Ὁ Μακεδονικός ἀγώνας ὑπῆρξε ἀγώνας αἱμάτων καί θυσιῶν. Ὅμως κανενός ἥρωα τό αἷμα δέν συνετέλεσε τόσο στήν ἐλευθερία τῆς Μακεδονίας, ὅσο τό αἷμα τοῦ Παύλου Μελᾶ.
Ὁ Παῦλος Μελᾶς καταγόταν ἀπό ἐκεῖνες τίς οἰκογένειες πού ἀναδεικνύουν ἥρωες. Καί τό ἐπιτυγχάνουν αὐτό, διότι μεταδίδουν ὡς εἶδος κληρονομιᾶς ἀπό γενιά σέ γενιά τά ὑψηλά ἰδανικά τῆς φυλῆς. Καί ἔχοντας προσήλωση στήν ὑπεράσπιση τῶν ἰδανικῶν αὐτῶν, καταφέρνουν νά ὑπερβαίνουν τίς μικρότητες τῶν πολλῶν πού σύρονται στήν κολακεία τῶν ἰσχυρῶν, στήν ἐπιδίωξη ἀναρρίχησης μέ κάθε τρόπο, στόν εὔκολο πλουτισμό καί τήν καλοπέραση.
Ὁ Παῦλος Μελᾶς ἐπέλεξε νά εἰσέλθει στή σχολή Εὐελπίδων ἔχοντας ἀποκρυσταλλωμένη ἄποψη περί τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς του. Τήν καταθέτει σέ ἐπιστολή πρός τόν πατέρα του μετά τήν ὁρκωμοσία του (4-10-1886):
«Σεβαστέ πατέρα,
...Προχθές τό πρωί ἔδωκα τόν νενομισμένον ὅρκον. Δέν δύνασθε νά φαντασθεῖτε ὁποίαν βαθείαν ἐντύπωσιν μοῦ ἐνεποίησε ἡ τελετή αὕτη. Δέν ἦτο ἐπιβλητική, οὔτε μᾶς ἐξήγησαν προηγουμένως ποίαν βαρύτητα καί σπουδαιότητα ἔχουν οἱ λόγοι τούς ὁποίους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς σημαίας προφέρομεν. Ἀλλά σᾶς βεβαιῶ ὅτι ὡρκίσθην ἔχων πλήρη συναίσθησιν τῶν ὑπό τοῦ ὅρκου ἐπιβαλλομένων καθηκόντων, σταθεράν δέ ἀπόφασιν νά τά ἐκτελέσω. Διά τοῦτο καί ἐκ βάθους τῆς καρδίας μου ὡρκίσθην ὑπακοήν εἰς τούς νόμους τῆς Πατρίδος, σέβας, πίστιν καί ἀφοσίωσιν εἰς τόν Βασιλέα μου, καί ὅτι θέλω ὑπερασπισθῇ μέχρι τελευταίας πνοῆς μου τήν Σημαίαν καί τήν Πατρίδα.
Πάντα ταῦτα πρό πολλοῦ εἶχα ὁρκισθῆ καθ᾿ ἑαυτόν νά τηρήσω, ὥστε ὁ ἐπίσημος ὅρκος οὐδέν νέον καθῆκον μέ μανθάνει, ἀλλά συνέσφιγξεν ἔτι περισσότερον, ἄν τοῦτο εἶναι δυνατόν, τούς δεσμούς, οἵτινες μέ συνδέουν πρός τήν Πατρίδα μου καί τόν Βασιλέα μου. Ἐπίσης, ἀναμιμνησκόμενος αὐτοῦ καθ᾿ ἑκάστην, αἰσθάνομαι προθυμότερος νά ἐκτελῶ τά καθήκοντά μου καί νά ὑπομένω τάς μικράς ἐνοχλήσεις, τάς ὁποίας ἔχομεν εἰς τήν σχολήν.
Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπον εἶμαι εὐτυχέστερος τώρα ἐδῶ. Πρίν τελειώσω τήν ἐπιστολήν μου, σᾶς παρακαλῶ, σεβαστέ μου πατέρα, νά μ᾿ εὐχηθῆτε ὅπως ὁ Θεός μέ βοηθήσῃ νά τηρήσω ἐντίμως τόν ὅρκον μου μέχρι τελευταίας στιγμῆς τῆς ζωῆς μου.
Μετά σεβασμοῦ ἀσπάζομαι τήν δεξιάν σας καί μένω εὐπειθέστατος υἱός σας
Παῦλος Μελᾶς»
Ὁ Παῦλος ἀποφοίτησε ἀπό τή σχολή τό 1891 καί κατατάχθηκε στό πυροβολικό μέ τό βαθμό τοῦ ἀνθυπιλάρχου. Πέρασαν ἕξι χρόνια ὥς τόν πόλεμο τοῦ 1897, στόν ὁποῖο ἔλαβε μέρος μέ τόν διο βαθμό. Πιστός στόν ὅρκο πού ἔδωσε, ὑπέφερε ὅσο ἐλάχιστοι γιά τή μεγάλη ἐκείνη ἐθνική ταπείνωση. Οἱ πολλοί ξεχάστηκαν στά κοσμικά σαλόνια καί τίς διασκεδάσεις μέ τούς ξένους πρεσβευτές, τούς διανοουμένους, τούς καλλιτέχνες καί τούς ἀνθρώπους τοῦ χρήματος. Συμμαθητές τοῦ Παύλου πῆραν προαγωγές. Ἐκεῖνον μιά ἔγνοια τόν ἔτρωγε: Νά μήν παρασυρθεῖ ἀπό τήν καλοπέραση καί φανεῖ ἐπίορκος, ἐνῶ τόσοι ἀκόμη ἀδελφοί στέναζαν κάτω ἀπό ζυγό δουλείας. Γι᾿ αὐτό καί ἔντονη ἡ κριτική πρός τούς ὑπευθύνους τῆς συντριβῆς. Γι᾿ αὐτό καί νέα παράταση τῆς στασιμότητας.
Ἡ ἀνήσυχη φύση του βρῆκε ὡς διέξοδο πρός πραγμάτωση τῶν ὁραμάτων του τή συμμετοχή του στήν πρώτη διερευνητική ἀποστολή στή Μακεδονία. Ἡ ἔκθεσή του διέφερε σημαντικά ἀπό τίς ἐκθέσεις τῶν ἄλλων. Οἱ ἄλλοι ἔγραψαν κατά τίς ἐπιθυμίες τῶν ἐπιτελῶν· ὁ Παῦλος κατά τόν καημό τῶν ὑποδούλων. Οἱ ἄλλοι προήχθησαν· ὁ Παῦλος παρέμεινε καί πάλι στάσιμος. Καί σάν διαπίστωσε πώς ἐκεῖ στήν Ἀθήνα δέν εἶχαν καμιά διάθεση νά σπεύσουν σέ βοήθεια τῶν κατατρεγμένων ἀπό τούς κομιτατζῆδες Μακεδόνων, τά «βρόντησε» ὅλα τοῦ στρατοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο δέν περίμενε πιά τίποτε. Δέν ὑπῆρξε αὐτό θυσία γιά τόν Παῦλο. Θυσία ὑπῆρξε τό ὅτι ἄφησε πίσω του τήν πολυαγαπημένη Ναταλία τῶν Δραγούμηδων καί τά λατρευτά του παιδιά Μιχάλη (Μίκη) καί Ζωή (Ζέζα), καί εἰσῆλθε στήν ὑπόδουλη Μακεδονία ὡς Μίκης Ζέζας.
