,14), ἀλλά καί τούς τόσους ἄλλους ἁγίους, πού διακρίθηκαν μέσα στήν Ἐκκλησία, τούς ἐπικαλούμαστε οἱ πιστοί ὡς «στύλους τῆς Ἐκκλησίας» (π.χ. τόν Μ. Ἀθανάσιο, τόν ἅγιο Στυλιανό κ.ἄ.). Ἐξαιρέτως καί πολύ περισσότερο ἰσχύει αὐτή ἡ τιμή γιά τήν παναγία Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου. Τήν τιμοῦμε καί τήν προσκυνοῦμε «δουλικῶς ἀλλ᾿ οὐ λατρευτικῶς». Ἡ λατρευτική προσκύνηση ἀνήκει μόνο στόν Θεό.
Στόν δεύτερο στίχο χαιρετίζοντας τήν Παναγία μας τήν χαρακτηρίζουμε ὡς λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα. Εἶναι ἡ «Κεχαριτωμένη» (Λκ 1,28), πού σημαίνει «ὁ ἄνθρωπος τῆς χάριτος». Γιά νά καταλάβουμε, λοιπόν, τό νόημα τοῦ Χαιρετισμοῦ πρέπει νά γνωρίζουμε τί σημαίνει «χάρις».
Χρησιμοποιοῦμε καί σήμερα τήν λέξη χάρη. Λέμε π.χ. «κάνε μου μιά χάρη», «γιά χάρη μου...» ἤ «ἔδωσε χάρη, ἀμνηστεία». Μέσα στήν θεόπνευστη Γραφή, ὡστόσο, ἡ ἔννοια «χάρις» εἶναι ἀσύγκριτα πλουσιώτερη καί βαθύτερη. Ἔχει τόσο θεολογικό πλοῦτο καί βάθος, ὥστε δύσκολα μπορεῖ κανείς νά τήν περιγράψει καί νά τήν ἐκφράσει. Εἶναι ὅ,τι διαθέτει ὁ Θεός γιά τήν σωτηρία μας. Ἕνα μόνον μᾶς σώζει, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ· «χάριτί ἐστε σεσωσμένοι» (Ἐφ 2,5), «ἐπεφάνη γὰρ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις» (Ττ 2,11), διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
«Χάρις» στήν γλῶσσα τῆς ἁγίας Γραφῆς ὀνομάζεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί συγκεκριμένα ἡ ἀγάπη του πρός τούς ἁμαρτωλούς. ῾Ο Θεός, ὁ πλάστης μας καί δημιουργός τοῦ κόσμου, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶχε ἀρχικά τήν ὑποχρέωση νά ἀγαπάει τά πλάσματά του. ᾿Από τότε ὅμως πού ἐμεῖς γίναμε ἀντάρτες, ἀναρχικοί, ἀποστάτες, ἀφοῦ καταπατήσαμε τήν ἐντολή του καί συμμαχήσαμε μέ τόν ἐχθρό, ὁ Θεός εἶχε κάθε δικαίωμα νά μᾶς ἀποβάλει ἀπό τήν ἀγάπη του, νά μᾶς ἀποπαιδώσει. Καί ὅμως, καί μετά τήν πτώση μας ἐξακολουθεῖ νά μᾶς ἀγαπάει. Αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο ὀνομάζεται «χάρις».
Ἔκφραση τῆς θείας χάριτος ἀποτελεῖ τό θαυμαστό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό σχέδιο τῆς σωτηρίας μας. Ἔτσι ἐκδηλώθηκε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἦρθε νά ἀναζητήσει καί νά ἀγκαλιάσει τόν παραστρατημένο ἄνθρωπο, νά τόν σηκώσει καί νά τόν καθαρίσει ἀπό τόν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, νά τόν σώσει καί νά τόν ἀνεβάσει στόν οὐρανό. Κατέβηκε στήν γῆ ὁ Θεός, ὑπέμεινε σταυρό καί θάνατο, ἔφθασε ὥς τόν ᾅδη, γιά νά χαρίσει σέ μᾶς τήν λύτρωση ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί δέν ἀρκέσθηκε μόνο σ᾽ αὐτήν τήν δωρεά. Ἡ ἀγάπη του μᾶς χάρισε, ἐπιπλέον, τήν υἱοθεσία, καί μᾶς κατέστησε κληρονόμους τῆς βασιλείας του, συγκληρονόμους τοῦ Υἱοῦ του (βλ. Ρω 8,17· Γα 4,7)! Ποιό ἀνθρώπινο παράδειγμα θά μποροῦσε νά ἐκφράσει μιά τέτοια ἀγάπη;
῎Αν ἤμουν ζωγράφος, θά ζωγράφιζα ἕναν κόκκινο οὐρανό μ᾽ ἕνα λευκό σύννεφο πού θά ἔπεφτε στήν ἄγονη γῆ ὡς εὐεργετική βροχή καί θά τήν μετέβαλλε σέ παράδεισο. ῾Η εἰκόνα αὐτή θά ἦταν μία συμβολική ἀναπαράσταση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο κόκκινος οὐρανός συμβολίζει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· τό λευκό σύννεφο τήν χάρη του, τήν ἀγάπη του εἰδικά γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς· καί ἡ εὐεργετική βροχή παριστάνει τό ἔλεος πού μᾶς συγχωρεῖ, τό φῶς πού μᾶς φωτίζει, τήν δύναμη πού μᾶς δυναμώνει ἐγκαθιστώντας στόν κόσμο τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν στρατευομένη ἐκκλησία του.
