Κοιτοῦσαν μαγεμένα τή μεγάλη ζωγραφιά μέ τά ὡραῖα χρώματα στή Βίβλο τους:
- Ἡ Παναγία! ἔδειξε ἡ Ζωή.
- Κι οἱ μάγοι! εἶπε ὁ ἀδελφός της.
- Κι οἱ βοσκοί!
- Κι οἱ ἄγγελοι!
- Κι αὐτός; ρώτησε μέ ἀπορία ἡ μικρούλα δείχνοντας τήν ἀντρική φιγούρα πού ἔσκυβε μέ ἔγνοια καί σιωπή πάνω ἀπό τό θεϊκό Παιδί.
- Αὐτός εἶναι ὁ Ἰωσήφ, μικρό μου! τῆς ἀπάντησα. Ἐκεῖνος πού προστάτευε τήν Παναγία μας.
Τό κοριτσάκι μέ κοίταξε ἐρωτηματικά, σάν νά μήν εἶχε ξανακούσει αὐτό τό ὄνομα.
«Ὁ Ἰωσήφ», σκέφτηκα μέσα μου. Λίγο μιλήσαμε γι᾽ αὐτόν καί λίγο τόν προσέχουμε, ὅταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα...
Ἡ ἱστορία τῆς ἁγίας νύχτας γεμίζει μέ φωνές: «Ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην...», «Διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ...», «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ...», «Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων;...». Θαυμαστικά τῶν οὐρανῶν, ἐρωτηματικά τῆς γῆς. Ἄγγελοι, μάγοι καί βοσκοί μιλοῦν· περνοῦν τά σύνορα τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου τους, γιά νά σημαίνουν μέσα μας Χριστούγεννα.
Κι ὁ Ἰωσήφ; Οὔτε μιά λέξη ὁ Ἰωσήφ οὔτε μία πρόταση δική του μές στούς στίχους τῆς Γραφῆς. Ὁ Ἰωσήφ, μία σιωπή· ἕνα μονάχα ὄνομα πού τό προφέρουνε τά χείλη τοῦ Θεοῦ πάντοτε σέ προστακτική: «Ἰωσήφ, υἱός Δαυΐδ, μή φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναῖκα σου...». Καί πάλι: «παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί φεῦγε εἰς Αἴγυπτον...». Μιά προσταγή ὁ Θεός στόν Ἰωσήφ καί ὁ Ἰωσήφ γιά τόν Θεό μία μονάχα κίνηση: «ἐγερθείς». Σηκώνεται· ἀπό τόν ὕπνο του, ἀπό τήν ἡσυχία του· καί παίρνει τή Μαρία «εἰς τά ἴδια» νά παραστέκεται μέ σεβασμό στό μεγαλεῖο της καί νά σκεπάζει στή σιωπή τό ἀνήκουστό της μυστικό καί τό ὑπέρλογο μυστήριο. Σηκώνεται· καί παίρνει τό Παιδί καί τήν Παρθένο μέσα στήν παγωμένη νύχτα γιά τήν Αἴγυπτο· πορεύεται στό ἄγνωστο, σέ μία ξένη γῆ, ἄ γνωστος καί ἀνέστιος γιά τόν Θεό· ἕνα «πειθήνιο» δικό του ὄργανο, ἕνα «στρατιωτάκι» του...
Τρομάζουνε οἱ λέξεις τόν αἰώνα τῆς ἐλευθερίας μας. Φαντάζει ξένος ὁ Ἰωσήφ, πλάσμα χωρίς προσωπικότητα, στήν ἐποχή πού ὀρθώνει τό δικαίωμα.
Κι ὅμως! Ὁ Ἰωσήφ ὑπέγραψε τήν ἱστορία ὅλων τῶν αἰώνων. Ἑτοίμασε Χριστούγεννα. Ἔγειρε ὁ Θεός νά ζεσταθεῖ μές στή δική του τήν καρδιά, πρίν Τόν ζεστάνουνε τά χνῶτα τῶν ἀλόγων στή σπηλιά τῆς Βηθλεέμ. Πρίν τραγουδήσουνε οἱ ἄγγελοι, πρίν τρέξουν οἱ ποιμένες, πρίν ὁδοιπορήσουνε οἱ μάγοι, ὁ Ἰωσήφ διακόνησε τό θαῦμα τῆς ἁγίας νύχτας, γιά τούς ποιμένες, γιά τούς μάγους, γιά τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη.
Ἑτοίμασε Χριστούγεννα «λαθών» -κρυφά καί ταπεινά- γιά ᾽Κεῖνον πού «λαθών» γεννήθηκε στό σπήλαιο. Ἀκούμπησε ὁ Ἰωσήφ ἐπάνω στήν καρδιά τοῦ ταπεινοῦ Θεοῦ. Τόν ἔνιωσε...
Ἀκόμα κι ὥς τά σήμερα πού ἡ Ἐκκλησία δίκαια τιμᾶ τόν Ἰωσήφ τόν μνήστορα στούς κόλπους τῶν ἁγίων της, μεμνηστευμένο πιά μέ τό αἰώνιο, ἐκεῖνος μένει κρυμμένος στή σιωπή· θαρρεῖς κι ἡ ἁγιότητά του ἐπιλέγει αὐτή τήν ἱερή ἀφάνεια.
2013 χρόνια ὕστερα, ἡ ἱστορία τῆς ἁγίας νύχτας ξαναγράφεται ἀναλλοίωτη κάτω ἀπ᾽ τούς τρούλους τῶν ναῶν. Πάλι θά τραγουδήσουνε στά ἀναλόγια οἱ ἄγγελοι, πάλι θά ὁδοιπορήσουνε οἱ μάγοι, πάλι θά τρέξουν οἱ βοσκοί. Γιατί πάντοτε, ὅσο κι ἄν «ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία», θά ὑπάρχουν μάγοι καί βοσκοί· ἐκεῖνοι πού θά Τόν συναντήσουνε ἀπρόσμενα, σάν τόν κρυμμένο θησαυρό μές στό χωράφι τους κι ἐκεῖνοι πού, ἀφοῦ πιά σώθηκαν στίς ἀγορές τοῦ κόσμου οἱ ἐλπίδες τους, θά Τόν ἀναζητήσουν, ἀνεκτίμητο μαργαριτάρι, ἄξιο νά ἐξαργυρωθεῖ μ᾽ ὅλους τούς θησαυρούς τῆς γῆς.
Καί πάλι τό Παιδί τῆς Βηθλεέμ θ᾽ ἀναζητήσει Ἰωσήφ· «μωρά καί ἐξουθενημένα» γιά τόν κόσμο, παραδομένους στήν ἁγία τρέλα τοῦ Θεοῦ... Ἄλλοι θά ταξιδεύουνε σάν πλανῆτες νά Τόν εὐαγγελίζονται στίς ἐσχατιές τῆς γῆς· ἄλλοι θ’ ἀντιχαρίζουνε ὅλα τους τά χαρίσματα στή χρεία Του, ἀρνούμενοι λαμπρές προοπτικές, καριέρες καί χειροκροτήματα· ἄλλοι θά ἀγωνίζονται μέ μόχθο καί ἱδρώτα νά κρατήσουνε τά σπίτια τους ἁγίες Βηθλεέμ. Κι ὅλοι θά μένουνε κρυμμένοι στήν ἀφάνεια, «λαθόντες» θά ἑτοιμάζουνε Χριστούγεννα. Γιατί πάντοτε, ὅσο κι ἄν ἔχει λιγοστέψει ἡ ἀγάπη, θά ὑπάρχουν Ἰωσήφ...
Τ᾽ ἀνήψια μου μιλοῦσαν ζωηρά πάνω ἀπ᾽ τή ζωγραφιά:
- Ἐγώ θά γίνω μάγος! Θά φοράω καί κορώνα! ἔλεγε ὁ Κωστής.
- Ἐγώ θά γίνω μάγος! διαμαρτυρήθηκε ἡ Ζωή.
- Δέ γίνεται. Ἐσύ εἶσαι κορίτσι. Θά ᾽σαι ἄγγελος.
- Καλύτερα! Θά ᾽χω στεφάνι καί φτερά!
Τά κοίταξα μέ νοσταλγία καί μέ συγκατάβαση· σάν ἤμουνα παιδί ἔλεγα σάν αὐτά: «Θέλω νά γίνω ἄγγελος», «Θέλω νά γίνω μάγος καί βοσκός», νά φαίνομαι...
Τώρα πού πιά μεγάλωσα, τώρα πού πιά περπάτησα μές στά σκοτάδια τῆς ζωῆς, ψάχνοντας τήν Ἀνατολή· τώρα πού ἕνα φῶς ἀγγελικό, μακρόθυμο, γλύκανε τήν ἀγρύπνια μου· τώρα, πού οἱ οὐρανοί δείξανε καί γιά μένα ἕνα ἀστέρι, γιά νά βρῶ τή Βηθλεέμ· τώρα πού πιά τελείωσαν ὅλα τά «πῶς» καί τά «γιατί», πού πιά γονάτισαν ὅλα τά «θέλω» μου ἀνήμπορα στό λίκνο τοῦ Θεοῦ, πού ὅλοι οἱ ἐπίγειοί μου θησαυροί φαντάξανε φτωχοί μπροστά στήν ἔσχατη πτωχεία του· τώρα πού πιά Τόν βρῆκα, Τόν προσκύνησα, ἔγινα μάγος καί βοσκός, τώρα δέν ἀπομένει νά ζητήσω μπρός στή φάτνη του παρά μονάχα αὐτό: «Θέλω νά γίνω Ἰωσήφ!»· δίχως διάσημα τοῦ κόσμου, ἕνα «στρατιωτάκι» τοῦ Θεοῦ, νά σταματῶ τόν πόλεμο, νά ὑπογράφεται μές στήν ἀνθρώπινη καρδιά εἰρήνη μέ τόν οὐρανό, ἡ εἰρήνη πού τραγούδησαν ᾽κείνη τή νύχτα οἱ ἄγγελοι.
«Θέλω νά γίνω Ἰωσήφ!»· μονάχα αὐτό· κρυφά καί ταπεινά, «λαθών», νά ἑτοιμάζω γιά τόν κόσμο μας Χριστούγεννα.
