Παρασκευή, 11 Οκτώβριος 2024 03:00

Πατέρων Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου Λκ 8,5-15

 ῾Η παραβολή τοῦ σπορέως (Λκ 8,4-15)

 

 sporias2 ῾Η παραβολή τοῦ σπορέως ἀνήκει στίς «παραβολές τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ»· εἶναι ὀκτώ παραβολές, πού στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο εἰσάγονται μέ τήν ἔκφραση «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (13,1-52). ῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος παραθέτει ὁρισμένες ἀπό αὐτές (4,1-32) καί ὁ Λουκᾶς ἐπίσης ἀναφέρει μερικές σποραδικά. Τήν πρώτη ἀπό τίς παραβολές τῆς βασιλείας ἐξιστορεῖ ἐδῶ.

 8,4. Συνιόντος δὲ ὄχλου πολλοῦ καὶ τῶν κατὰ πόλιν ἐπιπορευομένων πρὸς αὐτὸν εἶπε διὰ παραβολῆς.
 ῾Ο Κύριος βρισκόταν «παρὰ τὴν θάλασσαν» (Μθ 13,1· Μρ 4,1), στήν παραλία τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας. ᾿Εκεῖ συγκεντρώθηκε πλῆθος λαοῦ, προερχόμενο ἀπό διάφορες πόλεις. ῏Ηταν πολλοί πού εἶχαν ἀκούσει τόν ᾿Ιησοῦ νά κηρύττει στόν τόπο τους καί λαχταροῦσαν νά ξανακούσουν τήν διδασκαλία του, κι ἄλλοι πάλι πού πληροφορούμενοι τήν φήμη του δέν ἄντεχαν νά περιμένουν, ὥσπου νά φθάσει στά δικά τους μέρη, καί ἔτρεχαν νά τόν γνωρίσουν. Τό πλῆθος αὐτό τοῦ ἔδωσε ἀφορμή νά μιλήσει -μέ τόν πιό εὔληπτο καί παραστατικό τρόπο, διὰ παραβολῆς- γιά τήν ποικίλη ἐπίδραση τοῦ θείου λόγου στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων.
  Τό σκηνικό αὐτῆς τῆς διδασκαλίας μᾶς τό παρουσιάζουν οἱ ἄλλοι συνοπτικοί εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 13,2· Μρ 4,1). Τό ἀκροατήριο στεκόταν στήν ἀκρογιαλιά καί ὁ ᾿Ιησοῦς, ὅπως καί ἄλλοτε (βλ. Λκ 5,3), φροντίζοντας νά μήν ἀφήνει κανέναν πίσω ἀλλά νά τούς βλέπει ὅλους μπροστά του κατά τήν ὥρα τῆς διδασκαλίας, ἀνέβηκε σέ ἕνα ψαροκάικο. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος δίνει τήν αἰώνια διάσταση τῆς παράδοξης αὐτῆς εἰκόνας· «κάθηται παρὰ τὴν θάλασσαν, ἁλιεύων καὶ σαγηνεύων τοὺς ἐν τῇ γῇ».
 