Σύμβολο ἐκφραστικό τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου μας. Καθώς ἑνώνει οὐρανό καί γῆ, ἀνατολή καί δύση, εἰκονίζει τήν ἀπέραντη ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, πού χωρᾶ ὅλα τά πλάσματά του, καί τούς ταπεινούς δικαίους καί τούς μετανοοῦντες ἁμαρτωλούς. Αὐτό εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ θεϊκή ἀγκαλιά πού μᾶς συνέχει ὅλους (βλ. Β´ Κο 5,14). Καί «θρόνος τῆς χάριτος», στόν ὁποῖο μέ παρρησία μποροῦμε νά πλησιάζουμε «ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν» (Ἑβ 4,16), εἶναι ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου μας. Ἀπό αὐτόν ἀναβλύζει ἡ θεία χάρις.
Ἀλλά ὅπως ἡ λέξη «πίστις» ἔτσι καί ἡ «χάρις» σέ ὁρισμένα χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς δηλώνει τήν Ἐκκλησία. Στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή π.χ. ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι διά τῆς πίστεως ὁ Κύριος μᾶς πῆρε ἀπό τό χέρι καί μᾶς ἔφερε καί μᾶς τοποθέτησε σ᾽ ἕνα καθεστώς, στό καθεστώς τῆς χάριτος, τήν Ἐκκλησία του (βλ. Ρω 5,1-2). Καί ὅταν γράφει πρός τόν μαθητή του Τίτο ὅτι φανερώθηκε ἡ σωτήριος χάρις τοῦ Θεοῦ «παιδεύουσα ἡμᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (2,12), στήν Ἐκκλησία ἀναφέρεται. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τά Ἐκπαιδευτήρια τοῦ Θεοῦ· μᾶς ἐκπαιδεύει, ὥστε νά ἀρνηθοῦμε τήν ἀσέβεια καί τίς κοσμικές ἐπιθυμίες, καί νά ζήσουμε μέ σωφροσύνη, δικαιοσύνη καί εὐσέβεια. Ἡ Ἐκκλησία, ἐπίσης, εἶναι ὁ διαχειριστής τῆς θείας χάριτος. Μόνος του ὁ ἄνθρωπος, κι ἄν ἀκόμη κάνει νηστεῖες, προσευχές, ἀγαθοεργίες, καί σημεῖα ἄν ἐπιτελεῖ, ἐφόσον δέν ἔχει ἐπαφή μέ τήν Ἐκκλησία καί δέν ζῆ μυστηριακή ζωή, στερεῖται τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί βρίσκεται ἐκτός σωτηρίας.
Πῶς ἐφαρμόζεται στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ; Πῶς ἐκδηλώνεται στήν φυσική πραγματικότητα; Ὅπως, ἄν θέλαμε νά μελετήσουμε π.χ. τήν ἀξία τοῦ ἠλεκτρισμοῦ, θά μελετούσαμε τίς ἐφαρμογές του, ἔτσι γιά νά κατανοήσουμε τί σημαίνει «χάρις Θεοῦ», θά ἐντρυφήσουμε στούς βίους τῶν ἁγίων μας. Αὐτοί ἀποτελοῦν τήν ἐφαρμογή, τό ἐπιτυχημένο πείραμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἱστορία. Ὅλοι οἱ ἅγιοι, ἀπόστολοι, μάρτυρες, ὅσιοι, πατέρες καί διδάσκαλοι, ὁμολογητές, νεομάρτυρες εἶναι βλαστοί ἀλλά καί γνωρίσματα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Παραχώρησαν τήν προσπάθεια, τόν ἀγώνα τους στήν θεία χάρη καί, σέ συνεργασία μαζί της, ξεπέρασαν τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης, συνέτριψαν τίς παγίδες τοῦ σατανᾶ, ἔμειναν ἀπρόσβλητοι στούς πειρασμούς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἔφθασαν στά ὕψη τῆς ἁγιότητος. Στήν χάρη τοῦ Θεοῦ χρωστοῦν καί οἱ δίκαιοι τήν δικαιοσύνη τους καί οἱ ἁμαρτωλοί τήν κάθαρση καί τήν σωτηρία τους.