Σαράντα μέρες κύλισαν, ὥσπου νά τόν βρεῖ τό φονικό βόλι (13-10-1904). Ἀρκετές γιά νά λάβει νέα τροπή ὁ ἀγώνας. Ὅ,τι δέν κατάφερε ζωντανός, τό πέτυχε νεκρός: «Ἔφερε τή Μακεδονία πιό κοντά μας», ἔγραψε σέ ποίημά του ὁ Παλαμᾶς. Τάραξε τήν κοιμισμένη ἐθνική συνείδηση τῶν ἐλευθέρων Ἑλλήνων καί ἔσπευσαν πρός βοήθεια τῶν ὑποδούλων.
Τά χρόνια κύλισαν. Ποιός γνωρίζει τούς συμμαθητές τοῦ Παύλου στή σχολή Εὐελπίδων; Ποιός ξέρει ποιός ἀπ᾿ αὐτούς ἔφθασε στό βαθμό τοῦ στρατηγοῦ; Τί ἀπόμεινε ἀπό τίς κοσμικές ἐκδηλώσεις στά σαλόνια, ὅπου οἱ «μεγάλοι» περνοῦσαν τήν ὥρα εὐτελίζοντας τήν ὕπαρξή τους καί προσπαθώντας νά πνίξουν στή λησμονιά τόν ὅποιο ὅρκο εἶχαν δώσει μέ σαμπάνια καί φερσίματα «κατά πώς πρέπει» ἀπό τήν Ἑσπερία φερμένα; Ἡ πατρίδα ποτέ δέν στηρίχθηκε στούς πολλούς, πού ὄνειρο ἔχουν τήν προσωπική τους ἀνέλιξη. Κάπου κάπου γεννᾶ ἕναν Παῦλο Μελᾶ καί αὐτός εἶναι ἀρκετός. Παρακάμπτοντας στρατηγούς, ὑπουργούς καί ἄλλους τρανούς, πότε ἕνας ἀνθυπίλαρχος, πότε καί κάποιος κατώτερος ἀκόμη, ἀναλαμβάνει νά σηκώσει στούς ὤμους του τήν πατρίδα καί τά καταφέρνει. Γιατί, μόλις δοῦνε αὐτόν οἱ πολλοί ἐγκαρδιώνονται καί σπεύδουν νά τόν βοηθήσουν. Ὄχι! Ὁ ἕνας ποτέ δέν εἶναι μόνος. Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νά προηγηθεῖ, νά προηγηθεῖ κυρίως στήν προσφορά τοῦ αἵματός του.
Δευτέρα, 8 Μαρτίου 1904. Ὥρα 10 π.μ.
Ζήτω ἡ Μακεδονία!
Ἐτελείωσαν, Νάτα μου, τά βάσανά μας· ἀπό τάς 4 τό πρωί εὑρισκόμεθα μεταξύ τοῦ ἐγκαταλελειμμένου χωρίου Ρομπάτι καί τῆς Φυλῆς τοῦ Ἁλιάκμονος...
Οὐδέποτε, σέ βεβαιῶ, ἐπίστευσα τόσον εἰς τήν θείαν Πρόνοιαν ὅσον χθές τήν νύκτα. Ὅταν ἐξεκινήσαμεν ἦτο σκότος βαθύ· οἱ ὁδηγοί ἀμφέβαλλαν καί πάλιν περί τοῦ δυνατοῦ τῆς πορείας· ἀλλ᾿ ἐπειδή ἐπεμένομεν, ὑπήκουσαν. Μόλις ὅμως διήλθομεν εἰς τό σκότος τήν ἐπικίνδυνον τουρκικήν ζώνην ἀμέσως, ὡς διά μαγείας, τά πυκνά νέφη διελύθησαν καί ἡ σελήνη καί τά ἄστρα μᾶς ἐφώτισαν τόν φοβερώτατον δρόμον, τόν ὁποῖον ἐπί τρεῖς ὥρας ἠκολουθήσαμεν διά μέσου παρθένων δασῶν, κρημνῶν, ἀνωφερειῶν καί λοιπῶν. Ναί, Νάτα μου, ἐπιστεύσαμεν ὅλοι, μέ ὅλην τήν ψυχήν μας, ὅτι ὁ Θεός ἐκείνην τήν στιγμήν εὐλόγει τό ἔργον μας καί διά τῶν ἀστέρων του ἐφώτιζε τόν δρόμον μας. Ἡ πεποίθησις αὕτη μᾶς ἔδωκε δυνάμεις ὑπερανθρώπους καί, χωρίς νά τό ἐννοήσωμεν σχεδόν, ἐβαδίσαμεν ἐπί ἐννέα ὥρας, ἕκαστος φέρων βάρος 15-20 ὀκάδων. Τάς δυσκολίας τάς ὁποίας ὑπερνικήσαμεν, δέν ἠμπορῶ νά σοῦ τάς περιγράψω... Ἐν τούτοις εἶναι περίεργον ὅτι τά βασανιστήριά μας τώρα μόνον τά ἐνθυμούμεθα. Ὅταν τά ὑφιστάμεθα, ὁ νοῦς μας ὅλων ἦτο εἰς τήν Μακεδονίαν· ἠσθανόμεθα ὅτι αἱ πρός αὐτήν ὑπηρεσίαι μας ἀπό τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἤρχισαν...