8,5-8. ᾿Εξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. Καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
  ῾Η παραβολή παρουσιάζει τήν ἁπλή εἰκόνα τοῦ γεωργοῦ πού βγῆκε νά σπείρει τό χωράφι του. ᾿Από τό σακκί του, τό κρεμασμένο στόν ὦμο, πῆρε ἁπλόχερα σπόρο καί τόν ἔρριξε στό χωράφι. Μερικοί σπόροι ὅμως ξέφυγαν παρὰ τὴν ὁδόν. ᾿Ανάμεσα στά χωράφια ὑπῆρχαν μονοπάτια γιά νά περνοῦν οἱ διαβάτες. Οἱ σπόροι πού ἔπεσαν δίπλα σέ ἕνα τέτοιο μονοπάτι καταπατήθηκαν ἀπό τούς περαστικούς καί κάποιους τούς ἔφαγαν τά πουλιά. ῎Αλλοι σπόροι ἔπεσαν ἐπὶ τὴν πέτραν. ῾Η λέξη «πέτρα» στήν γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί γενικά στήν ἀρχαία ἑλληνική, σημαίνει «βράχος»· ἡ φορητή πέτρα ὀνομάζεται «λίθος». Στήν Παλαιστίνη ὑπάρχουν περιοχές ὅπου τό ἔδαφος ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα συνεχές πέτρινο στρῶμα, μέ ἐλάχιστο χῶμα στήν ἐπιφάνεια. ῞Οσοι σπόροι βρέθηκαν σέ τέτοιο ἔδαφος πετρῶδες (βλ. Μθ 13,5· Μρ 4,5) φύτρωσαν ἀμέσως, ἀλλά ἐπειδή δέν μποροῦσε ἡ ρίζα τους νά προχωρήσει βαθειά καί νά βρεῖ ἰκμάδα, δηλαδή τήν ἀπαραίτητη ὑγρασία, πολύ γρήγορα τά φυτά ξεράθηκαν. Μερικοί σπόροι, τέλος, ἔπεσαν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν. Βλάστησαν, ἀλλά πνίγηκαν ἀπό τά ἀγκάθια, διότι εἶναι ἰσχυρότερα καί ἀναπτύσσονται μέ μεγαλύτερη ταχύτητα.
  ῾Ο Κύριος μέ τήν παραβολή τοῦ σπορέως προγυμνάζει τούς μαθητές του καί τούς διδάσκει νά μή χάνουν τό θάρρος τους, κι ὅταν ἀκόμη παραμένουν ἄκαρποι οἱ περισσότεροι ἀπό ἐκείνους πού ἀκοῦν τό κήρυγμά τους. «Τό ἴδιο συνέβη καί στόν Κύριο», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «κι ὅμως ἐκεῖνος, ἐνῶ ὅλα τά γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων, δέν ἀπέφυγε τό κοπιαστικό ἔργο τῆς σπορᾶς». ᾿Αντίθετα, πρόσφερε ἄφθονο τόν λόγο του σέ ὅλους, ὅποιο κι ἄν ἦταν τό χωράφι τῆς καρδιᾶς τους.
  Προκύπτει, βέβαια, ἕνα εὔλογο ἐρώτημα· Τί θά μποροῦσε, λοιπόν, νά περιμένει ὁ γεωργός πού ἔρριξε τούς σπόρους του στόν δρόμο, σέ ἔδαφος πετρῶδες ἤ στά ἀγκάθια; Στήν φυσική σπορά, βέβαια, τίποτα· στήν πνευματική ὅμως πολλά. Θεωρεῖ ἀδικαιολόγητο, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τόν σποριά τῆς γῆς, ὅταν ἀπό ἀπροσεξία του ἀφήνει νά χαθοῦν τόσοι σπόροι. Χαρακτηρίζει ὅμως ἀξιέπαινο τόν σποριά τῶν θείων διδαγμάτων, ὅταν δέν ἀπορρίπτει καμία ψυχή, καί ἀφειδώλευτα σκορπᾶ τόν θεῖο λόγο. Διότι εἶναι δυνατόν μία καρδιά πού εἶναι σάν τόν δρόμο ἤ πετρώδης ἤ γεμάτη ἀγκάθια νά μεταβληθεῖ καί νά γίνει γόνιμη μέ τήν μετάνοια (βλ. ᾿Ιζ 36,26).
  Τέλος, οἱ ὑπόλοιποι σπόροι ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, σέ ἔδαφος καλό, κατάλληλο γιά τήν ἀνάπτυξή τους. Φύτρωσαν, πράγματι, καί ἔδωσαν πολύ καρπό, ἑκατονταπλασίονα. Δέν εἶναι ὑπερβολικός ὁ λόγος. Σέ πολλά μέρη τῆς Παλαιστίνης ἀλλά καί σέ ἄλλες περιοχές ὑπάρχουν χωράφια πολύ εὔφορα, ὅπου ὁ ἕνας κόκκος σπόρου μπορεῖ νά δώσει πράγματι καρπό ἑκατονταπλάσιο. ῾
  Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος διακρίνει τρεῖς κατηγορίες καλῆς σοδειᾶς, πού ἐξαρτῶνται, βέβαια, ἀπό τήν ποιότητα ὄχι τοῦ σπόρου ἀλλά τοῦ ἐδάφους· «ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν καὶ ἐδίδου καρπὸν ὃ μὲν ἑκατόν, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα» (13,8. 23· πρβλ. Μρ 4,8. 20). ῾Η φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ «οὐχ ἓν ἀπαιτεῖ μέτρον ἀρετῆς», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ᾿Επιδοκιμάζει ἐκείνους πού ἔχουν νά δείξουν πολύ καρπό, ἀλλά δέν ἀπορρίπτει καί τούς ἄλλους μέ τήν λιγότερη καρποφορία.
  Στό τέλος τῆς παραβολῆς ὁ ᾿Ιησοῦς μέ δυνατή φωνή πρόσθεσε· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. Τό προφητικό κήρυγμα πολύ συχνά ἄρχιζε μέ τό προτρεπτικό και ἐξαγγελτικό «ἀκούσατε» (βλ. ᾿Ωσ 4,1· ᾿Αμ 3,1· ᾿Ησ 21,10· ᾿Ιε 7,2). Οἱ προφῆτες μέ τόν τρόπο αὐτό προσπαθοῦσαν νά ἑλκύσουν τήν προσοχή τοῦ λαοῦ, ἔχοντας τήν συναίσθηση ὅτι ὡς ἐντολοδόχοι τοῦ Θεοῦ μεταφέρουν τήν δική του βουλή. Τό ρῆμα «ἀκούειν», ἐπίσης, ἐπαναλάμβαναν καθημερινά οἱ ἰουδαῖοι, καθώς ἀπήγγελλαν τήν βασική ἐντολή τοῦ Θεοῦ, τό λεγόμενο «σέμα= ἄκουε» (βλ. Δε 6,4-5) πού τό ἀποκαλοῦσαν ἔτσι ἀπό τήν πρώτη λέξη τό «ἄκουε», ὅπως ἐμεῖς τό «Πιστεύω» ἤ τό «Πάτερ ἡμῶν». Τό ἐννοιολογικό περιεχόμενο τοῦ ρήματος «ἀκούω» στήν Παλαιά Διαθήκη καί ἡ ἀφυπνιστική ὕψωση τῆς φωνῆς τοῦ ᾿Ιησοῦ καθιστοῦν σαφές τό νόημα τῆς φράσεως πού χρησιμοποιοῦσε ὡς κατακλείδα σέ πολλές ὁμιλίες του (βλ. Μθ 11,15· 13,9.43· Μρ 4,9.23· 7,16· Λκ 8,8· 14,35· πρβλ. ᾿Απ 2,7.11.17.29· 3,6.13.22· 13,9). Προκειμένου νά γίνουν κατανοητά τά θεῖα του λόγια, δέν ἐπαρκοῦν τά φυσικά αὐτιά, ἀλλά χρειάζονται ἐπιπλέον πνευματικά αὐτιά, ἡ προσοχή καί ἡ καλή προαίρεση.