Μαρία Παστουρματζῆ
Φιλόλογος
Μυστήριο καί μάλιστα μέγα χαρακτηρίζει τήν πίστη μας ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί συνοψίζει τό περιεχόμενο τοῦ μυστηρίου στή φράση: «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄ Τι 3,16). Ἡ ἐν σαρκί φανέρωση τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνανθρώπησή του, εἶναι τό μέγιστο μυστήριο, τό «πάντων θαυμάτων ὑπέρτερον», ὅπως τό ὀνομάζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ταυτίζεται ὅμως μέ τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ἀδιαμφισβήτητο ἱστορικό γεγονός. Ἀδιαμφισβήτητο, διότι κατοχυρώνεται ἀπό πλῆθος ἱστορικῶν μαρτυριῶν. Ἐπιπλέον, οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, αἰῶνες πολλούς πρίν ἀπό τή Γέννηση, μιλοῦν γι᾿ αὐτήν καί πραγματικά καταπλήσσουν τόν ἀναγνώστη. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ καί τό «σεσιγημένον μυστήριον», τό ἀπροσπέλαστο στή λογική τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τό θεϊκό μυστικό, σχεδιασμένο καί φυλαγμένο πρό καταβολῆς κόσμου γιά τή σωτηρία τοῦ ἀποστάτη, τοῦ ἀντάρτη, τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου.
Οἱ ἄγγελοι τό ὑπηρέτησαν χωρίς νά τό γνωρίζουν. Οἱ προφῆτες «ἐξεζήτησαν καί ἐξηρεύνησαν» (Α΄ Πε 1,10) περί αὐτοῦ, ἀλλά δέν τούς ἀποκαλύφθηκε πλήρως. Δέν ἦταν δυνατόν ἄγγελοι καί ἄνθρωποι νά συλλάβουν ὅτι ὁ Γιαχβέ, ὁ ὕψιστος Θεός, θά γίνει ἄνθρωπος· ὁ ὑπέρχρονος καί ἀπερίγραπτος Κύριος τοῦ παντός θά μπεῖ στήν τροχιά τῆς ἱστορίας! Οὔτε ἄνθρωποι οὔτε ἄγγελοι καί οὔτε βέβαια ὁ σατανᾶς ἔπρεπε νά ἀντιληφθοῦν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος λέγει ὅτι τρία πράγματα «διέλαθον», ξέφυγαν, τήν προσοχή τοῦ διαβόλου: ἡ παρθενία τῆς Μαρίας, ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καί ὁ σταυρός του.
Εἶναι θαυμαστό ὅτι, καί ὅταν περνᾶ στήν ἱστορία τό «σεσιγημένον μυστήριον», ἀποκαλύπτεται ὄχι σέ ὅλους ἀδιάκριτα, παρά μόνο σ᾿ ἐκείνους πού ἔχουν τίς προϋποθέσεις νά τό δεχθοῦν. Ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονός πού συνέβη σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο. Μποροῦσαν ὅλοι νά τό πληροφορηθοῦν καί νά ἐνστερνισθοῦν τήν εὐλογία του. Δέν ἔγινε ὅμως ἔτσι. Τό ἀντιλήφθηκαν μόνο οἱ ἁπλοϊκοί ποιμένες, ἐκπρόσωποι τοῦ πιστοῦ λαοῦ, πού μελετοῦσαν τίς Γραφές περιμένοντας τόν Μεσσία, καί οἱ σοφοί μάγοι, ἐκπρόσωποι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, πού μέ τήν προσδοκία τοῦ Λυτρωτῆ ἀκολούθησαν τό παράδοξο ἀστέρι. Αὐτοί ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό «παιδίον νέον» καί νά προσκυνήσουν τόν «πρό αἰώνων Θεόν». Οἱ περισσότεροι, ἰουδαῖοι καί εἰδωλολάτρες, ἔμειναν ἀδιάφοροι γιά τό γεγονός καί, φυσικά, ἀμύητοι στό μυστήριο. Ὁ Ἡρώδης μάλιστα καί ἡ αὐλή του πανικοβλήθηκαν καί ἑτοίμασαν διωγμό γιά τόν Γεννηθέντα. Γιά ὅλους αὐτούς, ἰουδαίους καί ἐθνικούς, «λαθών ἐτέχθη ὑπό τό σπήλαιον» ὁ Κύριος· δέν ἤθελε νά τόν δοῦν, διότι κι αὐτοί δέν τόν ἤθελαν, δέν τόν περίμεναν.
Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ παραμένει τό «σεσιγημένον μυστήριον», τό μυστικό τοῦ Θεοῦ, πού ὅμως γίνεται ἁπτή ἱστορική πραγματικότητα μέσα στήν Ἐκκλησία. Εἶναι αὐτή ἡ νέα δημιουργία, στήν ὁποία ἀναπλάθει τόν κόσμο ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση κοινωνεῖ στίς θεῖες ἰδιότητες καί μεταλαμβάνει τήν ἀθανασία. «Αὐτός γάρ (ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος) ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν», θεολογεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Καί τή θέωση τή χαρίζει ὁ Χριστός σέ ὅποιον σκύβει μέ εἰλικρίνεια καί ἐνδιαφέρον στήν ἱστορία, προσεγγίζει μέ πίστη τό μυστήριο καί παραδίδει ἐλεύθερα τόν φθαρτό ἑαυτό του στή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Πῶς ἀκούγονται ὅλα αὐτά στήν ὑπεραυτόματη τεχνοκρατική ἐποχή μας; Ἀσφαλῶς, ἀποτελεῖ μία πρόκληση τό γεγονός τῶν Χριστουγέννων. Βαρυφορτωμένος ἀπό τόν καταιγισμό τῆς πληροφόρησης ὁ σημερινός ἄνθρωπος δέν διαθέτει τό χρόνο οὔτε καί τή δυνατότητα νά σκύψει στή μελέτη τῆς ἱστορίας πού κραυγαλέα βεβαιώνει τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐγκλωβισμένος στά ἐγκόσμια ἐνδιαφέροντά του ἔχει τήν ψευδαίσθηση πώς τά ξέρει ὅλα καί δέν διατίθεται νά ἀναζητήσει τό μυστήριο. Στήν καλύτερη περίπτωση, περιορίζεται σέ μία ἐπιδερμική ἐπαφή μέ τό μεγάλο γεγονός. Γιορτάζει «ἐθιμοτυπικά» τά Χριστούγεννα καί συνεχίζει τήν ἄχαρη πορεία του μέσα στό χρόνο, ἐνῶ τό κενό τῆς ψυχῆς του μεγαλώνει, αὐξάνει ἡ ἀνασφάλειά του καί τό ἄγχος τόν κατατρύχει.
Ὡστόσο, καί σήμερα ὁ μοναδικός τρόπος νά εἰσχωρήσουμε στό μυστικό τοῦ Θεοῦ, νά ζήσουμε τήν εἴσοδο τοῦ μεγάλου Θεοῦ στήν προσωπική μας ζωή, εἶναι ὁ πνευματικός, ὁ ἐκκλησιαστικός ἑορτασμός του. «Τοίνυν ἑορτάζωμεν μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς· μή κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμίως... μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως», μᾶς προτρέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Μελετώντας τό ἱστορικό γεγονός καί βιώνοντας τή νέα δημιουργία, μέ μετάνοια καί συμμετοχή στή θεία Εὐχαριστία, γινόμαστε μέτοχοι στό μεγάλο μυστήριο τῆς ἑνώσεως θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως, τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ.
«Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν· πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, δηλώνοντας τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ νά ὑψωθεῖ στή σφαίρα τοῦ μυστηρίου. Ἀποδεχόμενος αὐτή τήν ἀδυναμία του ὁ πιστός καταφεύγει στή δοξολογική λατρεία τοῦ θείου Βρέφους· τοῦ προσφέρει τόν αἶνο τῶν χειλέων καί τήν εἰλικρινῆ μετάνοια. Κι ὁ Θεός τοῦ χαρίζει τήν κάθαρση «ἀπό παντός μολυσμοῦ», τόν ἀνάγει στή θέωση.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Τόν νεογέννητο Χριστό προσκύνησαν ὄχι μόνο ταπεινοί βοσκοί τῆς Βηθλεέμ ἀλλά καί σοφοί μάγοι ἀπό τήν Ἀνατολή, ἐπιστήμονες τῆς ἐποχῆς τους. Καί τοῦ προσέφεραν δῶρα: χρυσάφι, λιβάνι καί σμύρνα.
Χρυσάφι ἦταν δῶρο τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας. Ὅμως ὁ Χριστός προκάλεσε κατ’ ἐπανάληψη τούς ἀσκοῦντες ἐξουσία. Ἐπέλεξε κατ᾿ ἀρχήν γιά νά γεννηθεῖ ἕναν στάβλο καί σπαργανώθηκε σέ μία φάτνη. Αὐτό συνιστᾶ σκάνδαλο γιά ὅσους ἀσκοῦν ἐξουσία, καθώς αὐτή ἔχει ταυτιστεῖ μέ τήν ἰσχύ καί τή χλιδή. Ἀργότερα προχώρησε σέ νέα πρόκληση κατά τῆς ἐξουσίας νουθετώντας τούς μαθητές του, πού σύμφωνοι μέ τή νοοτροπία τοῦ κόσμου διεκδικοῦσαν πρωτοκαθεδρίες. Τόνισε ξεκάθαρα πώς οἱ ἐξουσιαστές τοῦ κόσμου καταπιέζουν καί καταδυναστεύουν τούς λαούς. Καί ζήτησε ἀπό τούς μαθητές ἐκεῖνος πού ἐπιθυμεῖ νά εἶναι πρῶτος νά γίνει ὑπηρέτης ὅλων. Καί ὅταν στό τέλος οἱ ἀπογοητευμένοι ἀπό τό οἰκουμενικό κήρυγμά του ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ παρέδωσαν τόν Χριστό στόν Πιλᾶτο μέ τήν κατηγορία τῆς ἀντιποίησης τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, Αὐτός ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ ὅτι ἦταν ἐγκόσμιος βασιλιάς, ἀλλά τόνισε ὅτι ἡ βασιλεία του δέν εἶναι αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου.
Λίγα κατάλαβε τότε ὁ Πιλᾶτος, πολύ λιγότερα μετέπειτα οἱ ἀσκοῦντες ἐξουσία «ἐλέῳ Θεοῦ» ἐγκόσμιοι βασιλεῖς καί «ἐκπρόσωποί του» ἐπί τῆς γῆς. Ἔτσι ὁ Χριστός ἐξαιτίας τους βρέθηκε καί πάλι στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου μέ τή βαρειά κατηγορία ὅτι καλλιεργεῖ φρόνημα δουλοπρέπειας στούς ὀπαδούς του, προκειμένου οἱ ἐξουσιαστές νά διαφεντεύουν ἀνετότερα τούς λαούς! Μάλιστα κατά τήν «Ἀναγέννηση» τό ἐπηρμένο ἀνθρώπινο πνεῦμα ἐπιχείρησε τήν ἀνατροπή Του ἀπό τόν οὐράνιο θρόνο πασχίζοντας νά ξεριζώσει ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων τήν πίστη τους σέ προσωπικό Θεό.
