Σεβαστοί πατέρες,
τοπικοί άρχοντες,
κυρίες και κύριοι
Είπαν και είναι αλήθεια πως τα άτομα και οι λαοί που χάνουν τη μνήμη τους χάνουν μαζί και το πρόσωπό τους. Αλλοτριώνονται. Φυτοζωούν. Γιατί η μνήμη, μας κρατά ενωμένους με τις ρίζες μας. Είναι ο αγωγός μέσα από τον οποίο περνά και φθάνει στο σήμερα ο παλμός και η πείρα του χθες. Και μας δίνει κάθε τόσο το κύλισμα του χρόνου κεντρίσματα, για ν’ αφουγκρασθούμε τη φωνή του παρελθόντος, που εμπνέει και φρονηματίζει. Η 28η Οκτωβρίου 1940 έρχεται να ζωντανέψει μέσα μας τις αρετές και χάριτες της Φυλής μας, την καταπληκτική νίκη των πατέρων μας, εκεί πάνω στα βορειοηπειρωτικά βουνά.
Όχι, δεν ήταν όνειρο που τάραξε τον ύπνο του γέροντα πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά στις 3 τα χαράματα. Ήταν μια πραγματικότητα που μήνες τώρα στεκόταν απειλητική στην πόρτα της Ελλάδας και πρόσμενε κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει. Νύχτα 27ης Οκτωβρίου. Μέσα στο σκοτάδι μια μορφή σίγουρη για τον εαυτό της, με σταθερό βήμα διασχίζει το δρόμο και μπαίνει στο σπίτι του Πρωθυπουργού. Ο πρεσβευτής της Ιταλίας Γκράτσι έρχεται σαν φίλος μες στη νύχτα, καθώς στο φως δεν γίνονται αυτές οι δουλειές, και ζητά από την Ελλάδα ν’ αρνηθεί την ιστορία της, την περηφάνεια κα την τιμή της· ζητά ν’ αρνηθεί τον εαυτό της. Η ίδια μορφή ύστερα από λίγο με αβέβαια βήματα, ντροπιασμένη με κατεβασμένο το κεφάλι απομακρυνόταν από την πόρτα του Μεταξά και στα ιταλικά αυτιά αντηχούσε η ελληνική λεβεντιά: «Όχι! Ποτέ!».
Η «μεγάλη Ιταλία», γράφει ο Γ. Βλάχος, «η Ιταλία των 48 εκατομμυρίων, η Ιταλία των μηχανοκινήτων φαλάγγων εξύπνησε την μικράν Ελλάδα εις τας 3 το πρωί και της εδήλωσεν ότι θα την καταλάβει μετά 3 ώρας. Και η Ελλάς επήδηξεν εις τα όρη και επολέμησεν με τις πέτρες και εσταμάτησεν την άτιμον εισβολήν… Τί θα γίνει; Θα γίνει ό,τι θέλει ο Ύψιστος, ό,τι έχει αποφασίσει η υβρισμένη Παναγία της Τήνου. Θα νικήσωμεν…»
Πραγματικά, οι Έλληνες του ’40 παραμέρισαν τις μέριμνές τους, μικρά ή μεγάλα συμφέροντά τους, τις ευχάριστες μικροανέσεις τους, όλες τις φτωχές καθημερινότητες της ζωής, τους μικροφόβους τους. Στην κρίσιμη ώρα του κινδύνου, οι πρόγονοί μας αναβαπτίστηκαν στο ελληνικό είναι τους, που το διακρίνει η θεοσέβεια και η φιλοπατρία, η αξιοπρέπεια και το φιλότιμο. Γι’ αυτό, μες στην αντάρα του πολέμου δεν ήταν πια οι γνωστοί, κοινοί και συνηθισμένοι μικράνθρωποι. Είχαν μεταμορφωθεί σε φωτιά και λάβα. Είχαν γίνει απόφαση θανάτου, θυσία και ηρωισμός.
Τούτα τα χαρίσματα της Φυλής μας ήταν άγνωστα στο Μπενίτο Μουσολίνι, που θεωρούσε την κατάκτηση της Ελλάδας πανεύκολη υπόθεση. Γι’ αυτό διακήρυττε υπερήφανα στο συνυποψήφιο συνιδιοκτήτη του κόσμου Χίτλερ· «Την Ελλάδα θα την αναλάβω εγώ. Έχω στη διάθεσή μου θωρακισμένους κολοσσούς που κάνουν τις θάλασσες να τρέμουν και δεν έχουν αυτοί παρά παιχνιδάκια των κυμάτων για τα μικρά παιδιά. Έχω ατσάλινα πουλιά που θα σκεπάσουν με τις φτερούγες τους τον ήλιο. Ποιός θα μπορέσει να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο μου;» Δεν ήξερε ο Μουσολίνι πώς πολλούς αιώνες πριν απ’ αυτόν οι Πέρσες έκρυψαν με τα βέλη τους τον ήλιο, μα το μόνο που κατάφεραν ήταν να κάνουν για τους Έλληνες σκιά. Κι άρχισε ν’ ανησυχεί, ν’ απελπίζεται ο Μουσολίνι, γιατί έβλεπε πώς, όσο περνούσε ο καιρός, οι στρατιώτες του αναγκάζονται να υποχωρήσουν και πέρα από τις αρχικές του βάσεις. Αντίθετα, έβλεπε τους Έλληνες να συντρίβουν το σιδερόφραχτο στρατό και να μπαίνουν στην Κορυτσά, στο Πόγραδετς, στους Άγιους Σαράντα, στο Δελβίνο, στο Αργυρόκαστρο, στη Χειμάρα και την Κλεισούρα.