Στήν κορυφή τῆς θαυμαστῆς χορείας τῶν ἁγίων, τό ἐξοχώτερο ἀπό ὅλα τά παραδείγματα, τό ἀπαράμιλλο λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα εἶναι ἀναντίρρητα ἡ Παναγία μας, ἡ «κεχαριτωμένη» Παρθένος. Ἡ ὑπεραγία προσωπικότητά της εἵλκυσε τήν παντοδύναμη χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (βλ. πρβλ. Πρμ 3,34· Ἰα 4,6· Α´ Πέ 5,5). Αὐτή ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ λάμπρυνε τόσο τήν ταπεινή κόρη τῆς Ναζαρέτ, ὥστε τήν ἀνέδειξε λαμπρότερη κι ἀπό τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, «λαμπροτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν», τήν κατέστησε τό «πυρίμορφον ὄχημα τοῦ Λόγου». Ὡς «μητέρα τοῦ Φωτός» μεσουρανεῖ στό πνευματικό στερέωμα δίπλα στόν ἄδυτο νοητό Ἥλιο, τόν Μονογενῆ Υἱό της. Ἐκείνου τήν ἄρρητη λαμπρότητα ἀντικατοπτρίζει ἡ Θεομήτωρ καί τήν διαχέει σέ ὅλη τήν πλάση· καταυγάζει τίς ψυχές τῶν ἁγίων καί τίς ἑλκύει στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ἀνά τούς αἰῶνες οἱ πιστοί μέ βαθύτατη εὐγνωμοσύνη κλίνουν γόνυ εὐλαβικά στήν Κεχαριτωμένη καί μέ συγκλονισμό ψυχῆς τήν χαιρετίζουν· χαῖρε λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα!
Ὅλοι ὅσοι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τό χρωστοῦμε στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Εὐλογημένο τό ὄνομά του καί δοξασμένη ἡ ἀγάπη του! Πόσες φορές πέ-σαμε καί μέ τήν χάρη του μᾶς σήκωσε, μᾶς ἀνέστησε! Πόσες φορές ἡ ἁμαρτία λέρωσε τήν ψυχή μας καί ἡ χάρη του μᾶς καθάρισε! Πόσες φορές πληγωθήκαμε ἀπό τά βέλη τοῦ πονηροῦ καί ἡ θεία χάρη μᾶς θεράπευσε! ῾Η χάρη τοῦ Κυρίου εἶναι τό ὀξυγόνο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Μόνον -προσοχή!«μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς» (Β´ Κο 6,1), παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μήν πάει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ χαμένη. Δέν θά πάει χαμένη, ἄν πλησιάζουμε τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ μας μέ μετάνοια, ἄν προσερχόμαστε τακτικά καί συνειδητά στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄν μένουμε σταθεροί στό καθεστώς αὐτό τῆς θείας χάριτος.
Κάθε ζωντανό μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἐπιθυμεῖ νά βάλει στήν ζωή του πρότυπο τήν Κεχαριτωμένη καί μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀγωνίζεται νά βαδίσει στά ἴχνη της. Ἔτσι ὁ πιστός ἀξιώνεται νά συλλάβει κι αὐτός μέσα του τόν Χριστό! Ἀξιώνεται νά χαρίσει μέ τήν σειρά του στήν ἀνθρωπότητα ἕναν μικρό Χριστό, τόν ἑαυτό του ἀναγεννημένο, γνήσιο μιμητή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι γίνεται καί αὐτός μέσα στόν κόσμο ἕνα γνώρισμα τῆς χάριτος, πού ἀκτινοβολεῖ λίγη ἀπό τήν ἀτέλειωτη λαμπρότητα τῆς Παναγίας μας.
Στεργίου Σάκκου, Ὦ πανύμνητε Μῆτερ, σελ. 97-111.