 8,9-10. ᾿Επηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη. ῾Ο δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν.
  ῞Οταν ἔμειναν μόνοι μέ τόν Κύριο οἱ μαθητές του, τόν ρώτησαν τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη, δηλαδή ποιό ἦταν τό βαθύτερο νόημα τῆς παραβολῆς. ῾Η ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ὅπως διασώζεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, δέν φαίνεται νά σχετίζεται ἄμεσα μέ τό ἐρώτημα πού τοῦ τέθηκε. Τό παράλληλο κείμενο τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου λύνει τήν εὔλογη αὐτή ἀπορία, διότι ἀναφέρει μία ἄλλη ἐρώτηση τῶν μαθητῶν -«διατί ἐν παραβολαῖς λαλεῖς αὐτοῖς;» (13,10). Σ᾿ αὐτή τήν ἐρώτηση ἀπαντᾶ πρῶτα ὁ Κύριος, διότι προφανῶς προηγήθηκε.
  ῾Υμῖν, λέγει ὁ Κύριος ἀναφερόμενος σέ ἐκείνους πού ἄκουγαν τήν διδασκαλία του μέ ζῆλο καί διάθεση μαθητείας, δέδοται, ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό μία ὑψηλή δωρεά, γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ γνώση τοῦ ἀπορρήτου σχεδίου τοῦ Θεοῦ σχετικά μέ τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας του (βλ. Ρω 14,25· ᾿Εφ 3,9· Κλ 1,26). Τούς δόθηκε αὐτό τό προνόμιο, διότι διέθεταν πνευματικές αἰσθήσεις (βλ. Μθ 13,16). ᾿Αντίθετα, ὅσοι ἑκούσια ἔκλειναν τά μάτια τῆς ψυχῆς τους, ἐνῶ ἔβλεπαν τά σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς, ὅσοι σφράγιζαν τά αὐτιά τῆς ψυχῆς τους τήν ὥρα πού ἄκουγαν τήν διδασκαλία του, μόνοι τους στέρησαν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν ὕψιστη ἐκείνη δωρεά. Αὐτοί ἀνῆκαν τοῖς λοιποῖς οἱ ὁποῖοι, κι ἄν ἀκόμη ἄκουγαν ξεκάθαρα τήν ἀλήθεια πού ἔκρυβαν οἱ παραβολές, δέν θά ὠφελοῦνταν, διότι ἡ ἀπροθυμία τους νά τήν ἐφαρμόσουν θά καθιστοῦσε μεγαλύτερο τό κρῖμα τους. ῾Ο Κύριος, ἐπειδή γνώριζε τόν ἐσωτερικό τους κόσμο καί τήν διάθεσή τους, τούς μιλοῦσε μέ παραβολές, γιά νά μήν ἀντιλαμβάνονται τό νόημα τῶν λόγων πού ἄκουγαν, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. Εἶχε σ’ αὐτούς ἐφαρμογή ἡ προφητεία τοῦ ᾿Ησαΐα (βλ. 6,10), τήν ὁποία ἀναφέρουν συνοπτικά ὁ Λουκᾶς καί ὁ Μᾶρκος (βλ. 4,12), ἐνῶ ὁ Ματθαῖος τήν παραθέτει ὁλοκληρωμένη (13,14-15).
 

8,11. ῎Εστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
 Καί οἱ τρεῖς συνοπτικοί εὐαγγελιστές διασώζουν τήν αὐθεντική ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς, ὅπως γλαφυρά παρουσιάσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο (Μθ 13,18-23· Μρ 4,15-20· Λκ 8,11-15). Σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ λόγος τῆς βασιλείας (βλ. Μθ 13,19), ὅσα ἀποκάλυψε ὁ Θεός γιά τήν βασιλεία του μέ τόν ἴδιο του τόν λόγο (πρβλ. ῾Εβ 1,1). ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ πολύ εὔστοχα παραβάλλεται μέ τόν σπόρο, διότι κρύβει μέσα του τήν θαυμαστή δύναμη τῆς καρποφορίας. Μέ τήν δική του ἐνέργεια βλάστησε τό ἀγλαόκαρπο δένδρο τῆς ᾿Εκκλησίας. Μέ τήν δική του δύναμη ἀνθίζει τό λουλούδι τῆς ἁγιότητος. ῾Η ζωντανή ἐλπίδα εἶναι, ἐπίσης, καρπός δικός του. ᾿Απαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν σπορά τοῦ φυσικοῦ σπόρου εἶναι νά βρεθεῖ τό κατάλληλο ἔδαφος. ᾿Αντίστοιχα γιά τήν σπορά τοῦ θείου λόγου ἀπαιτεῖται ἡ καλοπροαίρετη καί δεκτική καρδιά.
  Γιά τόν σποριά δέν γίνεται λόγος στήν ἑρμηνεία τοῦ Κυρίου. Στήν ἀρχή τῆς παραβολῆς, ὡστόσο, ἡ συσσώρευση ὁμόρριζων λέξεων δίνει ἕναν τόνο μεγαλόπρεπο καί προβάλλει ἔμμεσα τό μεγαλεῖο του καί τήν σπουδαιότητα τῆς ἀποστολῆς του. ῾Ο «σπείρων» εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος περιβλήθηκε τήν σάρκα γιά χάρη μας, γιά νά μᾶς πλησιάσει περισσότερο. ᾿Επειδή ἡ ἁμαρτία μᾶς ἔβγαλε ἀπό τόν παράδεισο καί κλείσθηκε ἑρμητικά γιά μᾶς ἡ εἴσοδος σ᾿ αὐτόν, βγῆκε ὁ Κύριος καί ἦλθε νά μᾶς συναντήσει. Καί δέν ἦλθε γιά νά κάψει τήν γῆ τήν γεμάτη ἀγκάθια οὔτε νά τιμωρήσει τούς γεωργούς, τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Δέν ἦλθε νά τιμωρήσει, ἀλλά νά φροντίσει τήν γῆ τῆς καρδιᾶς μας καί νά σπείρει σ’ αὐτήν τόν λόγο τῆς εὐσεβείας. Αὐτός πού ἔσπειρε στόν οὐρανό τά ἄστρα καί τούς γαλαξίες ἔρχεται στήν γῆ νά περιοδεύσει ἀπό πόλη σέ πόλη, ἀπό ψυχή σέ ψυχή, καί νά σπείρει ἄφθονο σέ ὅλους τόν σπόρο τῆς θεϊκῆς του ἀλήθειας. Καί δέν σπέρνει ξένο σπόρο ἀλλά «τόν σπόρον αὐτοῦ», τόν δικό του θεόπνευστο λόγο μέ τό αἰώνιο κῦρος. ῾Ο ᾿Ιησοῦς δέν κήρυττε ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά ὡς αὐθεντία, ἀφοῦ αὐτός εἶναι ὁ παντογνώστης καί παντοδύναμος Θεός.
  Γεννιέται ὅμως μία ἀπορία· ᾿Εφόσον ὁ σποριάς εἶναι ἔμπειρος καί σοφός, ἐφόσον ὁ σπόρος του εἶναι καλός κι ἐγγυημένος, γιατί δέν ἀποδίδει πάντοτε ἡ καλλιέργεια; Γιατί ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων παρουσιάζει τόσο ἀπνευμάτιστη ὄψη, παρ᾿ ὅτι κηρύττεται καί σήμερα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ; ῾Η αἰτία πρέπει νά ἀναζητηθεῖ στό χωράφι πού δέχεται τόν σπόρο, στήν ἀνθρώπινη ψυχή. ῾Η πνευματική καλλιέργεια ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπό τήν διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν θέση πού παίρνει ἔναντι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ λόγου του.