Λιβάνι ἦταν τό σύμβολο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Μ’ αὐτό θυμίαζαν οἱ ἱερεῖς κατά τήν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Στόν σύγχρονο δυτικό κόσμο ὑπάρχει ἰσχυρή τάση ἐξοβελισμοῦ τοῦ ἱεροῦ στήν ξέφρενη πορεία ἀμφισβήτησης -ἀρχικά, καί ἄρνησης στή συνέχεια- κάθε αὐθεντίας. Ὁ ἀνθρωποκεντρικός προσανατολισμός τῆς δυτικῆς σκέψης καί ἡ σχετικοποίηση τῶν πάντων ἐμποδίζουν τήν ἀποδοχή τοῦ αἰωνίου προτύπου στό πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ. Ἤδη οἱ λαοί τῆς Εὐρώπης, διά τῶν ἡγετῶν τους, ἀρνήθηκαν τή ρητή ἀναφορά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί στήν Ἐκκλησία του στό εὐρωπαϊκό σύνταγμα. Ὅμως στίς κοινωνίες πού ἀπεμπολοῦν τό ἱερό ἀνοίγεται ὁ δρόμος γιά τή βίαια εσοδο τοῦ βεβήλου καί στή συνέχεια τοῦ δαιμονιώδους. Ὁ δυτικός κόσμος γεύεται ἤδη τίς πικρότατες συνέπειες τῆς ἀποστασίας. Τό «λιβάνισμα» ὅμως τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσμου τούτου προσφέρεται πλούσιο ἀπό τούς διαχρονικούς κόλακες.
Σμύρνα ἦταν ἀρωματική οὐσία συνδεδεμένη μέ τά ἔθιμα τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν. Οἱ μάγοι τήν προσέφεραν προφητικά. Ὁ Χριστός, συνεπής ὥς τό τέλος στά λόγια τοῦ κηρύγματός του, προσφέρει τόν ἑαυτό του θυσία ἀκατανόητη ὄχι μόνο στούς ἐθνικούς, πού ἀγνοοῦσαν τήν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί στούς ἐκλεκτούς τοῦ Ἰσραήλ, πού ἀδυνατοῦσαν νά θεωρήσουν τήν οὐράνια βασιλεία ἔξω ἀπό τά κοσμικά πλαίσια. Λίγες ἀλλά ἐκλεκτές ψυχές κατανόησαν μετά τήν ἀνάστασή του τό νόημα τῆς θυσίας Ἐκείνου. Γι’ αὐτό καί ἀκολούθησαν καί ἄλλες θυσίες ὥς τίς ἡμέρες μας, οἱ ἑκατόμβες τῶν χριστιανῶν μαρτύρων. Τό μαρτύριο γιά τόν Χριστό εἶναι ἀπό τά πιό ἐντυπωσιακά ἱστορικά συμβάντα καί συμβαίνοντα. Γι’ αὐτό καί οἱ μικρόψυχοι τῆς ἱστορίας συγγραφεῖς ἐλάχιστα ἀσχολήθηκαν μ᾿ αὐτό. Ἔστρεψαν τά φῶτα τῆς δημοσιότητας πρός τόν κυρίαρχο στό ἱστορικό γίγνεσθαι δημαγωγικό λόγο τῶν ἡγετῶν πού δέν θυσιάστηκαν γιά τούς λαούς τους, ἀλλά τούς θυσίασαν ετε πλέκοντας τό ἐγκώμιο τῶν ταπεινῶν τους ἐνστίκτων ετε καλώντας τους σέ ἐπιχειρήσεις πού αἱματοκύλησαν τήν ἀνθρωπότητα στό ὄνομα ὑψηλῶν δῆθεν ἰδανικῶν!
Ὁ κόσμος πορεύεται σήμερα ἐρήμην τοῦ βρέφους τῆς φάτνης. Αἰσθάνεται αὐτάρκης ἔχοντας ἀποσείσει ἀπό πάνω του κάθε εδους αὐθεντία. Καί στήν ἔπαρση καί ἀλαζονεία του ἀρνεῖται νά δεχθεῖ ὅτι τόν συνθλίβει τό ὑπαρξιακό του κενό. Πάντως γιά ὅσους κατηγοροῦν τή γνώση γιά τίς τόσο ὀδυνηρές γιά τόν ἄνθρωπο συνέπειες, τονίζουμε πώς οἱ μάγοι ἦταν οἱ σοφοί τοῦ τότε κόσμου. Δέν εἶναι ἡ γνώση καθ᾿ ἑαυτή τό πρόβλημα ἀλλά ἡ ἔπαρση, πού συνήθως τή συνοδεύει καί καθιστᾶ πολύ δυσχερῆ τήν ταπείνωση. Ἄς δοῦμε φέτος τή φάτνη ἀπό μία ἄλλη σκοπιά.
Ἀπόστολος Παπαδημητρίου
Οἱ ἱστορικές μαρτυρίες μᾶς πληροφοροῦν ὅτι στόν χριστιανικό κόσμο τῆς Ἀνατολῆς μέχρι τόν 4ο αἰώνα ἑορτάζονταν μαζί Χριστούγεννα καί Θεοφάνια. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἦταν αὐτός πού εἰσηγήθηκε καί συνετέλεσε στό διαχωρισμό τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν.
Μιλώντας μέ ἐνθουσιασμό ἀλλά καί ἁγιογραφική κατοχύρωση, μέ λυρισμό ἀλλά καί θεολογική σαφήνεια ὁ χρυσορρήμων ἅγιος προσπαθεῖ νά ὁδηγήσει τούς ἀκροατές του στό δρόμο γιά τή Βηθλεέμ, νά τούς χειραγωγήσει στά μονοπάτια τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας.
Στίς παραμονές τῆς μεγάλης γιορτῆς, ἄς ἀφήσουμε κι ἐμεῖς τά χρυσά λόγια τοῦ ἁγίου Πατέρα νά ἀντηχήσουν στήν καρδιά μας. Προτρέπει τούς πιστούς νά ἀπέχουν ἀπό ἑορτασμούς μέ κοσμικό χαρακτήρα «διότι τίποτα δέν εἶναι περισσότερο ἐχθρικό πρός τό πνεῦμα τῆς πίστεώς μας». Ὁ ἴδιος νιώθει τήν ἀνάγκη νά ἐκφράσει τήν ἐσωτερική του χαρά: «Θέλω νά σκιρτήσω, ἐπιθυμῶ νά χορέψω ὄχι παίζοντας κιθάρα, ὄχι κρατώντας αὐλούς, ἀλλά ἔχοντας μαζί μου ἀντί γιά μουσικά ὄργανα τά σπάργανα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά εἶναι ἡ ἐλπίδα μου, αὐτά εἶναι ἡ ζωή καί ἡ σωτηρία μου». Μᾶς καλεῖ νά προσκυνήσουμε τό Βρέφος πού κρατᾶ μέσα στά σπάργανά του ὅλες τίς ἐλπίδες γιά τή σωτηρία μας καί νά βιώσουμε κι ἐμεῖς τό μεγάλο γεγονός μέ πνευματική εὐφροσύνη. «Ἄς γιορτάσουμε κι ἄς πανηγυρίσουμε. Σήμερα λύθηκαν τά δεσμά πολλῶν αἰώνων, ὁ διάβολος ντροπιάστηκε, οἱ δαίμονες δραπέτευσαν, ὁ θάνατος θανατώθηκε, ἄνοιξε ὁ παράδεισος, ἡ κατάρα ἐξαφανίστηκε, ἡ ἁμαρτία ἀποδυναμώθηκε. Ἡ πολιτεία τοῦ οὐρανοῦ φυτεύθηκε στή γῆ».
Ὁ βαθύς μελετητής τοῦ ἀσύλληπτου μυστηρίου τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως διερωτᾶται μέ θαυμασμό: «Τί εἴπω καί τί λαλήσω; Ἐκπλήττει γάρ μέ τό θαῦμα», καί βοηθᾶ κι ἐμᾶς νά σταθοῦμε μέ δέος καί συγκλονισμό μπροστά στά παράδοξα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. «Παιδί βλέπω τόν προαιώνιο Θεό. Σέ φάτνη ἀναπαύεται αὐτός πού ἔχει θρόνο τόν οὐρανό. Χέρια ἀνθρώπινα ἀγγίζουν τόν ἀπρόσιτο καί ἀόρατο. Μέ σπάργανα εἶναι σφιχτοδεμένος αὐτός πού σπάει τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Ἀναλαμβάνει ὁ Χριστός τό δικό μου σῶμα γιά νά μπορέσω ἐγώ νά ἀποδεχθῶ τό λόγο του καί παίρνοντας τή σάρκα μου μοῦ χαρίζει τό πνεῦμα του, ὥστε μέ τήν προσφορά αὐτή νά μοῦ προμηθεύσει τό θησαυρό τῆς ζωῆς. Παίρνει τή σάρκα μου γιά νά μέ ἁγιάσει, μοῦ δίνει τό πνεῦμα του γιά νά μέ ἀπελευθερώσει».
Ὁ ἱερός πατέρας μέ διάφορες εἰκόνες κατευθύνει τή σκέψη μας στό ἀπύθμενο βάθος τῆς θεϊκῆς συγκαταβάσεως. «Πῶς ἔγινε τοῦτο τό ἐκπληκτικό καί ἀξιοθαύμαστο; Ἐξαιτίας τῆς δικῆς του ἄκρας ἀγαθότητας. Ὅπως ἕνας βασιλιάς, γιά νά μήν ἀναγνωριστεῖ ἀπό τόν ἐχθρό καί νά μπορέσει νά πετύχει τή νίκη, βγάζει τή βασιλική στολή καί σάν ἁπλός στρατιώτης ρίχνεται στή μάχη, ἔτσι καί ὁ Χριστός ἦρθε μέ ἀνθρώπινη μορφή γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσει ὁ ἐχθρός καί ἀποφύγει τή σύγκρουση μαζί του· ἀλλά καί γιά νά μή φοβίσει τούς ἀνθρώπους, διότι ἦρθε γιά νά τούς σώσει καί ὄχι γιά νά τούς καταπλήξει».