Στις 7 Νοεμβρίου αναγκάζονται οι Ιταλοί ν’ αλλάξουν αρχιστράτηγο στο μέτωπο της Αλβανίας, ν’ αφήσουν το υπερφίαλο ύφος που είχαν πριν τις επιχειρήσεις και να ομολογήσουν: «Η μεραρχία Τζούλια, μια μεραρχία με καλά εξασκημένους αλπινιστές, υποχωρεί. Εις τον τομέα της Κορυτσάς οι Έλληνες επιμένουν εις την επίθεση των, εξαναγκάζοντες τα στρατεύματά μας να αναδιπλωθούν». Και στις 8 Νοεμβρίου το ιταλικό επιτελείο εκδίδει την εξής διαταγή: «Η πιθανότης μιας στρατιωτικής νίκης επί των Ελλήνων έχει απολεσθεί οριστικώς. Τώρα προέχει η συγκράτηση και μόνο του μετώπου. Αναστείλατε κάθε επιθετικήν ενέργειαν».
Αξίζει να υπογραμμίσουμε και το μεγαλείο του στρατού μας στον πόλεμο του ’40. Οι στρατιώτες μας δίπλα σ’ εκείνο το ηρωικό «ΟΧΙ» που φώναξε με μια ψυχή όλη η Ελλάδα, είπε και ένα «ΝΑΙ». Ναι στην κακοπάθεια! Πραγματικά, ήταν αφάνταστες οι κακουχίες των στρατευμένων παιδιών. Μέσα στη βροχή ή στο χιόνι ήταν υποχρεωμένοι να κατεβαίνουν 700 τόσα μέτρα το βουνό για να πάρουν το λιτό φαγητό τους, την καθιερωμένη φασολάδα τους και ν’ ανεβαίνουν πάλι τα 700 αυτά μέτρα με συντροφιά τους χαιρετισμούς του εχθρικού πυροβολικού. Άλλοι θα εξιστορήσουν το δράμα τους να κάνουν νερό το χιόνι για να ξεδιψάσουν, άλλοι θα μας πουν για το μαρτύριο, χειμώνα καιρό να περνούν με τα πόδια το ποτάμι ή το αυλάκι κι ύστερα να περιμένουν να τους στεγνώσει ο βοριάς ή η παγωνιά. Κι όλα τούτα τα δεινά τ’ αποδεχόταν ο Έλληνας στρατιώτης χωρίς παράπονο ή γογγυσμό, με θαυμαστή καρτερία.
Αλλά και οι Ελληνίδες του ’40 έκαναν κάτι παραπάνω από το καθήκον τους. Ποιός θα μετρήσει ποτέ τα βήματα της στοργής και της αυτοθυσίας πάνω στα χιονισμένα βουνά, μέσα στα βομβαρδισμένα νοσοκομεία, στα ορεινά χειρουργεία, τις αμέτρητες κινήσεις βοήθειας της Ελληνίδας Αδελφής; Στις Αδελφές νοσοκόμες που έπεσαν στον πόλεμο, προσφέρουμε στη μνήμη τους αιώνιας ευγνωμοσύνης στεφάνι.
Και τώρα ελάτε να σταθούμε στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου, όπου μόνο τ’ αγριοκάτσικα σκαρφαλώνουν, για να δούμε τις ηρωίδες γυναίκες της Πίνδου. Κουλουριασμένες στα δυό, ανεβαίνουν στα γλιστερά βράχια, έχοντας στην πλάτη τους δεμένα με σχοινιά τα κασόνια που ’που ναι γεμάτα από πολεμοφόδια. Οι υπεράνθρωπες Ηπειρώτισσες γυναίκες ανεβαίνουν στις κορφές της θυσίας. Κι έγραψε στης ράχες τους ο «αέρας» της Πίνδου το τραγούδι της νίκης στο πεντάγραμμο της Λευτεριάς. Αν αυτές δεν κουβαλούσαν τα πυρομαχικά ούτε η νίκη θ’ ανέβαινε μαζί τους στην Πίνδο κι η μάχη θα ’χε χαθεί.
Ακριβά μας στοίχισε η λευτεριά. Κανείς δεν μας την χάρισε. Την κατακτήσαμε με αίματα, θυσίες και ολοκαυτώματα. Κι εμείς όλοι σήμερα που αναπνέουμε τον αέρα της λευτεριάς κι απολαμβάνουμε το άρωμά της, ας διαφυλάξουμε το πολύτιμο αυτό αγαθό σαν κόρη οφθαλμού και να το παραδώσουμε ακέραιο και αδιάφθορο στις επόμενες γενιές. Για να μπορεί η μικρή μας πατρίδα, η τιμημένη Ελλάδα να λέει πάντα ΟΧΙ σ’ όλους εκείνους που την βλέπουν μικρή, ξεχωρίζοντάς την από τη μεγάλη της ιστορία.
ΜΑΡΙΑ ΓΟΥΔΑ
Φιλόλογος - Θεολόγος