 8,12. οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν.
  ῞Οπως δέν ἀνθίζουν λουλούδια στήν ἄσφαλτο, ἔτσι δέν μποροῦν νά ἀνθίσουν πνευματικά λουλούδια στίς καρδιές ἐκεῖνες πού ἔγιναν σκληρές σάν τόν πατημένο δρόμο· σ᾿ ἐκεῖνες πού καταπατήθηκαν ἀπό διάφορα πάθη καί πέρασε ἀπό πάνω τους ὁ ὁδοστρωτήρας τῆς ἀλαζονείας καί τῆς ἀπιστίας, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν μπορεῖ νά εἰσχωρήσει μέσα τους καμία θεϊκή νουθεσία. ῞Οταν δοθεῖ εὐκαιρία νά ἀκούσουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, θά δείξουν ἀδιαφορία ἤ καί καταφρόνια. Σ᾿ αὐτές τίς ψυχές ὁ σατανᾶς, ὁ προαιώνιος ἐχθρός τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, βρίσκει πάντοτε ἀνοιχτή τήν εἴσοδο καί ἁρπάζει τά θεῖα σπέρματα, μή τυχόν καί διατηρηθοῦν στήν μνήμη καί ὁδηγήσουν ποτέ στήν πίστη καί στήν σωτηρία.
  Σ᾿ αὐτή τήν κατηγορία τῶν ἀνθρώπων ἀνῆκαν οἱ περισσότεροι ἀπό τούς φαρι¬σαίους καί ὅλοι οἱ σαδδουκαῖοι. ῾Η ὑπερηφάνεια καί ἡ ὑποκρισία σκλήραινε τούς φαρισαίους, ὁ ὑλισμός καί ἡ ἀπιστία τούς σαδδουκαίους. ῎Ακουγαν τήν διδασκαλία τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἔβλεπαν τά σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε, ἀλλά ἔμεναν ψυχροί καί ἀσυγκίνητοι.

 8,13. Οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται.
  Μέ βραχῶδες ἔδαφος μοιάζουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δέχονται μέ χαρά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ πίστη τους, ἐπειδή δέν ἔχει βάθος, διαρκεῖ πρὸς καιρόν, μικρό χρονικό διάστημα· ἀφίστανται -ἐννοεῖται «τῆς πίστεως»-, ἀπομακρύνονται ἐν καιρῷ πειρασμοῦ. ῞Οταν ξεσπάσει θλίψη ἤ διωγμός (βλ. Μθ 13,21), ἀποδεικνύονται ἀσταθεῖς καί δειλοί.
 Στήν δεύτερη αὐτή κατηγορία ἀνῆκε τό πλῆθος τοῦ λαοῦ πού ἀρχικά ἄκουγε τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου μέ ἐνθουσιασμό. Μετά τό σημεῖο τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων (βλ. Μθ 14,14-21· Μρ 6,34-44· Λκ 9,12-17· ᾿Ιω 6,5-15), μάλιστα, πολλοί ξεσηκώθηκαν νά ἀνακηρύξουν τόν ᾿Ιησοῦ βασιλιά. ῞Οταν ὅμως διαπίστωσαν ὅτι δέν εἶχε σκοπό νά ἱκανοποιήσει τίς γήινες ἐπιθυμίες τους, ἀλλά ἀπαιτοῦσε φρόνημα θυσίας καί αὐταπαρνήσεως, σκανδαλίσθηκαν καί τόν ἐγκατέλειψαν. Σέ ἄλλη περίπτωση δέ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀναγκάσθηκε νά κρυφθεῖ γιά νά ξεφύγει ἀπό τήν μανία τῶν... «πεπιστευκότων» (᾿Ιω 8,31), οἱ ὁποῖοι «ἦραν λίθους ἵνα βάλωσι ἐπ᾿ αὐτόν» (᾿Ιω 8,59). Τέλος, οἱ ὄχλοι πού τόν ὑποδέχθηκαν μέ «κλάδους δένδρων» (Μθ 21,8) καί «βαΐα φοινίκων» (᾿Ιω 12,13) δέν ἄργησαν νά κραυγάσουν ἐναντίον του τό «σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν» (Λκ 23,21) καί νά τόν συλλάβουν «μετά μαχαιρῶν καί ξύλων» (Μθ 26,47. 55· Μρ 14,43. 48· Λκ 22,52) 10.
 

8,14. Τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοὶ εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι.
  Στίς δύο πρῶτες περιπτώσεις ἡ καταστροφή τοῦ σπόρου γίνεται αἰφνίδια καί ραγδαῖα. Στήν τρίτη περίπτωση, τό κακό συμβαίνει σιγά-σιγά σέ σπόρους πού ἤδη ἔχουν φθάσει σέ κάποιο σημεῖο ἀναπτύξεως. ᾿Αντιστοιχοῦν σέ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δέν ἀπέρριψαν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, προχώρησαν στήν πίστη, ἀλλά δέν ἔφθασαν ὥς τό τέρμα, διότι ἡ πορεία τους ἀνακόπηκε ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου. ῾Η προσκόλληση στίς φροντίδες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἡ μανία τοῦ πλουτισμοῦ καί ἡ ἀνεξέλεγκτη παράδοση στίς ἡδονές τῆς ζωῆς εἶναι σάν τά ἀγκάθια. ῎Αν δέν κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά, γίνονται ὁλοένα καί κυριαρχικότερα. Τότε ὅμως οἱ σπόροι τοῦ θείου λόγου οὐ τελεσφοροῦσι, δέν φθάνουν σέ αἴσιο τέλος, δέν καρποφοροῦν.
  ῾Ο πλούσιος νέος πού προτίμησε νά κρατήσει τά πολλά του κτήματα παρά νά ἐνταχθεῖ στήν ὁμάδα τοῦ ᾿Ιησοῦ, οἱ Γαδαρηνοί, ὁ ᾿Ιούδας, ὁ ᾿Ανανίας καί ἡ Σαπφείρα, ὁ βασιλιάς ᾿Αγρίππας, ὁ Δημᾶς εἶναι μερικοί ἀπό ἐκείνους πού δέν ἄφησαν τόν θεῖο λόγο νά καρποφορήσει στήν ψυχή τους. Δέν θέλησαν νά μετανοήσουν καί νά ξεριζώσουν τά πάθη τους ἀλλά προτίμησαν τόν πλοῦτο καί τίς ἀπολαύσεις αὐτῆς τῆς ζωῆς.