Μέσα στά σκοτάδια τῆς ἐποχῆς μας μία λάμψη ἀπό τό ἄστρο τῆς Βηθλεέμ φέρνει στίς ψυχές μας ὁ ζείδωρος λόγος τοῦ ἱεροῦ πατέρα. Ἄς γίνει ὁ μεγάλος ἅγιος συνοδοιπόρος μας στήν πορεία γιά τό σπήλαιο τῆς γεννήσεως, ἐκεῖ ὅπου ὁ Θεός δίνει λύση στό δράμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ζήσουμε λυτρωτικά τή «μητρόπολη τῶν ἑορτῶν», ὅπως χαρακτηρίζει τά Χριστούγεννα ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
Χ. Χατζῆ
Θεολόγος
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀποτελεῖ τό πλέον ἀντιλεγόμενο ἱστορικό πρόσωπο στήν παγκόσμια Ἱστορία. Βρέφος ἀκόμη προσκυνήθηκε τόσο ἀπό τους ἄσημους βοσκούς, ὅσο καί ἀπό τούς ἐπιφανεῖς μάγους τῆς Ἀνατολῆς. Πίσω τους ὅμως καιροφυλακτοῦσε ὁ Ἡρώδης ζητώντας τή ζωή του. Βέβαια ἐκεῖνος δέν πέτυχε τό σκοπό του καί ἦταν τά νήπια της Βηθλεέμ πού ἐξοντώθηκαν στήν ἄφρονα ἐκείνη ἐκκαθάριση.
Ὁ Ἡρώδης μέ ἀνθρώπινα κριτήρια εἶχε κάποιο ἐλαφρυντικό γιά τήν αἱμοσταγῆ ἐκείνη ἐνέργειά του. Ἦταν ἀπόλυτος ἄρχων καί ἐπληροφορεῖτο ξαφνικά ὅτι ἐμφανίστηκε διεκδικητής τοῦ θρόνου του. Ἄλλωστε ἀκόμη καί οἱ νομοδιδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ ὡς ἐγκόσμιο ἄρχοντα ἀνέμεναν τόν μεσσία.
Στό πέρασμα τῶν χρόνων δέν ἔλειψαν οἱ μέ ποικίλους τρόπους διῶκτες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πρῶτοι, ὅταν ἀκόμη βίωνε ὡς θνητός, οἱ νομοδιδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ πού προαναφέραμε. Αὐτοί ἀπό φθόνο Τόν παρέδωσαν στή ρωμαϊκή ἐξουσία, στήν ὁποία ἄσκησαν πίεση, ὥστε νά ἐπιτύχουν τή θανατική Του καταδίκη.
Κάθε ὀρθολογικά σκεπτόμενος ἄνθρωπος ἔπρεπε νά δέχεται ὅτι μέ τόν σταυρικό θάνατο ἡ «ὑπόθεση Ἰησοῦς» θά εἶχε τεθεῖ στό ἀρχεῖο τῆς Ἱστορίας καί τό πρόσωπο θά ἀποτελοῦσε τό πολύ πηγή ἐμπνεύσεως γιά κάποιους ρομαντικούς λογοτέχνες καί καλλιτέχνες. Ὅμως συνέβη στήν πραγματικότητα μιά πραγματική ἀνατροπή. Ἀμέσως ἄρχισε ἀπηνής διωγμός ἐναντίον ἐκείνων πού εἶχαν τό θάρρος νά εὐαγγελίζονται τήν ἀνάστασή Του καί τή βασιλεία Του, βασιλεία πού, σύμφωνα μέ τό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι ἀπό τοῦτο τόν κόσμο. Θά μποροῦσαν οἱ διῶκτες, ὀρθολογικά σκεπτόμενοι, νά ἐκλάβουν τούς μαθητές του ὡς ἀλαφροήσκιωτους ἤ σαλεμένους ἀπό τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τόν δάσκαλό τους καί νά τούς παραδώσουν στή χλεύη τοῦ λαοῦ. Ὅμως, ἀντίθετα, κίνησαν διωγμό, μαρτυρία τῆς δεινῆς θέσεως στήν ὁποία βρίσκονταν. Βέβαια θά μποροῦσε νά ἰσχυριστεῖ κάποιος ὅτι ὁ διωγμός τῶν Ἰουδαίων κινήθηκε ὑπό τό ψυχολογικό βάρος τῆς ἐνοχῆς γιά τό θάνατο ἑνός ἀθώου. Ἔχουμε δηλαδή, ὄχι βέβαια ἐλαφρυντικό, ἀλλά κάποια ἐξήγηση.
Ὁ διωγμός ὅμως ξέφυγε ἀπό τά πλαίσια τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τή σκυτάλη ἀνέλαβε ἡ ρωμαϊκή ἐξουσία, ἡ κοσμοκρατορική, ἡ ἄκρως ἀνεκτική ἔναντι τῆς πληθώρας τῶν θεοτήτων, τίς ὁποῖες ἐνέταξε στό λατρευτικό πάνθεο παράλληλα μέ τήν ἔνταξη στίς τάξεις τῶν λεγεώνων ὁπλιτῶν διαφόρων ἐθνοτήτων. Καί ἐδῶ προβάλλεται κάποια ἐξήγηση: Οἱ «ἀντικοινωνικοί» πρῶτοι πιστοί τοῦ σταυρωμένου Ναζωραίου ἀρνοῦνταν νά δεχθοῦν τή θεότητα τοῦ αὐτοκράτορα. Ἀλλά αὐτό δέν ἦταν πρωτοφανές. Καί οἱ ἰουδαῖοι ἐπέμεναν στήν ὕπαρξη ἑνός μόνον Θεοῦ, ἰδιαιτερότητα πού εἶχε γίνει ἐν πολλοῖς σεβαστή ἀπό τό πλῆθος τῶν κατακτητῶν μέ σπάνιες ἐξαιρέσεις, ὅπως ἐκείνη τοῦ Ἀντιόχου Δ΄, τοῦ ἐπικληθέντος Ἐπιφανοῦς. Ἡ σκληρότητα, ἡ ἀγριότητα τῶν διωγμῶν ἐπί τρεῖς περίπου αἰῶνες οὔτε ἐλαφρυντικά ἔχει οὔτε σοβαρή ἐξήγηση. Ἡ ρωμαϊκή ἐξουσία δέν φαινόταν νά διατρέχει κανέναν κίνδυνο ἐκ μέρους τῶν πιστῶν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στό τέλος τῶν αἰώνων τῶν διωγμῶν οἱ πιστοί στόν Ἰησοῦ Χριστό ἐξανάγκασαν τή ρωμαϊκή ἐξουσία νά ἀναγνωρίσει τό αὐτονόητο, ἀκόμη καί γιά τόν ἀρχαῖο κόσμο: τό ἐλεύθερο τῆς λατρείας. Πολλοί πανηγυρίζουν στό γεγονός αὐτό τό θρίαμβο τῆς πίστεως καί ὄντως εἶναι. Ἡ ἐντυπωσιακή αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πιστῶν ἐν μέσῳ ἀπηνῶν διωγμῶν· ἡ προσέλευση στό μαρτύριο ἀνθρώπων τῆς ἐξουσίας, ταγμένων στή διεκπεραίωση τῆς ἐξοντώσεως τῶν χριστιανῶν, στρατιωτικῶν, δικαστικῶν καί δημίων, δέν ἐπιδέχεται οὐδεμία σοβαρή κοινωνιολογική ἐξήγηση. Ὅμως οἱ Ἡρῶδες δέν ἐξαλείφθηκαν. Ἀπεναντίας εἰσῆλθαν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχοντας πλέον τήν εὐχέρεια νά συνεχίσουν τό διωγμό ἀπό μέσα.
Οἱ διωγμοί πού ἀκολούθησαν εἶχαν δυό μορφές: Ἡ πρώτη ἦταν οἱ αἱρέσεις, μέσῳ τῶν ὁποίων σχίστηκε ὁ ἄρραφος χιτώνας τῆς Ἐκκλησίας, κάτι πού εἶχαν ἀποφύγει νά πράξουν οἱ στρατιῶτες γιά τό χιτώνα τοῦ Χριστοῦ κάτω ἀπό τό σταυρό. Ἄνθρωποι φέροντες τό πνεῦμα τῆς φιλοσοφίας τοῦ ἀρχαίου κόσμου καί ἀδυνατώντας νά κατανοήσουν τό μήνυμα τῆς φάτνης ἐπιδόθηκαν σέ ἄκαρπο ἀγώνα φιλοσοφικῆς ἐπένδυσης τῆς νέας πίστεως ἀρνούμενοι τήν Ἀποκάλυψη. Ἡ δεύτερη ἦταν ἡ ἐκκοσμίκευση. Μέσῳ αὐτῆς ἐπιδιώχθηκε ἡ ταύτιση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέ τά βασίλεια τοῦ κόσμου τούτου. Κενοδοξία, ἀπληστία, πάθος κυριαρχίας, καταδυνάστευση, ἐκμετάλλευση τοῦ ἀδυνάτου, διωγμοί κατά ἀντιφρονούντων σπίλωσαν τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πρῶτος διωγμός ὁδήγησε στήν πολυδιάσπαση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ δεύτερος ὁδήγησε στήν ἀντίδραση πρός τήν Ἐκκλησία του. Καί ὅταν ἦρθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου ὁ Χριστός κάθισε ἐκ νέου στό ἑδώλιο τοῦ νέου Πιλάτου προκειμένου νά ἀπολογηθεῖ, ὄχι βέβαια γιά δικά του ἐγκλήματα, ἀλλά γιά ἐγκλήματα ἐκείνων πού ἔφεραν τό ὄνομα χριστιανός. Καί οἱ νέοι κριτές δέν εἶναι σάν τόν Πιλάτο πού ἀναζητοῦσε τρόπο νά ἀθωώσει τόν Χριστό, ὥσπου ἀπόκαμε κάτω ἀπό τίς πιέσεις καί τίς ἀπειλές τῶν ἐμπαθῶν διωκτῶν του. Αὐτοί ἔχουν προαποφασισμένη τήν καταδίκη του, ὅπως τότε ὁ Ἡρώδης. Δέν παρουσιάζουν στό δικαστήριο τό τί ἐδίδαξε καί ἔπραξε ὁ κατηγορούμενος. Τίς ἀδυναμίες τῶν βαπτισμένων στό ὄνομά του προβάλλουν μέ ἰδιαίτερη χαιρεκακία ὡς ἀπόδειξη τῆς ἀποτυχίας τοῦ Χριστοῦ. Καί δέν σταματοῦν ἐδῶ οἱ κατήγοροι. Περιφρονώντας τήν Ἱστορία προβάλλουν στόν Χριστό καθετί πού διαστροφικοί νόες συνέλαβαν καί ἐξακολουθοῦν νά συλλαμβάνουν προκειμένου νά πλήξουν τό κατεξοχήν πρόσωπο τῆς Ἱστορίας. Καί μεῖς, οἱ φέροντες τό ὄνομα χριστιανός, καθηλωμένοι στά πάθη μας ἐπιχειροῦμε κατά καιρούς νά ἐλαφρύνουμε τή θέση του ὄχι μέ τά πνευματικά ὅπλα πού μᾶς προσέφερε ἀφειδῶς, ἀλλά μέ τά ἄλλα πού διαχρονικά κατέχει ἡ κοσμική ἐξουσία. Θεωροῦμε ὅτι τά θέματα πίστεως διεκπεραιώνονται διά τῆς κοσμικῆς ἰσχύος, ὅπως ὁ Πέτρος στόν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ!