Εἰς τήν ὑγείαν μου εἶμαι κάλλιστα, ἀλλ᾿ ἰδίως εἰς τό ἠθικόν. Δέν φαντάζεσαι πόσον ἀνυπομονῶ νά φθάσω ἐκεῖ. Ἔχω τήν πεποίθησιν ὅτι εἰς μερικά μέρη ἡ παρουσία μου μέ ὀλίγα χρήματα καί ὀλίγους ἄνδρας, μέ ὀλίγην γενναιότητα καί μέ πολλήν καλωσύνην καί φιλανθρωπίαν, θ᾿ ἀλλάξουν τά πράγματα. Συγχώρησε, γλυκειά μου, αὐτόν τόν ἐγωισμόν· εἶναι ὁ μόνος πού αἰσθάνομαι, ἀλλά νομίζω ὅτι εἶναι βάσιμος. Ὅταν συλλογίζωμαι ὅτι ἴσως μέ βοηθήση ὁ Χριστός νά ἐπιτύχω, νομίζω ὅτι μοῦ ἔρχεται τρέλα. Τί χαρά δι᾿ ὅλους μας ἄν γίνη τοῦτο, καί πρό πάντων τί εὐτύχημα διά τήν Πατρίδα, ἡ ὁποία θ᾿ ἀναθαρρήση καί θά ἰδῆ ὅτι ἄν κινηθῆ ὀλίγον, ναί μέν δέν ἠμπορεῖ νά κάμη μεγάλα πράγματα, ἀλλ᾿ ἠμπορεῖ νά κάμη ὥστε νά παύση αὐτός ὁ παμβουλγαρισμός εἰς τά μέρη ἐκεῖνα...
Σοῦ στέλλω δύο φύλλα κυκλαμίνων τῆς Μακεδονίας. Εἴθε μίαν ἡμέραν νά ἔλθετε αἱ ἴδιαι νά τά κόψετε. Ἡ ὡραιότης τῶν μερῶν τούτων εἶναι ἀπερίγραπτος. Τί λυπηρόν νά εὑρίσκωνται εἰς τέτοια χέρια.
Τώρα θά ξυπνήσω τόν Παπούλαν καί θά κοιμηθῶ. Οἱ ἄνδρες μας, ἐκτός τῶν σκοπῶν, κοιμοῦνται ὅλοι. Ἡ ὥρα εἶναι 12 ἀκριβῶς (ἐκράτησα τήν ὥραν τῆς Κηφισιᾶς, διά νά σᾶς παρακολουθῶ), θά εἶσθε ἀκόμη εἰς περίπατον. Χίλια φιλιά μακεδονικά εἰς σέ καί εἰς τούς ἄλλους. Μή λησμονήσης τόν Λέοντα Καλλέργην. Φίλησε τήν μαμά καί λοιπούς.
Σέ φιλῶ καί σέ λατρεύω
Παῦλος