Ἔκαναν ὄνειρα ἡ Ἄννα μέ τόν σύζυγό της τόν Λευτέρη σάν ἔλαβαν δῶρο σταλμένο ἀπό τόν οὐρανό αὐτό πού χρόνια ἐπιθυμοῦσαν… Κι ὅταν γιά πρώτη φορά ἄκουσαν στόν καρδιοτοκογράφο τούς χτύπους τῆς μικρῆς ζωῆς πού ἡ Ἄννα φιλοξενοῦσε στά σπλάχνα της, σκίρτησαν καί οἱ δύο μπροστά στό θαῦμα τοῦ Θεοῦ! Ἔκαναν ὄνειρα! Φανταζόταν ἐκείνη τόν ἑαυτό της μέ ἕνα βρεφάκι στήν ἀγκαλιά νά χύνει πάνω του ὅλη τή μητρική στοργή της… Καί ὁ Λευτέρης ζωγράφιζε μέ τόν νοῦ του τό μέλλον: ἕναν πατέρα νά κρατᾶ ἀπό τό χέρι τό παλληκάρι του καί νά πηγαίνει νά τό γράψει στό σχολεῖο!
Στή χαρά καί στήν προσμονή τοῦ καινούργιου μέλους τῆς οἰκογένειας μία εἴδηση-κεραυνός ἦρθε νά σβήσει τά ὄνειρά τους: τό ἔμβρυο πού σέ λίγους μῆνες θά ἄνοιγε τά μάτια του στήν ἐξωμήτρια ζωή ἦταν παιδί μέ σύνδρομο. Κι αὐτό ἦταν τό παιδί τους... Τό παιδί πού ἀπέθεσαν πάνω του ἐλπίδες, ὄνειρα, σχέδια… Τώρα; Τί νά κάνουν; Βρέθηκαν πολλοί «σύμβουλοι» νά τούς βοηθήσουν, προτείνοντας διακοπή κύησης «γιά τό καλό ὅλων». Ὅμως αὐτό τό παιδί, τό δικό τους παιδί, ἦταν δῶρο, δῶρο σταλμένο ἀ-πό τόν Θεό ὡς ἀπάντηση στήν ἐπίμονη προσευχή τους. Ἔτσι τό ζοῦσαν ἀπό τήν πρώτη στιγμή. Κι αὐτή ἡ βεβαιότητα τούς ἔριξε καί πάλι μέ εὐγνωμοσύνη στά γόνατα καί θέριεψε ἡ πίστη τους στήν προσπάθεια ὑποταγῆς στό πάνσοφο θέλημά Του.
Γεννήθηκε ὁ μικρός καί πῆρε τό ὄνομα Ἀναστάσιος. Μεγάλωνε μέσα στήν ἀγάπη τῶν δικῶν του, μά δέν ἀναπτυσσόταν ὅπως τά ἄλλα παιδιά τῆς ἡλικίας του. Περίμεναν σιγά-σιγά νά ἀρχίσει νά στηρίζει τό κεφαλάκι του, νά κάθεται, νά κάνει τά πρῶτα του βήματα, μά ἐκεῖνος δέν ἔλεγε νά ἀποχωριστεῖ τό παιδικό κρεβατάκι του. Πέρασαν ἔτσι δύο, πέντε, δέκα χρόνια… Μπορεῖ ὁ Ἀναστάσης νά μήν κατάφερε νά μιλήσει, νά περπατήσει, νά ἀναπτύξει δεξιότητες. Μποροῦσε ὅμως νά νιώθει τήν ἀγάπη μέσα ἀπό τήν ἀκούραστη φροντίδα τῶν δικῶν του καί νά χαμογελᾶ. Κι ἄν δέν εἶχε τή δυνατότητα νά ἐκφράσει μέ λέξεις αὐτό πού ἤθελε, εἶχε μία μάνα δίπλα του, σάν ἄγγελο πιστό, νά προλαβαίνει τήν κάθε ἀνάγκη του.
Τόν Ἀναστάση τόν γνώρισα μέσα σέ ἕναν θάλαμο τῆς Παιδιατρικῆς κλινικῆς τοῦ Νοσοκομείου, ὅταν χρειάστηκε νά νοσηλευτεῖ γιά μία λοίμωξη. «Τίκ τάκ, τίκ τάκ, καρδούλα νά χτυπᾶς• τίκ τάκ, τίκ τάκ, νά ζῆς γιά νά ἀγαπᾶς», ἄκουσα νά σιγοτραγουδᾶ ἡ καλλίφωνη μανούλα του, σάν τόν περιποιοῦνταν, κι ἐκεῖνος τήν εὐχαριστοῦσε μέ ἕνα πλατύ χαμόγελο. Ὅταν πονοῦσε δάκρυζε, καί τό καλύτερο παυσίπονο ἦταν τό χάδι τῆς μανούλας του. Αὐτή ἡ μάνα... χρειάστηκε νά μείνει καιρό μές στό Νοσοκομεῖο μέ τό παιδί, ὅμως πάντα μέ τό χαμόγελο• δέν ξεχνοῦσε νά εὐχαριστεῖ γιατρούς καί νοσηλευτές γιά τή φροντίδα τους. Κι ἦταν μία διαρκής μαρτυρία τῆς Ἀνάστασης τοῦ Ἀναστάση ἡ μητέρα κι ἦταν ἕνα μήνυμα ἐλπίδας μές στόν ναό τοῦ πόνου.
Ἐκείνη τή νοσηλεία ἀκολούθησαν κι ἄλλες στά δύο ἑπόμενα χρόνια. Μεγάλη Παρασκευή καί …«τίκ τάκ», ἡ καρδούλα τοῦ Ἀναστάση ἔπαψε νά χτυπᾶ ἤ μᾶλλον ἄρχισε νά χτυπᾶ σέ ἄλλη συχνότητα. Κι ἔφυγε ὁ Ἀναστάσης ἀπό αὐτή τή γῆ γιά νά προλάβει νά γιορτάσει τήν Ἀνάσταση μέ τόν ἀναστάντα Κύριο στόν οὐρανό!
Προσπάθησα νά κρύψω τά δάκρυά μου ὅταν ἡ Ἄννα, τήν ἑπόμενη μέρα, Κυριακή τοῦ Πάσχα, σάν ἄλλη μυροφόρα ἦρθε νά πεῖ στούς θαλάμους τοῦ Νοσοκομείου τό «Χριστός Ἀνέστη»! «Ἡ κηδεία τοῦ Ἀναστάση μου ἦταν ἕνα πανηγύρι, τό πανηγύρι τῆς Λαμπρῆς! Κι ἐκεῖνος πόσο ἔλαμπε…». Κι ἔφερε τά μύρα τῆς ἀγάπης της αὐτή ἡ χριστιανή μάνα γιά νά τά προσφέρει καί σέ ἄλλες μάνες πού σήκωναν τόν σταυ- ρό τους συνοδεύοντας τό ἄρρωστο παιδί τους μές στό Νοσοκομεῖο τή μέρα τῆς Λαμπρῆς... Γιά νά μήν πάψει νά ἀντηχεῖ τό τραγούδι τῆς καρδιᾶς της: «Τίκ τάκ, τίκ τάκ, καρδούλα νά χτυπᾶς• τίκ τάκ, τίκ τάκ, νά ζῆς γιά νά ἀγαπᾶς». Γιά νά φτάνει ὥς τήν πονεμένη γῆ μας ἡ ἐλπιδοφόρα φωνή τοῦ Ἀναστάση: «Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος».
Β. Ἀ.
Παιδίατρος