Ἴσως πρέπει νά λαλήσει καί γιά μᾶς ὁ πετεινός, ὥστε νά κλάψουμε καί μετανιωμένοι νά πάρουμε τό δρόμο τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου, ὁ ὁποῖος λιθοβολούμενος ζήτησε ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα νά μή λογαριάσει τήν ἁμαρτία τῶν διωκτῶν του. Ἡ καλή μαρτυρία καί τό μαρτύριο εἶναι τά μόνα μέσα ὄχι γιά τόν ἀφανισμό τῶν Ἡρωδῶν ἀλλά γιά τό μετασχηματισμό τους σέ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπόστολος Παπαδημητρίου
Στήν ταπεινή φάτνη τῆς Βηθλεέμ εἶδε ὁ κόσμος τό πιό παράδοξο ἀπ᾿ ὅσα συνέβησαν ποτέ: Νά κείτεται ὡς «παιδίον νέον», μικρό κι ἀδύναμο βρέφος, «ὁ πρό αἰώνων Θεός»! «Ὁ Θεός ἦλθε στή γῆ, ὄχι ὅπως Ἐκεῖνος μποροῦσε, ἀλλά ὅπως ἐμεῖς μπορούσαμε νά τόν δοῦμε. Ἐξαιτίας τῆς νηπιότητος τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε κι ἐκεῖνος νήπιον», θεολογεῖ ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος. Καί ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς ἄφατης συγκαταβάσεως; «Ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τι 1,15), ὁμολογεῖ εὐγνώμονα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τό εἶχε ἤδη ἀποκαλύψει ὁ ἄγγελος στόν Ἰωσήφ, ὅταν τόν πληροφόρησε ὅτι τό «παιδίον» θά ὀνομασθεῖ Ἰησοῦς, «Αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Μθ 1,21).
Ὁ Θεός γίνεται Θεάνθρωπος, κοινωνεῖ στήν ἀνθρώπινη φύση μας γιά νά καταστήσει ἐμᾶς κοινωνούς τῆς θείας φύσεως. «Καί ὁ πλουτίζων πτωχεύει», θαυμάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. «Πτωχεύει, παίρνοντας τή δική μου σάρκα, γιά νά πλουτήσω ἐγώ μέ τή δική του θεότητα. Ὁ πλήρης κενοῦται· ἀδειάζει γιά λίγο ἀπό τή δική του δόξα, γιά νά μεταλάβω ἐγώ τή δική του πληρότητα. Τί πλοῦτος ἀγαθότητος! Τί μυστήριο συντελέσθηκε γιά χάρη μου! Ἐγώ πλάσθηκα κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ καί δέν φύλαξα τήν εἰκόνα. Ἐκεῖνος παίρνει τή δική μου σάρκα, ὥστε καί τήν εἰκόνα νά σώσει καί τή σάρκα νά καταστήσει ἀθάνατη».
Ἀλλά γιά νά ἀξιοποιηθεῖ ἡ θεϊκή δωρεά, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος κοινωνός στό μυστήριο τῆς ἀθανασίας, πρέπει πρῶτα νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τούς ψεύτικους θεούς καί θεές πού λάτρευε, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τά πάθη. Διαφορετικά, δέν παραμένει ἁπλῶς ξένος κι ἀδιάφορος γιά τόν Λυτρωτή Ἰησοῦ Χριστό· γίνεται ἐχθρός, ἀντίπαλος καί διώκτης του.
Παράδειγμα κλασικό ὁ φίλαρχος βασιλιάς Ἡρώδης. Ὅταν οἱ μάγοι ἐξ ἀνατολῶν ρωτοῦσαν «ποῦ ἐστιν ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων;» (Μθ 2,2), «ἐταράχθη» αὐτός ὁ πανίσχυρος δυνάστης, καί διέταξε στήν περιοχή τῆς Βηθλεέμ γενική σφαγή τῶν νηπίων «ἀπό διετοῦς καί κατωτέρω». Ἔλαβε σκληρά μέτρα μή τυχόν καί διασωθεῖ τό νεογέννητο, διότι τό ἔνιωθε ἀντεραστή καί διεκδικητή τοῦ βασιλικοῦ θρόνου του.
Παράδειγμα ἄλλο οἱ κάτοικοι τῆς χώρας τῶν Γαδαρηνῶν· δέν ἀνέχθηκαν τήν καταστροφή τῶν χοίρων τους. Ἄν ἐπρόκειτο νά ζημιωθοῦν οἰκονομικά, καλύτερα νά λείψει ἀπό ἀνάμεσά τους ὁ Ἰησοῦς Χριστός, κι ἄς ἦταν Αὐτός πού μόλις εἶχε ἀπαλλάξει τήν περιοχή τους ἀπό τό φόβητρο τοῦ δαιμονίου, θεραπεύοντας τόν δυστυχισμένο συντοπίτη τους.
Στό πέρασμα τῶν χρόνων πολλοί οἱ μιμητές τοῦ Ἡρώδη καί τῶν Γαδαρηνῶν· θυσιάζουν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τή δική τους αἰώνια σωτηρία στό βωμό κάποιας σκοπιμότητας ἤ μιᾶς ὁποιασδήποτε ὀντότητας -ὑπαρκτῆς ἤ φανταστικῆς- πού οἱ ἴδιοι ἔχουν θεοποιήσει.
Δέν εἶναι μόνο οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι γύρισαν τήν πλάτη στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ γιά νά παραμείνουν ἀνενόχλητοι στή λατρεία ἀνύπαρκτων θεοτήτων πού εὐνοοῦσαν τήν ἱκανοποίηση ἀκατονόμαστων παθῶν. Εἶναι καί οἱ τόσοι ἄλλοι τῶν ἡμερῶν μας, πού παραδομένοι στά πάθη τους πασχίζουν νά ἐπαναφέρουν στή ζωή τά νεκρά εδωλα. Εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ νεοπαγανιστές δέν «καίγονται» γιά τόν Δία καί τήν Ἀφροδίτη. Γνωρίζουν πολύ καλά ὅτι δέν ὑπῆρξαν ποτέ Διόνυσος καί Βάκχος. Ἐξυπηρετοῦνται ὅμως ντύνοντας μέ θρησκευτικό μανδύα τίς ἠθικές ἀτασθαλίες καί ἀσχημίες. Βολεύονται νά λατρεύουν θεότητες προστάτιδες τῆς πορνείας, τῆς μοιχείας, τῆς μέθης καί κάθε ἀσχημίας, πού ὁ πονηρός τούς ὑποβάλλει. Ὁ ὑπαρκτός διάβολος εἰσηγεῖται, οἱ ἀνύπαρκτοι «θεοί» πατρονάρουν καί ἐπευλογοῦν ὅσα ἐκεῖνος ὑπαγορεύει καί οἱ ταλαίπωροι «λάτρεις» ἐνασμενίζονται στά ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτίας, ἐξευτελίζοντας κάθε ἔννοια λογικῆς καί καταρρακώνοντας τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια.
Ἀλλά, θά ἔλεγε κανείς, ἐκεῖνοι πού θεληματικά ἐπιλέγουν γιά τόν ἑαυτό τους τήν ἔχθρα πρός τόν Χριστό χάριν τῆς φιλίας τοῦ σατανᾶ, ἔχουν κάθε δικαίωμα νά φθείρονται καί νά διαφθείρονται μόνοι τους. Τί γίνεται ὅμως ὅταν τό ἀντιχριστιανικό πνεῦμα προωθεῖται εὔσχημα καί ἐπίσημα ἀπειλώντας νά γίνει κατεστημένο; Μία τέτοια ἐπίθεση, ὕπουλη ἀλλά δυναμική καί θρασύτατη, δεχθήκαμε πρό καιροῦ μέ στόχο μάλιστα τήν εὐαίσθητη καί εὐπαθῆ νεότητα. Πρόκειται γιά τά σχολικά βιβλία καί μάλιστα τά βιβλία θρησκευτικῶν τοῦ Γυμνασίου. Χωρίς νά καταφέρονται φανερά ἐναντίον τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, τῆς συνταγματικά κατοχυρωμένης, ἐπιχειροῦν νά ἀνατρέψουν θεμελιώδη δεδομένα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παράδοσης· νά ὑποκαταστήσουν τό αἰώνιο κι ἀληθινό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ προβάλλοντας ἕνα «ἕτερον εὐαγγέλιον», ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Οἱ μέν διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Θρησκευτικά Α΄ Γυμνασίου) ἀπογυμνώνονται ἀπό καθετί τό ὑπερφυσικό καί ἀντιμετωπίζονται οὔτε λίγο οὔτε πολύ σάν ἕνα παραμύθι πού χρειάζεται ἀπομυθοποίηση. Ὅσο γιά τή διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης (Β΄ Γυμνασίου), μάταια θά ψάξει κανείς νά βρεῖ σ᾿ αὐτήν ἀναφορές στή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, στό ἀπολυτρωτικό του ἔργο, στόν παράδεισο, στήν κόλαση, στόν σατανᾶ, στήν ἁμαρτία, στή μετάνοια, στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Δεσπόζει ἡ ἔννοια τῆς ἀνατροπῆς καί τῆς ἐπανάστασης, τό κοινωνικό κήρυγμα καί ἕνας Ἰησοῦς-ἡγέτης, πού ἐγκαινιάζει ἕναν ἀπροσδιόριστο καινούργιο κόσμο εἰρήνης, ἀγάπης καί συμφιλίωσης. Θεωρίες τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς, πού ἔχουν παταγωδῶς ἀπορριφθεῖ, παρουσιάζονται ὡς ἐπιστημονική μέθοδος προσέγγισης τοῦ ἱεροῦ κειμένου, μέ μόνο στόχο τήν ὑποκίνηση τῆς ἀμφισβήτησης καί τῆς ἄρνησης στίς ἐφηβικές ψυχές.
Δέν εἶναι δυνατόν νά παρουσιασθεῖ ἐδῶ μία ἀναλυτική ἔκθεση τῶν κακοδοξιῶν πού προωθοῦν τά ἐν λόγῳ σχολικά βιβλία. Ἔχουν γίνει κινήσεις καί ὑπομνήματα πρός τό Παιδαγωγικό Ἰνστιτοῦτο γιά τή διόρθωση τῶν βιβλίων καί τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τά ἀρνητικά στοιχεῖα.