 8,15. Τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ.
  Στήν κατηγορία τῆς καλῆς γῆς, ἡ ὁποία δέχθηκε τόν σπόρο καί ἀπέδωσε καρπό, ἀνήκουν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἀκοῦν μέ προσοχή τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀφήνοντάς τον νά διεισδύσει στά βάθη τῆς καρδιᾶς τους. Κάνουν κτῆμα τους τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν φυλάγουν σάν θησαυρό, ὅπως δηλώνει τό ρῆμα κατέχουσι, καί ἀγωνίζονται μέ ὑπομονή νά τόν ἐφαρμόσουν, καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ. ῞Ολοι αὐτοί χαρακτηρίζονται ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο «μακάριοι» (Λκ 11,28).
  Τόσο στήν φυσική καλλιέργεια, στά χωράφια, ὅσο καί στήν πνευματική καλλιέργεια, στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ὁ σπόρος ριζώνει, βλαστάνει, μεστώνει καί καρποφορεῖ σιγά-σιγά, ἐν ὑπομονῇ. ᾿Ακόμη κι ἄν εἶναι εὔφορο τό χωράφι, ἀπαλλαγμένο ἀπό πέτρες καί ἀγκάθια, γιά τήν καρποφορία χρειάζεται ἕνα περιθώριο χρόνου, πού ἀπαιτεῖ ὑπομονή. ῾Η ὑπομονή εἶναι ἡ πιό ἡρωική ἀρετή ἤ μᾶλλον συνισταμένη ἀρετῶν. Εἶναι βλάστημα τῆς ζωντανῆς ἐλπίδας γιά τήν ἀναμονή τῆς πνευματικῆς καρποφορίας ἀλλά καί γιά τήν προσμονή τοῦ Κυρίου· τήν συνθέτουν κυρίως ἡ ἐμπιστοσύνη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ταπείνωση. «῾Η βασιλὶς τῶν ἀγαθῶν, καὶ τῶν στεφάνων ἡ κορωνὶς αὕτη μάλιστά ἐστι».

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 330-341.

Πέμπτη, 12 Οκτώβριος 2023 03:00

Πατέρων Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου Ττ 3,8-15

Ἀλήθεια καί πλάνη

 Ihsous Xristos 1 «Πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος. ῞Οταν πέμψω ᾿Αρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν· ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ ᾿Απολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ. μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι. ᾿Ασπάζονταί σε οἱ μετ' ἐμοῦ πάντες. ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. ῾Η χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν».
 

Πιστός ὁ λόγος

  Ἕνα ἀπό τά κύρια γνωρίσματα τῶν καιρῶν μας εἶναι ἡ σύγχυση καί ἡ ἀβεβαιότητα γύρω ἀπό μεγάλα καί σπουδαῖα θέματα, πού ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο, καί προπάντων γύρω ἀπό τό θεμελιακό θέμα, ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἑαυτό μου, τήν ὕπαρξή μου καί τόν προορισμό μου. Μέσα στούς αἰῶνες πού πέρασαν, ἡ ἀνθρώπινη γνώμη πάνω σ’ ὅλα αὐτά πῆρε τίς πιό ποικίλες θέσεις, γιά νά φτάσουμε σήμερα μπροστά στήν ἀπελπιστική ὁμολογία: «Δέν μπορῶ νά ξέρω τίποτε. Δέν εἶμαι σίγουρος γιά τίποτε»! Ποτέ ἀπάντηση ἄλλη δέν ὑπῆρξε τόσο βασανιστική γιά τήν ψυχή μας, τόσο θλιβερή καί τόσο καταθλιπτική. Πουθενά φῶς, πουθενά ἀνάπαυση, πουθενά εἰρήνη!

   Κι ὅμως. Ὑπάρχει σήμερα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού λάμπει γλυκά καί δυνατά, ὅπως ἔλαμπε πάντοτε ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου. Φάρος στά σκοτάδια τῆς ἀμφιβολίας, πυξίδα στά πελάγη τῆς ἀγνοίας, ἀλήθεια γνήσια καί ἐγγυημένη ἀπό τήν πηγή τῆς ἀλήθειας, τόν Κύριο τοῦ κόσμου καί τόν Πατέρα μας Θεό. Αὐτό τό σημαντικό καί αἰσιόδοξο μήνυμα μᾶς ὑπενθυμίζει τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων (Ττ 3,8-15). «Πιστός ὁ λόγος», ἀνακράζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πολλές φορές στίς ἐπιστολές του καί τώρα στό γράμμα του πρός τόν Τίτο. Ὅ,τι ἀποκαλύπτει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀξίζει τήν ἐμπιστοσύνη μας, ἀξίζει πέρα γιά πέρα νά τό παραδεχτοῦμε καί νά τό ἐνστερνιστοῦμε. Καί ὁ σοφότερος τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νά κάνει λάθος καί νά ἀστοχήσει στήν ἀλήθεια, διότι ἡ ἀνθρώπινη γνώση καί διάνοια εἶναι περιορισμένη. Καί ὁ εἰλικρινέστερος τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νά πεῖ ψέματα ἀπό ἄγνοια καί νά ἀπατήσει ἀπό ἀδυναμία. Μόνον ὁ Θεός εἶναι ἀξιόπιστος καί μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ μάρτυς ὁ πιστός καί ἀληθινός» (Ἀπ 3,14) μέ τήν ἀπόλυτη ἔννοια, τόν ὁποῖο ζητᾶ ἡ καρδιά μας γιά νά ἀναπαυθεῖ. Αὐτός δέν ὑπάρχει περίπτωση νά λαθέψει, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά ψευσθεῖ, διότι εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια καί εἶναι σέ θέση νά μᾶς τήν γνωρίσει. Γι’ αὐτό μπῆκε στήν ἱστορία μας καί μᾶς μίλησε μέ ἀγγέλους, γι’ αὐτό ἔστειλε τούς προφῆτες καί τούς ἁγίους του, γι’ αὐτό, τέλος, ἔγινε ἄνθρωπος καί μᾶς συναναστράφηκε. Τά λόγια του καί τά ἔργα του καταγράφηκαν καί φυλάσσονται ἀπό τήν Ἐκκλησία του μέσα στήν ἁγία Γραφή, πού εἶναι ἡ ζωντανή φωνή του. Εἶναι ὁ «πιστός λόγος». Αὐτόν τόν πιστό λόγο διακόνησαν καί ὑπηρέτησαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τούς ὁποίους τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στήν ἑορτή τῶν πατέρων. Ἀγωνίσθηκαν μέ λόγια καί μέ ἔργα νά ἑρμηνεύσουν καί νά διακηρύξουν τόν πιστό λόγο.
 

