(Ψα 103,34)
Χτυπᾶ ἡ καμπάνα ἀγνάντια στό ξωκκλήσι καί μηνᾶ Ἑσπερινό. Καλεῖ ὁ ἦχος της τήν κτίση ὅλη νά πλέξει μία «διαλογή» στόν Πλάστη καί Πατέρα. Πιάνει ἡ ψυχή, ἡ λογική, τό θυμιατό τῆς προσευχῆς καί ἀφήνει σάν θυμίαμα σέ Σένα ν’ ἀνεβεῖ ἡ εὐγνωμοσύνη, ἡ εὐχαριστία, ὁ πόνος, ἡ ἀγωνία, ἡ ἀπαντοχή…
«Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον...».
Κεῖ κάπου στά αἰθέρια ἀπαντᾶ ἡ κραυγή τῆς προσευχῆς τόν ἦχο τῆς καμπάνας καί παίρνει χρῶμα ὁ ἦχος της κι ἀντιλαλεῖ εὐωδιά ἡ λαλιά της…
Καί καθώς ἀγκαλιάζει ἡ ματιά τήν πλάση τριγύρω, ἀνοίγει μπρός μου ἕνα ζωντανό ψαλτήρι. Κι ἐγώ τότε σιωπῶ γιά νά ἀφουγκραστῶ μία ψαλμωδία ἀλλιώτικη, ἄλογη μά τόσο θεϊκή.
Τήν ὥρα τούτη, Πλάστη μου, πού ἀπέθεσες τό φῶς, τό ἄυλο ἱμάτιό σου, καί ντύθηκες τά χρώματα τοῦ ἀποσπερνοῦ, μέσα στό ἀνάκτορό σου, τήν ὥρα αὐτή συνάζονται οἱ ἄγγελοι, οἱ λειτουργοί σου, σάν ἅγιες φωτιές τριγύρω, κι ὁ κόσμος ὁλάκερος γίνεται κήρυκας τῆς μεγαλοσύνης σου. Κι ἐγώ στέκομαι σέ μία πλαγιά, σάν σέ φυσικό στασίδι, καί βλέπω μπρός μου ἀνοιχτό, σάν ζωντανό ψαλτήρι, τήν ἄλογη τήν κτίση καί ἀκούω ψαλμούς, ἀντίφωνα καί ἄφθογγα ἰδιόμελα.
Ἀνάκτορό σου ὅλη ἡ γῆ, Πατέρα δοξασμένε. Γῆ καί οὐρανός, ὕδατα καί στεριές στά θεῖα δώματά σου, ὑμνοῦν τό μεγαλεῖο σου, σοφέ Δημιουργέ, τήν ὥρα αὐτή πού ὁ ἄνθρωπος τελείωσε τή δουλειά του καί τά ζῶα ψάχνουν γιά καταφύγιο...
Καί γίνεται ὕμνος καί τρισάγιο τό θρόισμα τῶν φύλλων καί τό κελάρυσμα τῶν ρυακιῶν εὔλαλο δοξαστικό.
Κι ἀγνάντια στίς κορφές, πού στόλισες μ’ αὐτές τή γῆ σου, ὁ ἥλιος ἀποτραβιέται γνωρίζοντας τήν πορεία του κι ἀχνή ἡ σελήνη παίρνει δειλά τή θέση της, ὅπως ἐσύ τήν ἔταξες νά κάνει, χρωματίζοντας τά αἰθέρια μέ χίλια χρώματα καί βάφοντας τή θάλασσα μέ χρυσαφένιες καί ἀσημί νότες δοξολογίας. Σκαλοπάτια σου τά σύννεφα καί οἱ ἀνέμοι τ’ ἀέρινο ὄχημά σου. Λαλιά σου οἱ φοβερές βροντές, τό θαῦμα ὁλόγυρα ἀντιλαλοῦν δάση καί θάμνοι καί πλαγιές...
Καί ἡ δική μου ἡ κραυγή ἕνας ψίθυρος μέσα σ’ αὐτή τή μεγαλειώδη συμφωνία τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Μένω ἄναυδη μπρός σέ αὐτή τή μυσταγωγία καί ἀφουγκράζομαι τήν ἅγια τούτη ψαλμωδία, σάν βλέπω μπρός μου νά βάφει ὁ ἀγέρας τά λιόφυλλα ἀσημί μέ τή δοξολογική πνοή του, κι ἡ θάλασσα ν’ ἀναρριγεῖ -τόν ψίθυρό του νιώθοντας- καί μηνᾶ κι αὐτή μέ τή σειρά της σέ ὅλη τή γῆ πού ’χει στήν ἀγκαλιά της, τή δόξα σου...
Τήν ὥρα αὐτή τοῦ Ἑσπερινοῦ, τήν ὥρα τῆς συγγνώμης γιά τό χθές καί τῆς ὑπόσχεσης γιά τό αὔριο, ὁ λογισμός μου κι ἡ κτίση γύρω μου, ἄλογη κτίση καί κτίση λογική, ψάλλουν μπρός στό νοητό ψαλτήρι, ἀκολουθώντας τόν ψαλμωδό, δοξολογίας ἀντίφωνα καί ὕμνους εὐχαριστίας...
«Ἡδυνθείη Αὐτῷ ἡ διαλογὴ ἡμῶν... ἀμήν»!
Δ. Καλογεράκη