Εἶναι χρέος ὄχι μόνο τῶν θεολόγων καθηγητῶν, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἐκπαιδευτικῶν καί τῶν γονέων, ὅλων ὅσοι νοιαζόμαστε γιά τά νιάτα, νά μήν ἀδιαφορήσουμε γιά τό σοβαρό αὐτό θέμα. Προσκυνώντας τό θεῖο Βρέφος στή φάτνη ἄς μήν ἀφήσουμε νά θριαμβεύουν οἱ συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα διῶκτες του, ἄς μή γινόμαστε συνεργοί τους.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Τά Χριστούγεννα ἔχουν πάνω τους τή γλύκα τῆς γιορτῆς ἑνός παιδιοῦ. Ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος γεννιέται ἀνάμεσά μας, ἕνα καινούργιο παιδί μᾶς χαμογελάει. Κι αὐτό τό παιδί δέν εἶναι ξένο γιά κανένα μας· εἶναι ὁ ἑαυτός μας πού γεννιέται μέ τήν πρώτη του ὀμορφιά, μέ τήν ὡραιότερη μορφή του, στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιορτάζοντας ὁ πιστός τά Χριστούγεννα ζῆ κάθε φορά ἕνα μεγάλο μυστήριο· τή γέννηση τῆς καινούργιας ἀνθρωπότητας.
Αὐτά δέν εἶναι σχῆμα λόγου οὔτε κἄν λόγια. Σημαίνουν τήν ἴδια τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου στό πιό βαθύ καί οὐσιαστικό της μέρος, τήν ἱστορία τῆς ψυχῆς του. Σημαίνουν τή λύση πού ἔδωσε ὁ Θεός στό δρᾶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν δίπλα στό δρόμο τῆς ἐξορίας του ἀπό τόν παράδεισο, χάραξε γι’ αὐτόν παράλληλα καί τό δρόμο τῆς λυτρώσεώς του. Τά Χριστούγεννα οἱ δυό αὐτοί δρόμοι συναντῶνται κι ἀνοίγει φωτεινό γιά τούς πιστούς τό μονοπάτι τῆς νέας ζωῆς. Ἐδῶ, στό σταυροδρόμι τῶν Χριστουγέννων, μαθαίνουμε ἀπό ἀγγέλων χείλη ὅτι ἐπιτέλους φανερώθηκε στή γῆ μας ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου, καί ἡ εὐδοκία τοῦ ἀνθρώπου· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Μέ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός ἀπεκάλυψε τόν ἑαυτό του στόν ἄνθρωπο. Μπρός στά ἔκθαμβα μάτια μας ξεδίπλωσε τά μυστικά του, ἔδειξε τό πλάτος τῆς ἀγάπης του, τό βάθος τῆς σοφίας του, ἄφησε νά δοῦμε τό πρόσωπό του -ὅσο μπορούσαμε. Ἡ φυσική δημιουργία ἀλλά κι ἡ ἱστορία τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ εἶχαν ἤδη μιλήσει γιά τήν ἀρετή καί τή θεότητά του, γιά τή δύναμη καί τό μεγαλεῖο του. Ἀλλά ποτέ πρίν δέν φάνηκε ἔτσι ἡ δόξα του, ὅπως στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, γιατί ποτέ πρίν δέν ἐκφράσθηκε ἔτσι ἡ ἀγάπη του. Ἔρριξε τό μονάκριβο παιδί του στή μεγαλύτερη περιπέτεια, γιά νά μᾶς ἀναγγείλει μέ σάρκα καί στόμα ἀνθρώπινο τό ὄνομά του, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά μᾶς διδάξει ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί τί εἶναι ἀληθινός Θεός. Αὐτή ἡ ἀποκάλυψη ἀποτελεῖ ἀπό μόνη της δόξα Θεοῦ. Ὅπως δόξα γιά τό διαμάντι εἶναι αὐτή ἡ λάμψη του, καθώς στραφταλίζει κάτω ἀπό τό ἔμπειρο βλέμμα, ὅπως δόξα γιά τό βασιλιά εἶναι αὐτό τό ἀξίωμά του, ὅταν ἀσκεῖται ἐπάξια, ἀνάλογα δόξα γιά τό Θεό εἶναι αὐτό τό ἴδιο τό φανέρωμά του, καθώς «ἔκλινε οὐρανούς καί κατέβη» καί πλάγιασε σάν βρέφος μέσα στή φάτνη.
Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα καθρέφτισμα τοῦ οὐρανοῦ πάνω στό πρόσωπο τῆς γῆς, ἀλλά εἶναι καί μιά ἀντανάκλαση τοῦ οὐρανοῦ μέσα στό πρόσωπο τῆς γῆς. Ὅπως μποροῦμε νά καταλάβουμε τή λαμπρότητα τοῦ ἥλιου κοιτάζοντας πρός αὐτόν, ἀλλά καί βλέποντας τήν πλάση νά φωτίζεται ἀπό τό φῶς του, ἔτσι μποροῦμε νά θαυμάσουμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ μελετώντας τίς φανερώσεις του, άλλά καί ἐκτιμώντας τά ἀποτελέσματά τῆς ἐπισκέψεώς του στή γῆ. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τήν ἐπίσκεψη τῆς εἰρήνης στόν κόσμο, πού τόν εἶχε ἐγκαταλείψει ντροπιασμένη γιά τήν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου στήν πρώτη ἐκείνη συνθήκη μέ τόν Θεό μέσα στόν παράδεισο. Τώρα πού ἡ συνθήκη ἀνανεώνεται, πού μέ τό πολύ του ἔλεος ὁ Πλάστης γίνεται Πατέρας, ἡ εἰρήνη ξανάρχεται στή γῆ, ὄχι ἀφηρημένα σάν κατάσταση, άλλά συγκεκριμένα σάν πρόσωπο· εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ. Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός· τό σῶμα του γίνεται σῶμα μας, καθώς ὅλοι οἱ πιστοί συναρμολογοῦνται πάνω του ὡς μέλη, κι ὁ ἴδιος γίνεται ὁ ὀργανικός σύνδεσμος τοῦ ἀνθρώπου μέ τό συνάνθρωπο, ἀφοῦ ἑνώνει καί τούς πιό ἀντίθετους μέσα στόν ὀργανισμό τῆς Ἐκκλησίας του. Τό πανανθρώπινο αἴτημα τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀδελφωσύνης παίρνει σάρκα καί ὀστᾶ μ’ αὐτήν τήν κοινωνία εἰρήνης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κι ἡ εἰρήνη, πού ἔτσι κατοικεῖ πάνω στή γῆ, δοξάζει τό Θεό ἀνταποδίδοντας τή δόξα του.
Ἀλλά ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνο μιά εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου μέ τό συνάνθρωπο, εἶναι ἐπίσης μιά εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό. Ὁ Ἰησοῦς ὡς τέλειος ἄνθρωπος καί Θεός μαζί γίνεται ὁ ζωντανός δεσμός μεταξύ τους καί εἰρηνεύει τήν ἐπαναστατημένη καρδιά μας. Μᾶς προσφέρει τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀμνηστία καί τήν εὔνοιά του. Μᾶς συμφιλιώνει μαζί του καί ζητᾶ νά δεχθοῦμε αὐτή τή συμφιλίωση. Δέν ζητᾶ νά κάνουμε κάτι, ἀλλά μόνο νά δεχθοῦμε τήν εὐδοκία, πού ὁ ἴδιος ἀντιπροσωπεύει. Θέλει ἕναν τόπο νά γεννηθεῖ μέσα μας, γιά νά μᾶς ἀναγεννήσει στή χάρη καί στή λύτρωση. Ἡ χαρά μας καί ἡ ἁρμονία μας τότε θά συνθέσουν μέ τή σειρά τους τήν πιό ἀληθινή δοξολογία στό Θεό. Στό σταυροδρόμι τῶν Χριστουγέννων οἱ φωνές τῶν ἀγγέλων σκεπάζονται σήμερα ἀπό ἀπαίσιες κραυγές. Ὁ ἄνθρωπος ὑβρίζει τόν Θεό· φασκελώνει τή δόξα του κι ἐπιδεικνύει αὐτάρεσκα τά δικά του ἐπιτεύγματα. Χλευάζει τήν εἰρήνη του· τήν ἀγνοεῖ καί δέν τήν ἐννοεῖ. Ἀπορρίπτει τήν εὐδοκία του· γι’ αὐτό μένει δυστυχισμένος καί βασανιζόμενος. Τί Χριστούγεννα θά κάνει φέτος ἡ ἀνθρωπότης; Ποιός θά ἀκούσει τόν ὕμνο τῶν ἀγγέλων; Ἄν μέ ἀγάπη ζητᾶς «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», θά νιώσεις τό «ἐπί γῆς εἰρήνη». Κι ἄν μέ χαρά καί ἀφοσίωση ὁμολογεῖς «γενηθήτω τό θέλημά σου», πηγαῖα θά ἀναφωνήσεις τό «ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Αὐτός πού γιορτάζει ἀληθινά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γιορτάζει πράγματι τή δική του ἀναγέννηση, τή γέννηση ἑνός καινούργιου καί λυτρωμένου ἀνθρώπου.
Σ. Ν. Σάκκος
Παραμονές Χριστούγεννα! Πλημμύρα φῶτα στούς πολύβοους δρόμους μας. Πλημμύρα κόσμος συναζότανε στά ἀστικά. Ἀνέβαινα σπρωγμένη ἀπό σακκοῦλες καί τεράστια κουτιά πού ᾿κλειναν μέσα τά καινούργια δῶρα τῶν παιδιῶν.
- Χριστούγεννα, μουρμούρισε μιά νεαρή κυρία πίσω μου. Νά τρέχεις καί νά μή φτάνεις!
- Νά σοῦ πῶ, Δέσποινα, ἀναστέναξε ἀπαντώντας της μιά ἐπίσης νεαρή φωνή. Τά Χριστούγεννα νιώθω ἀκόμα πιό μόνη. Τό λένε ἄλλωστε· εἶναι ἡ μελαγχολία τῶν γιορτῶν.
Γύρισα φευγαλέα καί κοίταξα τό νεαρό κορίτσι πού πρόφερε τούτη τήν πρόταση. Ἤτανε γύρω στά 25 της -ἕνα ὄμορφο πρόσωπο στεφανωμένο μέ μεταξωτά μαλλιά· καί δυό μεγάλα μάτια πού κοιτούσανε μ’ ἀφηρημένη κούραση καί μέ μελαγχολία ἀκαθόριστη.