Ἀνάγκη εὐαγγελισμοῦ

  Ἀλλά πῶς ἡ ἀνθρωπότητα θά μάθει τή σωτήρια ἀλήθεια; Πῶς ὁ σημερινός κόσμος, οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν καί κινοῦνται μαζί μας, μέ τά μεγάλα ἐρωτηματικά στή σκέψη καί τή βαρειά θλίψη στήν καρδιά, πῶς θά μάθουν τόν «πιστό λόγο»; Εἶναι ἔργο τῶν ἀποστόλων κι ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού διαλέγει ὁ Θεός γιά συνεργάτες του, εἶναι χρέος αὐτῶν πού ἄκουσαν ἤδη τό εὐαγγέλιο, τό εὐλογημένο ἄγγελμα τοῦ οὐρανοῦ, νά τό κηρύξουν καί στούς ἀλλους. «Καί περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι», παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Τίτο. Λίγο παραπάνω τοῦ ἀνέφερε πῶς ἐπιτεύχθηκε ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τή θυσία τοῦ Υἱοῦ καί τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού μᾶς ἐξασφαλίζει τήν αἰώνια ζωή καί εὐτυχία (στίχ. 4-7). Αὐτό, πού εἶναι συνοπτικά τό περιεχόμενο ὅλης τῆς ἁγίας Γραφῆς, θέλει ὁ ἀπόστολος ὄχι ἁπλῶς νά τό διδάσκει ὁ Τίτος, ἀλλά νά τό διαβεβαιώνει, νά τό κηρύττει δηλαδή μέ κῦρος καί αὐθεντία. Κι ὅταν μάλιστα πρόκειται γιά τή μελλοντική κληρονομιά, πού εἶναι τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ἐδῶ χρειάζεται ἡ διαβεβαίωση στόν κόσμο τόν ὑλιστικό νά εἶναι ἰσχυρότερη, γιά νά μάθει ὁ κόσμος ὅτι δέν ὑπάρχει μονάχα αὐτή ἡ προσωρινή, ἡ φευγαλέα καί ψεύτικη πραγματικότητα, ἀλλά καί ἡ μέλλουσα πραγματικότητα, πού ἐγγυᾶται ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἐπιμαρτυρεῖ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί ἔτσι ὁ λόγος της εἶναι πιστός, αὐθεντικός καί ἀξιόπιστος. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Παῦλος καθιερώνει ἐδῶ τή διδασκαλία τοῦ δόγματος.
 

Τά δόγματα φῶς, χαρά, ζωή τῶν πιστῶν

  Λένε πολλοί πώς τό δόγμα εἶναι ἀνελευθερία, εἶναι ὑποτίμηση καί καταναγκασμός τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας· σέ δεσμεύει καί σοῦ ἐπιβάλλει τήν τυφλή ὑπακοή. Ἀλλά ὅλα αὐτά μπορεῖ νά ἰσχύουν σέ κάθε ἄλλη περίπτωση, ὄχι ὅμως γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἁπλούστατα, τά ἀξιώματα πού διατυπώνει ἡ ἁγία Γραφή δέν εἶναι καρπός ἔστω καί τῆς πιό ἀρίστης διανοίας, τοῦ πιό ἀγαθοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι ἀποκάλυψη τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, φανέρωμα τῆς νοοτροπίας καί τῆς θελήσεως τοῦ Κυρίου μας. Τό δόγμα στήν πίστη μας εἶναι μεγάλη ὑπόθεση, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια, ἡ βάση καί ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας μας, εἶναι ὁ «πιστός λόγος», ὁ ἀξιόπιστος λόγος, στόν ὁποῖο ἀξίζει πέρα γιά πέρα ὁ ἄνθρωπος νά δώσει ἐμπιστοσύνη. Δέν εἶναι κατεστημένο οὔτε τροχοπέδη. Εἶναι φῶς καί χαρά καί ζωή. Φῶς, διότι ἀπαντᾶ στά ἐρωτήματά μας, χαρά, διότι λύνει τά προβλήματά μας, ζωή, διότι μᾶς ἀναγεννᾶ σ’ ἕναν καινούργιο κόσμο. Κι ἄν τό δόγμα σήμερα σοκάρει, ἄν τό μισοῦν καί τό συκοφαντοῦν, εἶναι κι αὐτό ἀπό μιά μεριά γιά τόν πιστό ἄνθρωπο δεῖγμα τῆς σπουδαιότητός του· διότι ὁ ἐχθρός τό ἔχει συνήθεια καί ἀμετάτρεπτη τακτική νά χτυπάει μέ σφοδρότητα ὅ,τι μέσα στήν πίστη μας ἔχει περισσότερη ἀξία καί δύναμη σωτηριώδη, ὅπως π.χ. τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἤ τήν ὀμορφιά τῆς ἁγνότητος. Ἀλλά τό δόγμα τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια πού διψᾶ ἡ ψυχή μας καί δέν μπορεῖ νά βρεῖ πουθενά ἀλλοῦ, εἶναι ὁ σωστός προσανατολισμός μέσα στούς ἀβέβαιους δρόμους, ὅπου τήν παραπλανοῦν ἰδιαίτερα στούς καιρούς μας οἱ νεφελώδεις καί ὁμιχλώδεις ψευτοφιλοσοφίες. Δόγμα = ἀποκάλυψη Θεοῦ = πίστη = ἁληθινή ζωή.

 

«Καλῶν ἔργων προΐστασθαι»

 Ὅταν ὁ ἐχθρός δέν μπορεῖ ἀλλιῶς νά ἐξουδετερώσει τήν ἀλήθεια -οὔτε μέ τήν ἀδιαφορία, διότι ἡ ἀγωνία μας δέν καθησυχάζει, οὔτε μέ τή συκοφαντία, διότι τό φῶς εἶναι δυνατότερο ἀπό τό σκοτάδι-, ὅταν δέν μπορεῖ κατά μέτωπον νά τήν καταστρέψει, τότε προσπαθεῖ νά τή διαστρέψει. Παίρνει τό σχῆμα της, τή μορφή της καί ντύνει μ’ αύτά τά δικά του ψέματα. Φορᾶ μάσκα, γιά νά ξεγελάσει τούς ἐπιπόλαιους, νά μπεῖ καί νά δράσει ἀνενόχλητα μέσα στό χῶρο τοῦ ἀντιπάλου. Ἔτσι καί μέ τό δόγμα. Ἡ γνήσια ἔκδοση τοῦ δόγματος, ἡ ἀληθινή ἔκφραση τῆς πίστεως εἶναι τά καλά ἔργα, ἡ καλή ζωή. Ἡ θεωρία ἀποκτᾶ οὐσία μέ τήν πράξη, ἡ πίστη δείχνει τήν ἀξία της μέ τήν ἔμπρακτη ἀγάπη καί μέ τή θυσία, καί τό δόγμα φανερώνει τή δύναμή του ὅταν κάνει ἔργο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀσκεῖ καί ἐφαρμόζει τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως στίς περιστάσεις τῆς κάθε μέρας. Τό λέει καθαρά ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ». Οἱ πιστοί, αὐτοί πού ἔχουν δεχθεῖ καί κατέχουν κτῆμα τους καί θησαυρό τους τόν «πιστόν λόγον», πρέπει νά φροντίζουν νά εἶναι πρῶτοι στά καλά ἔργα. Οἱ καλωσύνες δέν εἶναι ἰδιότητες τῶν καλῶν ἀνθρώπων, ἀλλά εἶναι γνώρισμα τῶν πιστῶν. Ὅπως ἑρμηνεύει καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, κανένα κίνητρο δέν εἶναι τόσο δυνατό καί τόσο ἀσφαλές γιά τήν κοινωνική εὐποιΐα, ὅσο ἡ θεογνωσία, ἡ πίστη ὅτι ὑπάρχει Θεός, πού θυσιάστηκε γιά μᾶς· ἔτσι ὁ πιστός βρίσκει πάντα τή διάθεση καί τή δύναμη νά θυσιασθεῖ γιά τούς ἄλλους. Καί δέν εἶναι μόνο ὅτι οἱ πιστοί πρέπει νά ἐξασκοῦν τήν ἀγάπη, ἀλλά πρέπει νά φροντίζουν, πού σημαίνει νά ἐπιδιώκουν, καί μάλιστα νά προΐστανται, πού σημαίνει νά πρωτοποροῦν, γιά νά μήν εἶναι ἄκαρποι. Ἡ καρποφορία εἶναι γνώρισμα τῆς πίστεως, εἶναι γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Δέν περιμένουν τούς ἐνδεεῖς νά ‘ρθοῦν σ’ αὐτούς, ἀλλ’ αὐτοί τρέχουν νά τούς βροῦν. Δέν ἀκολουθοῦν τίς εὐκαιρίες, ἀλλά οἱ ἴδιοι τίς δημιουργοῦν. «Ταῦτά ἐστι τά καλά καί ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις»· αὐτά εἶναι πού ὠφελοῦν τούς ἀνθρώπους, αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἔκφραση τοῦ δόγματος.
 

Ἡ παραχάραξη τῆς ἀλήθειας

  Ἀλλά ἐνῶ τά πράγματα ἔχουν ἔτσι, μέ τήν παρέμβαση τοῦ πονηροῦ συμβαίνει ὥστε, ἀντί τό δόγμα νά βρεῖ διέξοδο στήν ἐφαρμογή του καί νά σκορπίσει ἔργα, διαφθείρεται καί ἐξευτελίζεται σέ ἀνόητες συζητήσεις σκορπίζοντας μόνο λόγια, λόγια κούφια καί ἐπικίνδυνα. Ἐδῶ ἀκριβῶς σημειώνεται ἡ παραχάραξη τῆς ἀλήθειας. Σύνοδοι καί συζητήσεις βεβαίως ἔγιναν καί μποροῦν νά γίνονται κατά καιρούς ἀπό πατέρες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τούς ὑπευθύνους τοῦ πιστοῦ λόγου, πού ἔχουν τή δύναμη, τό προνόμιο καί τήν ἁρμοδιότητα νά τόν ἑρμηνεύουν καί ἀποδεικνύουν τό προνόμιο μέ τήν ἁγία τους ζωή. Ἡ διασάφηση καί κατοχύρωση τοῦ δόγματος εἶναι ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλο ὅμως οἱ ἀγῶνες τῶν θεοφωτίστων πατέρων καί διδασκάλων γιά τή διασφάλιση τῆς ἀλήθειας καί τήν προστασία τοῦ ποιμνίου ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεση, καί ἄλλο οἱ ἀνούσιες καί φιλόνικες συζητήσεις ἀνεύθυνων προσώπων, πού ξεκινοῦν ἀπό ὑπεροψία ἤ ματαιοδοξία ἤ ξεροκεφαλιά. Ἀσήμαντα ζητήματα, σχολαστικότητες καί λεπτολογίες σκλαβώνουν τό δυναμισμό μας σέ στεῖρες ἀπεραντολογίες, κλέβουν τήν προσοχή μας γιά μηδαμινά καί τιποτένια καί -τό σπουδαιότερο- ταράσσουν τήν ἑνότητα καί τήν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἐνῶ στήν ὑγιᾶ περίπτωση ἡ διαβεβαίωση τοῦ πιστοῦ λόγου καί ἡ ἐφαρμογή τοῦ δόγματος ἔχει σάν ἀποτέλεσμα ἔργα καλά, γεμάτα ἀγάπη, ἀλήθεια καί δικαιοσύνη, πού στάζουν τή γλυκύτητα τῆς χάριτος, στήν ἀρρωστημένη κατάσταση ὁ ἄνθρωπος περιορίζεται σέ ἄσκοπες συζητήσεις, πού προκαλοῦν ἔριδες καί μάχες, καί εἶναι πράγματα κούφια καί ἀνωφελῆ.