«Τά Χριστούγεννα νιώθω ἀκόμα πιό μόνη»...
Τό γνώριζα τοῦτο τό αἼσθημα -λογίστηκα- ὅπως τό γνώριζαν οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς, πού φορτωμένοι μέ σακκοῦλες καί μέ δῶρα τρέχαμε νά γιορτάσουμε Χριστούγεννα· ὅπως τό γνώριζε ὁ φωταγωγημένος κόσμος μας, πού τό ὀνομάτισε στά ψυχολογικά βιβλία του «ἡ μοναξιά καί ἡ μελαγχολία τῶν γιορτῶν».
Μοναξιά! Κάποτε περισφίγγει ὅλους μας· εἶναι ἐκεῖνο πού σηκώνουμε στά βάθη μας, πού δέν μοιράζεται μήτε καί μέ τούς πιό ἀγαπημένους μας. Εἶναι ἐκεῖνο πού περίσσεψε στόν κόσμο μας, πού ἔφερε -κατά πώς τό ᾿πε ὁ λογοτέχνης μας- τίς στέγες μας τόσο κοντά καί τίς καρδιές μας τόσο μακριά. Κι ἔτσι ἀπομείναμε ἀσυντρόφιαστοι, καθείς νά περπατᾶ σέ δρόμους πού δέν τέμνονται, στήν ἐρημία καί στό ἄγχος τῆς σιωπῆς, πού μεγαλώνει ἀπειλητικά τοῦτες τίς μέρες πού ὅλα ἔξω μας φωτίζονται.
«Τά Χριστούγεννα νιώθω ἀκόμα πιό μόνη»· μιά πρόταση τόσο ἀταίριαστη στά εἰκοσιπέντε χρόνια πού τήν πρόφεραν.
Περνοῦσε τό λεωφορεῖο μας ἔξω ἀπό μία ἐκκλησιά· ἔκανα τό σταυρό μου, ὅπως συνήθιζα. Μόνο πού τούτη τή φορά μιά εὐγνωμοσύνη χύθηκε μέσα μου· εὐγνωμοσύνη, γιατί σέ λίγες μέρες θ’ ἀξιωνόμουν νά βρεθῶ μές στό ναό· ν’ ἀκούσω ἐκεῖ τό εὐλογημένο μήνυμα τοῦ λυτρωμοῦ, πού ᾿χει τή δύναμη νά λιγοστεύει τή δική μου μοναξιά: «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ·... Καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός».
Γεννήθηκε! Ἐκεῖνος πού ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τόν εἴπαμε «Ἐμμανουήλ», τόν εἴπαμε «συνοδοιπόρο» μας καί «συντροφιά», γιατί ἐκεῖνο ψάχναμε: μιά συντροφιά νά συνοδοιπορήσει ὥς τά κεκλεισμένα ἔγκατα τοῦ κόσμου μας, νά μοιραστεῖ αὐτό πού δέν μοιράζεται· μιά συντροφιά νά βάλει στή ζωή μας ἕνα «σύν»· νά πεῖ τόν ἄλλο ἄνθρωπο «συνάνθρωπο», «συνοδοιπόρο», «ἀδελφό».
Ἦρθε Ἐκεῖνος, ὁ μεγάλος μας Συνάνθρωπος, ὁ Ἐμμανουήλ, γιά νά σκορπίσει τή γαλήνη ἀπό τά μειδιάματα τῆς φάτνης του στίς κουρασμένες μας ψυχές· χάδι παρηγορητικό νά μᾶς θωπεύσει στήν ἀγάπη του, γιά νά ἀκοῦμε πάντοτε ᾿κείνη τήν ἅγια ὑπόσχεση πού στάζει θαλπωρή: «Εἶμαι ἐδῶ γιά σένα! Εἶμαι πάντα ἐδῶ! Ἀκόμα κι ἄν ἡ μάνα ἐγκαταλείψει τά μικρά της, ὅμως ἐγώ θά ᾿μαι κοντά σου πάντοτε!» (Ψα 26,10)· νά σβήσει ἡ μοναξιά μας μές στή θεία ἀγκαλιά.
Κοίταξα πάλι τό κορίτσι μέ τή μελαγχολική ματιά. Κι ἔνιωσα τήν ἀνάγκη νά τῆς πῶ ἀπό καρδιᾶς· σέ ᾿κείνην καί στόν κάθε πληγωμένο ἀπό τή μοναξιά συνάνθρωπο: «Ἀδελφέ μου, ἄγνωστε κι ὅμως τόσο γνώριμε, δέν εἴμαστε πιά μόνοι, οὔτε ἐγώ οὔτε ἐσύ. Γεννήθηκε ὁ Ἐμμανουήλ! Ἔγινε ὁ Θεός μας “μεθ’ ἡμῶν”! Αὐτό μᾶς λένε τά Χριστούγεννα. Ἔλα νά περπατήσουμε μαζί στή Βηθλεέμ, νά πᾶμε στό ναό, στή φάτνη τήν ἀληθινή, νά γονατίσουμε στό λίκνο Του· νά λυτρωθοῦμε· νά Τόν προσκυνήσουμε.Ἀμήν».
Μ. Σωτηρίου
25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα ἔρχομαι, συλλογισμένος ἐπισκέπτης, στά γενέθλιά Σου, Κύριε. Ἔρχομαι ἀπό τότε, πού μικρό παιδί μ’ ἔφερνε ἀπ’ τό χεράκι ἡ μαμά, νά προσκυνήσω τή φάτνη τοῦ μικροῦ Χριστοῦ. Μέσα ἀπ’ τά πολύχρωμα δῶρα καί τά φανταχτερά λαμπιόνια, ἡ παιδική μου καρδιά ἀνεκάλυπτε τή φτωχή σπηλιά κι ἐρχόταν μέ χαριτωμένη ἁπλότητα ν’ ἀποθέσει στή γιορτή Σου τό δῶρο της: ἕνα χριστουγεννιάτικο τραγουδάκι στήν ἀρχή, κάποια καλή πράξη, ἡ πρώτη παιδική ἐξομολόγηση, ἡ πρώτη συνειδητή Θ. Κοινωνία ἀργότερα. Καί μέσα στήν ἁπλοϊκή της διάθεση, ὅλα φαίνονταν φυσικά, ἁπλά, φωτεινά καί ὄμορφα.
Ὅμως, σιγά-σιγά ἡ διάθεση ἄλλαξε. Καί ἡ γέννησή Σου δέν ἦταν πιά κάτι ἁπλό γιά μένα. Ἐρχόταν νά ταράξει τή φυσική τάξη τῶν πραγμάτων γύρω μου καί τήν ὑποκειμενική αἰτιότητα τῆς λογικῆς μέσα μου. Ἡ σιωπηλή ἀποδοχή τοῦ θαύματος δέν ἱκανοποιοῦσε πιά τήν ταραγμένη μου ὕπαρξη, καί στεκόμουν ἀπέναντι στή γέννησή Σου μέ πνεῦμα δύσπιστο καί κριτικό. Ἔφερνα μπροστά στή φάτνη σου ὅλη τήν ἀνθρώπινη λογική καί σοφία, γιά νά Σέ καταλάβω καί νά Σ΄ ἑρμηνεύσω, κι ὅλη τήν ἀνθρώπινη γνώση καί ἠθική, γιά νά μπορέσω νά Σέ δεχτῶ. Καί χανόμουν μέσα σ’ ἕνα πλῆθος ἀμφισβητήσεων καί διαλογισμῶν. Κι Ἐσύ ὅλο ἀπομακρυνόσουν, Κύριε, κι ἐγώ ὅλο προσπαθοῦσα μέσα ἀπ΄ τήν ἀνθρώπινη διάνοια, γεμάτος ἀγωνία, νά Σέ φτάσω, νά Σέ φτάσω, νά Σέ φτάσω, Κύριε… ὥσπου ἔφτασα στά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς μου, καί κουρασμένος κι ἀπογοητευμένος τώρα πιά, παραδέρνω μέσα σ΄ ἕνα ἀδιέξοδο παραλογισμοῦ καί ἀπελπισίας.
25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ. Καί φέτος τέτοια μέρα ἔρχομαι, ἕνας κουρασμένος ἄνθρωπος στά γενέθλιά Σου, Κύριε. Ἔρχομαι μόνος, χωρίς δῶρα, μέ τήν ψυχή γυμνή ἀπ΄ τ΄ ἀνθρώπινα, χωρίς γνώση, χωρίς σοφία, χωρίς ἀρετή, χωρίς ἀξιοπρέπεια. Ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῆς φάτνης Σου ἀφήνω -ὄχι δίχως πόνο-ὅλη τήν πολύτιμη περιουσία μου· τή μόρφωσή μου, τήν κουλτούρα μου, τήν ἠθική μου, τήν οἰκογενειακή μου ἀγωγή, ὅλο τόν μόχθο τῆς ζωῆς μου. Μιᾶς ζωῆς, πού μάταια περιπλανήθηκε στά σταυροδρόμια τοῦ κόσμου καί ἀστόχαστα δαπανήθηκε σ΄ἕνα σωρό ξένες ἀπό μένα σκοπιμότητες.
Κι ἔρχομαι, Κύριε, μέ ὅ,τι μοῦ ἀπέμεινε, ἀποκλειστικά δικό μου, στή μέχρι τώρα πολιτεία μου. Τήν ἀθλιότητά μου. Τήν ἀποθέτω μπροστά στή φάτνη Σου. Καί Σέ παρακαλῶ νά τή δεχτεῖς. Καί μαζί Σοῦ προσφέρω καί τή ζωή μου. Μιά ζωή τόσο μικρή καί τόσο εὔθραυστη, ἀλλά τόσο πολύτιμη κοντά Σου. Καί Σέ παρακαλῶ ν΄ ἀναγεννήσεις τή ζωή μου, Κύριε. Στά δικά Σου γενέθλια θέλω νά γιορτάζω καί τά γενέθλια τῆς δικῆς μου ψυχῆς. Ζητῶ μιά θέση δίπλα στή φάτνη Σου, ἀνάμεσα σέ ὅλους τούς δικούς Σου, βοσκούς καί μάγους, πού Σέ προσκυνοῦν. Σήμερα πού ἐσύ πολιτογραφεῖσαι στή γῆ, ἐγώ ζητῶ νά πολιτογραφηθῶ στόν οὐρανό. Γιατί σήμερα, νιώθω νά γεννιέμαι μέσα στήν Ἐκκλησία ἀπό Σένα, Κύριε, καί ἀποδέχομαι τή σχέση τῆς πατρότητας μέ τήν ὑποταγή μου στό θέλημά Σου.