Ἐριστικός-αἱρετικός

  Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος συμβουλεύει· «μωράς δέ ζητήσεις καί γενεαλογίας καί ἔρεις καί μάχας νομικάς περιΐστασο· εἰσί γάρ ἀνωφελεῖς καί μάταιοι». Καί δέν εἶναι μόνον ἄχρηστα καί κούφια πράγματα ὅλες αὐτές οἱ ἐκτροπές γύρω ἀπό τό δόγμα, ἀλλά εἶναι καί ἐπικίνδυνα. Μιά ἰσχυρογνωμοσύνη μπορεῖ εὔκολα νά ὁδηγήσει σέ διαστρέβλωση τῆς θείας ἀλήθειας καί νά ἐξελιχθεῖ σέ σφετερισμό τοῦ ἀγῶνος γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι γεννιέται ὁ αἱρετικός. Εἶναι πράγματι κάτι τό φοβερό ἡ νοοτροπία καί ἡ ψυχολογία τοῦ αἱρετικοῦ. Ξεκινᾶ μέ ὁρισμένα κατάλοιπα τῆς παλιᾶς του ζωῆς, πού δέν κατόρθωσε νά ἀποβάλει, καί τά κατάλοιπα αὐτά –προλήψεις ἤ δεισιδαιμονίες, τυπολατρεῖες καί φτωχοδιατάξεις, ψευτοφιλοσοφίες ἤ ψευτοθεολογίες– τά κάνει ἰδανικά, τά ὑψώνει σέ ἀρετές, καί θέλει νά τά ἐπιβάλει. Ψάχνει τότε νά τά περιβάλει μέ χριστιανικό ἔνδυμα, νά τά κατοχυρώσει μέσα στήν ἁγία Γραφή. Κι ὅταν ἡ ἁγία Γραφή φαίνεται «φτωχιά» κι «ἀνήμπορη» νά τόν ὑποστηρίξει καί νά τόν δικαιολογήσει, καταφεύγει τότε στή «φωτισμένη» καί «ὑψηλή» διάνοιά του, στόν πῆχυ τῆς λογικῆς καί στή ζυγαριά τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ ἤ σέ πλαστές καί ἀνίερες παραδόσεις. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο βλέπουμε νά ἐμφανίζονται οἱ αἱρετικοί στήν ἱστορία, μ’ αὐτόν τόν τρόπο τούς ξεχωρίζουμε καί στήν ἐποχή μας. Διεφθαρμένοι ἠθικά ἤ διεστραμμένοι ψυχικά καί πνευματικά, ἁμαρτάνουν εἰς βάρος τοῦ δόγματος καί τῆς ζωῆς τοῦ εὐαγγελίου. Καί τό χειρότερο, ἁμαρτάνουν ἀνεπανόρθωτα, χωρίς νά ἀφήνουν στόν ἑαυτό τους περιθώρια μετανοίας καί ἀνανήψεως. «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος». Ὅταν ἡ ἔρις γίνεται αἵρεση καί ὁ ἐριστικός αἱρετικός, οἱ νουθεσίες τῶν διδασκάλων εἶναι ἄκαρπες. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται σκεῦος πού θέλει φωτιά· οὔτε πλύνεται οὔτε ἐπισκευάζεται οὔτε εὐπρεπίζεται. Ἔτσι καταδικάζει μόνος του τόν ἑαυτό του, εἶναι αὐτοκατάκριτος. Μ’ ἄλλα λόγια, αὐτοκτονεῖ πνευματικά.


Ἔχουμε καρπούς;

  Γύρω μας, ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, ἡ σύγχυση ὅλο καί μεγαλώνει, ἡ ἀβεβαιότητα σφίγγει ὅλο καί περισσότερο τίς καρδιές μας στόν κλοιό της, ἡ πλάνη παραμονεύει ὅλο καί συχνότερα στό δρόμο μας. Δέν θέλουμε νά σκεπάσουν τή σκέψη μας τά σύννεφα τοῦ σκεπτικισμοῦ· λαχταρᾶμε τό φῶς τῆς αἰώνιας ἀλήθειας. Δέν θέλουμε νά βυθίσουν τήν ψυχή μας τά βαρίδια τῆς ἀπελπισίας· λαχταρᾶμε τήν ἄνεση τῆς ἐσωτερικῆς χαρᾶς. Ἄς ἀνοίξουμε, λοιπόν, τά μάτια μας στόν Ἥλιο-Χριστό! Μέσα στό βιβλίο του, στήν ἁγία Γραφή του, μᾶς προσκαλεῖ νά βροῦμε τό δόγμα, τό δόγμα πού καθοδηγεῖ, τό δόγμα πού σώζει. Μέσα στήν Ἐκκλησία του μᾶς προσφέρει ὅλα τά μέσα, τά μέσα γιά νά καταλάβουμε, τά μέσα γιά νά γίνουμε δυνατοί, τά μέσα γιά νά ζήσουμε τή ζωή τῆς ἀλήθειας. Καί μέσα στή ζωή, στή ζωή τοῦ καθενός μας, ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς, πού μᾶς γέννησε μέ τό λόγο του, μᾶς ἔθρεψε μέ τά μυστήριά του, ἀπαιτεῖ νά γίνουμε πρωτοπόροι καλῶν ἔργων, νά μή μείνουμε ἄκαρποι. Μᾶς παίρνει ξερές καί φτωχές ρίζες, μᾶς φυτεύει στό περιβόλι του, μᾶς ποτίζει καί μᾶς περιποιεῖται· γίναμε ψηλά καί θαλερά δένδρα. Ἀλλά ποῦ εἶναι οἱ καρποί μας; Ἀλλοίμονο, ἄν ξοδεύουμε τό χυμό μας σέ μικρόλογους ὑπολογισμούς. Ὁ Κύριος περιμένει νά καρποφορήσουμε μιά ζωή γεμάτη ἀγάπη, δικαιοσύνη κι ἐλπίδα. Κι αὐτό εἶναι τό συμφέρον μας, ἀλλά αὐτή εἶναι καί ἡ μαρτυρία πού ἔχουμε νά δώσουμε στό σύγχρονο κόσμο, στόν ἀποσταμένο ἄνθρωπο, στήν ἀναστατωμένη κοινωνία, ὅπως οἱ ἅγιοι πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί μέ τή ζωή τους καί μέ τό παράδειγμά τους καί μέ τό δόγμα πού διεκήρυξαν ἔδωσαν τή μαρτυρία τοῦ εὐαγγελίου καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στήν ἐποχή τους.

  Κι ἐμεῖς μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα καί μέ τή χριστιανική ζωή, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀποκαλύπτεται στό Εὐαγγέλιο, θά δώσουμε τή μαρτυρία τοῦ Κυρίου, θά δώσουμε τό φῶς καί τή χαρά στόν ἄνθρωπο, πού ἐναγώνια στήν ἐποχή μας ζητᾶ, ψάχνει νά τά βρεῖ, καί θά τόν ὁδηγήσουμε στήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Χριστό μας, τόν Λυτρωτή μας.


Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 129-133