25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα θά ἔρχομαι ταπεινός προσκυνητής στά γενέθλιά Σου, Κύριε. Θά ἔρχομαι ὅπως τότε, σάν μικρό παιδί, νά προσκυνήσω τή φάτνη τοῦ μεγάλου Θεοῦ. Μέσα ἀπ΄ τίς ὀρθολογιστικές σκέψεις καί τίς πομπώδεις ἀμφισβητήσεις, ἡ νεανική μου ψυχή θ΄ ἀνακαλύπτει τήν περιφρονημένη ἀπ΄ τούς ἀνθρώπους φάτνη, καί θά ΄ρχεται γεμάτη δέος μυστικό, γιά προσευχή καί δοξολογία.
25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ. Στά γενέθλιά Σου, Κύριε, Σοῦ προσφέρω τά δῶρα μου· ἀθλιότητα καί ἀδυναμία.
Στά γενέλια τῆς ψυχῆς μου, Κύριε, ἱκετεύω τή δική Σου Δωρεά· Ἔλεος καί Χάρη.
Νίκη Ραφαηλίδου
Θαῦμα ἐξαίσιο καί μυστήριο παράδοξο γιά τή ζωή μας ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Κατάπληκτος ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφωνεῖ· «Τί εἴπω καί τί λαλήσω;... ῾Εκούσια ὁ Θεός ντύνεται τό δικό μου σῶμα, γιά νά χωρέσω ἐγώ τόν δικό του Λόγο καί παίρνοντας τή δική μου σάρκα μοῦ δίνει τό δικό του Πνεῦμα... Παίρνει τή σάρκα μου, γιά νά μέ ἁγιάσει· μοῦ δίνει τό Πνεῦμα του, γιά νά μέ διασώσει» (Λόγος εἰς τήν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος, ΡG 56,388).
᾿Αλλά τί εἶναι ὁ Θεός καί πῶς γίνεται ἄνθρωπος; Πῶς χωρᾶ στήν πεπερασμένη ἀνθρώπινη ὕπαρξη ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ; «Παραπληκτίσωμεν εἰς τά τοῦ Θεοῦ μυστήρια ἐρευνῶντες», λέει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. ῾Η μόνη ἀσφαλής διέξοδος, ὅπως τονίζουν οἱ πατέρες, εἶναι νά πλησιάζουμε τό μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος μέ τή φώτιση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τόν θεῖο λόγο καί μέ μυστηριακή ζωή.
Γιά νά κατανοήσουμε τό νόημα τῶν Χριστουγέννων, μᾶς χρειάζεται Πνεῦμα ἅγιο. Καί σ᾿ αὐτό ἀκριβῶς ἔρχεται νά μᾶς βοηθήσει ὡς μάνα φιλόστοργη ἡ ἁγία ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μέ τόν τρόπο της μᾶς παίρνει ἀπό τό χέρι ὡς παιδιά της καί μᾶς ὁδηγεῖ στή Βηθλεέμ· μᾶς βάζει μέσα στό σπήλαιο καί μᾶς γονατίζει μπροστά στή φάτνη. ᾿Εκεῖ, ὅταν ἐμεῖς μέ ταπείνωση δεχθοῦμε νά γίνουμε μαθητές της, μᾶς διδάσκει τό μεγάλο γεγονός, ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. ῞Οταν μέ συναίσθηση ὑπακούσουμε στό λόγο της καί οἰκειωθοῦμε τά μυστήριά της, μᾶς καθιστᾶ κοινωνούς στό θαῦμα· Γεμίζουμε εὐφροσύνη, καθώς ἀντιφεγγίζει μέσα μας ἡ λάμψη τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ καί ἐγγίζει τήν ψυχή μας ἡ θαλπωρή πού σκορποῦν τά χαμόγελά του.
Βέβαια, ἴσως κάποιος ἀντιτείνει ὅτι ὅλος ὁ κόσμος σχεδόν τά ξέρει τά Χριστούγεννα καί μάλιστα οἱ περισσότεροι τά γιορτάζουν κιόλας ὡς χριστιανοί. ᾿Εντούτοις, δέν πρόκειται γι᾿ αὐτό. ῾Η γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν κοσμική γιορτή, πού φέρει τό ὄνομά της καί περιορίζεται σέ ὁρισμένα τυπικά θρησκευτικά καθήκοντα. Αὐτή εἶναι ἴσως μία θαυμάσια γιορτή γιά τό πεπτικό μας σύστημα ἤ γιά τίς ἐθιμοτυπίες μας. Δέν προσφέρει ὅμως τίποτε σ᾿ αὐτούς πού πεινοῦν καί διψοῦν τή δικαιοσύνη, σ᾿ αὐτούς πού μ᾿ ὅλες τίς ἀνέσεις καί τά ἀγαθά τους μένουν ἀνικανοποίητοι, διότι τούς λείπει ὁ Θεός. Χρειάζεται, τάχα, νά μνημονεύσουμε τίς τραγικές διαστάσεις πού παίρνει στίς μέρες μας αὐτή ἡ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς λεγόμενες χριστιανικές κοινωνίες; ᾿Εναγώνιοι καί συγκλονισμένοι παρακολουθοῦμε τίς ἀπρόβλεπτες τρομοκρατικές ἐκδηλώσεις πού θρυμματίζουν τή μυριοπόθητη εἰρήνη, ἐντείνουν τήν ἀνασφάλεια καί παραβιάζουν κάθε ἔννοια ἠθικῆς, βάζοντας σέ δοκιμασία τό νευρικό μας σύστημα καί ἐξαχρειώνοντας ἀπαράδεκτα τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα.
Κι ὅμως, γιά τό μικρό ποίμνιο, γιά τούς χριστιανούς -ὄχι τῆς τυπικότητας ἀλλά τῆς συνειδήσεως- τά Χριστούγεννα εἶναι μία γιορτή, πού θά τούς βοηθήσει νά ζήσουν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ὄχι ὡς ἕνα γεγονός τοῦ καιροῦ ἐκείνου ἀλλά ὡς μία πραγματικότητα τοῦ σήμερα. Διότι αὐτό θά πεῖ γιορτάζω· φεύγω ἀπό τό χρόνο μου καί ἀπό τόν τόπο μου καί μπαίνω στήν αἰώνια ὥρα τοῦ Θεοῦ, στή ζωντανή παρουσία του, γιά νά ζήσω τήν ἱστορία του σάν ἱστορία μου. «Σήμερον ὁ Χριστός γεννᾶται», ψάλλει ἡ ᾿Εκκλησία μας, σπάζοντας τά χρονικά καί τοπικά ὅρια καί μεταφέροντας τούς πιστούς σέ ἕνα διαρκές θεῖο παρόν.
Αὐτός ἀκριβῶς εἶναι καί ὁ κυριότερος τρόπος πού διαθέτει ἡ ᾿Εκκλησία, γιά νά μᾶς μυήσει στό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας. ῾Η λατρεία, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τά μυστήρια, ὅλα ἀποβλέπουν στό νά μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπό τά δεσμά τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου καί ἤ νά φέρουν τό γεγονός κοντά μας, στήν ἐποχή μας, ἤ νά μεταφέρουν ἐμᾶς κοντά του, στήν ἐποχή του. Αὐτή τή δυνατότητα τή δίνει μόνο ἡ ᾿Εκκλησία, διότι μόνο αὐτή ἔχει θεανθρώπινο χαρακτήρα, χαρακτήρα πού ἀγκαλιάζει καί τόν ἄνθρωπο καί τόν Θεό, οὕτως ὥστε νά βρίσκεται καί μέσα καί ἔξω ἀπό τό χρόνο. ᾿Αφ᾿ ἑνός στέκεται κοντά καί στόν πιό μεγάλο ἁμαρτωλό, καί ἀφ᾿ ἑτέρου ζῆ στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.
῞Οταν αὐτό εἶναι τό βαθύτερο νόημα κάθε γιορτῆς, μποροῦμε πολύ καλά νά καταλάβουμε πόσο ἀνταποκρίνεται ὁ ἑορτασμός τῶν περισσοτέρων μας στή σημασία τῶν Χριστουγέννων. Μακριά ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, ἄγευστοι τῶν ἱερῶν μυστηρίων καί ἀδιάφοροι πρός τίς ἀλήθειες τοῦ θείου λόγου τί Χριστούγεννα μποροῦμε νά γιορτάσουμε; Μοιάζουμε μ᾿ ἐκείνη τήν ὁλόχρυση περίτεχνη λάμπα, πού παραμένει ἄχρηστη, διότι δέν φωτίζει, δέν ἔχει ἐπαφή μέ τήν ἠλεκτρική πηγή. ῎Ετσι ἐκφυλίζουμε τή γιορτή σέ μία ἀκόμη εὐκαιρία ἐθιμοτυπίας, μία γιορτή ρουτίνας καί ἕνα κατεστημένο ἁμαρτίας, πού σιγά-σιγά μᾶς ἀηδιάζει καί μᾶς σπρώχνει στίς πιό ἀντιχριστιανικές ἐκδηλώσεις, μέ τή μάταιη ἐλπίδα νά σπάσουμε τή μονοτονία μας.
῎Αν εἶναι κακό μέσα στήν πρόοδο τοῦ 21ου αἰώνα νά πιστεύει κάποιος στά εἴδωλα, πόσο χειρότερο εἶναι νά πιστεύει στά εἴδωλα καί νά νομίζει ὅτι εἶναι χριστιανός; Κι ὁπωσδήποτε, δέν μπορεῖ νά λογίζεται χριστιανός ἐκεῖνος πού περιορίζει τή χριστιανική του ἰδιότητα στά ἐθιμοτυπικά καί στή ρουτίνα τοῦ κατεστημένου. ῞Οσο κι ἄν δαπανήσουμε καί ἐκδαπανηθοῦμε γιά νά γιορτάσουμε τά Χριστούγεννα, θά μείνουμε μακριά ἀπό τό νόημά τους, ἄν οἱ μέρες αὐτές δέν γίνουν ἀφορμή γιά τήν πνευματική μας ἀνανέωση, γιά τήν ἀναθέρμανση τῶν σχέσεών μας μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό.
῾Η γιορτή τῶν Χριστουγέννων μᾶς ἀποκαλύπτει τόν Θεό καί μᾶς καλεῖ νά θεωθοῦμε, ν᾿ ἀνυψωθοῦμε ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, ὅπως ὁ Θεός κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. Μέ τήν ἀναβάθμιση τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, μέ τή συνεχῆ ἀνανέωση καί πρόοδο τῆς ἀγαπητικῆς σχέσεώς μας πρός τόν Θεό παίρνουν νόημα οἱ γιορτές, παίρνει νόημα καί χρῶμα ὅλη ἡ ζωή μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος