ΚΑΠΕΤΑΝ  ΑΓΡΑΣ


ΠΡΟΣΩΠΑ
1.Καπετάν Άγρας-Μακεδονομάχος
2.Μιχάλης-Μακεδονομάχος
3.Σταύρος-Μακεδονομάχος
4.Νικήτας-δάσκαλος
5.π.Γεώργιος-ιερέας
6.Αποστόλης-νεαρός ξυλουργός
7.Γιοβάν-αγόρι
8.Πετρόφ-βούλγαρος γείτονας
9.Μποτσόφ-κομιτατζής
10. Αφηγητής 


(Μουσική)

Εισαγωγή
Αφηγητής: Με την επανάσταση του 1821 η νότια Ελλάδα ελευθερώθηκε από τους Τούρκους αλλά η Μακεδονία μας παρέμεινε στη σκλαβιά. Και σαν να μην έφταναν οι Τούρκοι, ήρθε να προστεθεί κι ένας πιο άγριος εχθρός, οι Βούλγαροι. Αυτοί, για να κάνουν τη Μακεδονία δική τους ανάγκαζαν τους Έλληνες:
  1.    Να μιλούν βουλγαρικά
  2.    Να πηγαίνουν στις βουλγαρικές εκκλησίες κι όχι στου Πατριαρχείου και
  3.    Να δίνουν χρήματα στους Βούλγαρους κομιτατζήδες.
  Όσους αρνούνταν να υπακούσουν, τους βασάνιζαν, τους σκότωναν, τους έκαιγαν τα σπίτια και τα χωριά τους. Έτσι οι Έλληνες αναγκάστηκαν να κάνουν αυτόν τον αγώνα κατά των Βουλγάρων που ονομάστηκε Μακεδονικός αγώνας. Τότε άρχισαν να καταφτάνουν από όλη την Ελλάδα γενναία παλικάρια για να ενισχύσουν τους Μακεδόνες. Ο πιο γνωστός ήρωας είναι ο αξιωματικός Παύλος Μελάς που ήρθε από την Αθήνα. Φέτος, όμως, θα αφιερώσουμε τη γιορτή μας σε έναν άλλο μεγάλο ήρωα που ήρθε από τη Ναύπλιο, τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού Τέλο Άγρα, γνωστό ως Καπετάν Άγρα. Τον τιμούμε ιδιαιτέρως γιατί συμπληρώνονται 100 χρόνια από τότε που νεαρό παλικάρι 26 χρονών θυσίασε τη ζωή του για τη Μακεδονία μας.


Σκηνή 1η

(Μουσική)
 (Ένα δωμάτιο που είναι σπίτι και σχολείο ταυτόχρονα. Μερικά θρανία, ένα τραπέζι με μια κανάτα, τζάκι, μια πιατοθήκη κι ένα παράθυρο προς το δρόμο. Ο μικρός Γιοβάν στρώνει το τραπέζι με πιάτα. Κάποιος χτυπά την πόρτα. Το παιδί ανοίγει προσεκτικά.)

Γ: (Έκπληκτος) Α! Α!
Α: (Χαρούμενα) Γεια σου, Γιοβάν. (Μπαίνει μέσα κρατώντας στον ώμο ένα ντορβά με εργαλεία). Το ήξερες ότι θα έρθω και έβαλες τρία πιάτα στο τραπέζι για το φαγητό;
Γ: (Χοροπηδώντας γύρω του) Αποστόλη! Αποστόλη! Όχι, όχι! Δε σε περιμέναμε! Εδώ και μέρες έχουμε χάσει τα ίχνη σου και δε ξέρουμε πού βρίσκεσαι. Και ο κύριος Νικήτας σε έψαχνε.
Α: Πού είναι τώρα;
(Εκείνη τη στιγμή μπαίνει από το διπλανό δωμάτιο ο Νικήτας με έναν ιερέα.)
Ν: Καλώς τον Αποστόλη! Και σε έψαχνα αυτές τις μέρες. (Τον δείχνει στον ιερέα). Είναι ο μαραγκός μας, σπουδαίος τεχνίτης, διορθώνει τα πάντα. Κι αυτός είναι ο πατήρ Γεώργιος, περαστικός από τα μέρη μας. Τρέχα, Γιοβάν, μέχρι την πλατεία να πάρεις ψωμί και κρασί να φιλέψουμε τους επισκέπτες μας. (Του δίνει μερικά  γρόσια και φεύγει). Μη στέκεστε όρθιοι. Καθίστε. Τώρα που μείναμε μόνοι, πες μου Αποστόλη, πότε έφυγες από την λίμνη;
Α: Είναι μέρες. (Ανήσυχος) Γιατί; Τι συνέβη;
Ν: Μάθατε εκεί οι αγωνιστές για τη σφαγή στο Τέχοβο;
Α: Όχι, δεν το μάθαμε. Πότε έγινε;
π.Γ: Προχθές. Τούς έσφαξαν οι Βούλγαροι. Οχτώ χωρικούς. Τους δέσανε στα δέντρα και τους βασάνισαν φριχτά...γιατί δεν πλήρωναν την εισφορά στο βουλγαρικό κομιτάτο και δεν πήγαιναν στη βουλγαρική εκκλησία.
Ν: Όταν γυρίσει ο Γιοβάν, μη μιλήσετε για σφαγές μπροστά του γιατί τρομάζει πολύ.
(Μπαίνει ο Γιοβάν τρομαγμένος και δείχνει προς το δρόμο)
Γ: Βούλγαροι κομιτατζήδες!!!...Κομιτατζήδες!!!
Ν: Πού τους είδες;
Γ: Μπροστά στου Πετρόφ του γείτονά μας. Ψάχνουν για έναν παπά από το Μπόζετς.
Ν: Ήταν πολλοί;
Γ: Έξι-οχτώ δεν πρόλαβα να τους μετρήσω.
Ν: Εσένα, Γιοβάν, σε είδαν;
Γ: Όχι! Είδα πως είχαν μαχαίρια στη ζώνη και κρατούσαν μπαλτάδες στα χέρια τους. Φοβήθηκα και κρύφτηκα αμέσως.
Ν: Μήπως πρόλαβες να ακούσεις τίποτε άλλο από αυτά που έλεγαν;
Γ: Ναι έλεγαν πως  φοβέρισαν τη δασκάλα στο Μπόζετς πως αν δεν τους πει πού είναι ο παπάς τους θα τη σφάξουν αλλά αυτή έλεγε ότι δεν ξέρει... Δεν πρόλαβα να ακούσω τίποτε άλλο...
Ν: Καλά...καλά...,Γιοβάν, μη φοβάσαι. Πήγαινε δίπλα στο δωμάτιο, ξάπλωσε στο κρεβάτι και κάνε τον άρρωστο. Αν έρθουν μέσα θα τους μιλήσεις βουλγάρικα. Θα πεις πως είσαι γιος ψαρά και έχεις πυρετό. Ό,τι κι αν σε ρωτήσουν θα πεις ότι δεν ξέρεις τίποτε. (Τον χτυπά στον ώμο απαλά). Έλα μη φοβάσαι εμείς θα είμαστε εδώ. (Φεύγει ο Γιοβάν). Πάτερ, πήγαινε μέσα στην κουζίνα και μπες στην καταπακτή που σου έδειξα και δε θα βγεις από εκεί κάτω αν δε σου πούμε εμείς. Αποστόλη, βγάλε τα εργαλεία σου και άρχισε να διορθώνεις τα θρανία.
(Δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Ο δάσκαλος ανοίγει. Μπαίνουν ο Πετρόφ με έναν κομιτατζή, τον Μποτσόφ).
Ν: Μπουγιουρούμ, ελάτε, περάστε. Τι συμβαίνει Πετρόφ;
Π: (Τρομαγμένος) ...να...ρωτούν, δάσκαλε, μήπως είδες κανέναν παπά...
Ν: Κανέναν παπά; Μα δε ξέρεις πως ο παπα-Νικόλας είναι τόσο γέρος που δε μπορεί να έρθει μέχρις εδώ!
Π: Όχι τον παπα-Νικόλα...άλλον ψάχνουν.
Μ: Από το Μπόζετς. Για τον Πατριαρχικό ρωτούμε.
Ν: Από το Μπόζετς; Και τον ψάχνετε εδώ;
Μ: (Πλησιάζει τον Αποστόλη καχύποπτα) Εσύ ποιος είσαι;
Α: Όλοι με λένε Αποστόλ, Αποστόλ ο μαραγκός.
Μ: Πώς λένε τον πατέρα σου, τη μάνα σου;
Α: Αν είχα πατέρα και μάνα δε θα γυρνούσα έτσι από χωριό σε χωριό σαν το σκυλί για να βγάλω μερικά γρόσια...
Μ: Γιατί δουλεύεις σε ελληνικό σχολείο;
Α: Δουλεύω, ο κακομοίρης, όπου βρω δουλειά...ε! μπάρμπα-Πετρόφ;
Π: Ναι, έτσι είναι, δουλεύει και σε μένα και σ’ όλο το χωριό. Όπου βρει δουλειά. Διορθώνει όλα τα σπασμένα...είναι καλός τεχνίτης... (εμπιστευτικά) είναι δικό μας παιδί...
Μ: Εσύ, μήπως είδες κανέναν παπά;
Α: Δεν πρόφθασα να πάω ακόμη προς την εκκλησία...
Μ: Δε ρωτώ για τον παπά του χωριού αλλά για έναν ξένο Πατριαρχικό...Μήπως υπάρχει εδώ μέσα κανείς άλλος εκτός από σας;
Ν: Έχω ένα άρρωστο παιδάκι δίπλα.
Μ: (Άγρια) Θα ψάξουμε όλο το σπίτι κι αν κρύβεις κανέναν ή έχεις όπλα αλίμονό σου...θα σε σφάξω και θα κάψω το σχολειό σου...Σας ξέρω εσάς και τι    κάνετε...Μαζεύεις τα παιδιά και τα μαθαίνεις ελληνικά.
Ν: Μα...αυτή είναι η δουλειά μου. Το σχολείο μας είναι αναγνωρισμένο από τους Τούρκους. Μας έστειλαν και έγγραφα με υπογραφές, είμαστε νόμιμο σχολείο σε όλα...
Μ: Μαθαίνεις τα παιδιά να μισούν τους Βουλγάρους!
Ν: Εγώ; Πήγαινε στο δωμάτιό μου δίπλα και θα βρεις ένα βουλγαράκι που έμεινε ορφανό και το λυπήθηκα. Εγώ το τρέφω και το μεγαλώνω. Τώρα είναι και άρρωστο από πυρετό. Εμείς βοηθούμε όλους τους ανθρώπους που υποφέρουν.
(Κάποιος φωνάζει από έξω δυνατά: Έρχονται Τούρκοι χωροφύλακες!!!)
Μ: Τούρκοι... (φεύγει γρήγορα τρομαγμένος)
Π: (Δειλά) Να με συμπαθάς, κυρ-δάσκαλε, δεν ήθελα να σου τον φέρω μα είναι κι άλλοι πολλοί απ’ έξω...με φοβέρισαν...βαστούν μαχαίρια και μπαλτάδες...
Ν: Καλά...καλά μπάρμπα-Πετρόφ. Αλλά είμαστε γείτονες. Εσύ ξέρεις πως το σχολειό μας δεν έχει σχέση με όπλα...
Π: Εγώ το ξέρω...μα μήπως αυτοί ακούν κανέναν; Να ζήσεις κυρ-Νικήτα μου αν έρθει εδώ ο Τούρκος χωροφύλακας μην του πεις πως ήμουν με τους κομιτατζήδες γιατί χάθηκα...
Ν: Καλά...καλά...μη φοβάσαι! Εμείς δεν είμαστε καταδότες. Άντε στο καλό και ησύχασε.
(Φεύγει ο Πετρόφ).
Ν: (μονολογεί) Ποιον να καταδώσεις και σε ποιον. Βούλγαροι από τη μια και Τούρκοι από την άλλη! (Φωνάζει προς το δωμάτιο). Γιοβάν, παιδί μου, έλα εδώ! Φύγανε!
Γ: Σε χτύπησαν, κύριε Νικήτα;
Ν: Όχι, παιδί μου.
Γ: Κι ο παπάς πού είναι;
Ν: Τώρα! Που! Ας τον αυτόν! Πήγαινε να μας φέρεις από τη βρύση λίγο κρύο νερό για να καθίσουμε να φάμε. Κρύωσε και το φαγητό μας!
(Ο Γιοβάν παίρνει ένα γκιούμι και φεύγει)
Ν: (Κοιτάζει από το παράθυρο) Ερημιά έξω φύγανε όλοι. Αποστόλη, βγάλε από την καταπακτή τον πατέρα Γεώργιο με προσοχή. (Φέρνει μέσα ο Αποστόλης τον ιερέα). Σου έχω έτοιμη μια τούρκικη φορεσιά μέσα για να μη σε αναγνωρίσουν στο δρόμο. Είναι πίσω από το ντουλάπι. Φόρεσέ την και φύγε από την πίσω πόρτα που βγάζει κατευθείαν έξω από το χωριό.
π.Γ: Να στείλεις γρήγορα μήνυμα στο προξενείο ότι τα παλικάρια που είναι στη λίμνη περιμένουν τα όπλα. Οι αγωγιάτες να τα κρύψουν καλά μέσα στα χόρτα που θα κουβαλούν τάχα για τις στέγες. Ευτυχώς που ξέρουν καλά τη δουλειά τους αυτοί. Να μην περάσουν τα κάρα με το χόρτο από τα βουλγάρικα χωριά γιατί οι βούλγαροι μας υποψιάζονται πιο εύκολα. Να πάνε από τα τούρκικα φυλάκια καλύτερα. Φεύγω και σας αφήνω την ευχή μου. Να προσέχετε πολύ. Κινδυνεύουμε όλοι μας κάθε στιγμή. (Πηγαίνει στο δωμάτιο).
 Ν: (Παρακολουθεί από το παράθυρο. Μουσική. Μετά από λίγο) Έφυγε...Αποστόλη, εδώ πια είναι πολύ επικίνδυνα. Αύριο πρωί-πρωί να πάρεις τον Γιοβάν και να πάτε στη λίμνη κοντά στον καπετάν Άγρα. (Σκεπτικός βηματίζει) Απόψε θα εξηγήσω εγώ στο Γιοβάν...

(Μουσική)

 
Σκηνή 2η


(Μουσική)
(Λίμνη με καλαμιές, μια πλάβα και μια καλύβα με δυο κούτσουρα απ’ έξω. Κάθεται απ’ έξω ο καπετάν Άγρας με το χέρι δεμένο. Κρατά ένα όπλο.)
Γ: Αρχηγέ, έχουμε έναν επισκέπτη.
(Μπαίνει ο πατήρ Γεώργιος)
π.Γ: Γεια σου, καπετάνιε.
Α: Την ευχή σου. (Του φιλάει το χέρι και αγκαλιάζονται) Τι νέα μας φέρνεις; Έλα, κάθισε...
π.Γ: (Σοβαρός) Χτες είχαμε σύσκεψη στη Νάουσα. Ήταν ο Δεσπότης, δυο παπάδες, ο γιατρός και μερικοί δάσκαλοι. Ο κόσμος έχει αποκάμει. Χύνεται κάθε μέρα τόσο αίμα. Χάνονται αθώες ψυχές. Από τη μια οι Βούλγαροι κομιτατζήδες τρομοκρατούν και βασανίζουν τους ανθρώπους για να τους πάρουν με το μέρος τους. Δηλαδή, να μιλούν βουλγαρικά και να πάνε στις δικές τους εκκλησιές. Κι από την άλλη οι Τούρκοι με τη βαριά φορολογία, φυλακίζουν και σκοτώνουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Όλοι στα χωριά θέλουν να ειρηνεύσουν. Να μπορούν να βόσκουν ήσυχα τα ζώα τους, να καλλιεργούν τη γη τους. Χωρίς να φοβούνται ότι θα τους κάψουν τα σπίτια τους και τα χωράφια τους και θα σφάξουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Μα, μήπως δεν θέλουμε εμείς την ειρήνη; Αλλά οι Βούλγαροι δε σέβονται τη γη μας και θέλουν να μας την πάρουν.
Α: Να δώσουμε το παράδειγμα πρώτα εμείς οι Έλληνες. Να δείξουμε στους Βουλγάρους με έργα πως θέλουμε τη συνεργασία και τη συμφιλίωση. Να αγωνιστούμε αδελφωμένοι να διώξουμε τους Τούρκους που μας κρατούν ακόμη σκλαβωμένους.
π.Γ: Και πως θα βάλεις μυαλό σε αυτούς τους Βουλγάρους για να θελήσουν την ειρήνη; Για να μονιάσεις με το λύκο πρέπει να το θέλει κι αυτός.
Α: Για να πάψει αυτό το φάγωμα μεταξύ μας, φρόντισα να έρθω σε συνεννόηση με τους Βουλγάρους.
π.Γ: (Πετάγεται όρθιος) Ήρθες εσύ Καπετάν Άγρα σε συνεννόηση με τους Βουλγάρους!!!
Α: (Σηκώνεται) Ναι, και αύριο εγώ ο ίδιος θα πάω να βρω έναν από τους ονομαστούς οπλαρχηγούς τους...
π.Γ: (Ταραγμένος) Τρελάθηκες, Καπετάν Άγρα; Δεν έχεις ιδέα τι πονηροί άνθρωποι είναι αυτοί!
Α: Πολέμησα με αυτούς και τους ξέρω τι είναι, μα θα πάω...Και θα πάω μόνος μου χωρίς τους άντρες μου για να δουν ότι στ’ αλήθεια είναι ειρηνικές οι διαθέσεις μου...
π.Γ: Δεν είσαι στα καλά σου. Να σου πω εγώ τι θα γίνει! Θα σε πιάσουν, θα σε βασανίσουν και θα σε γυρίζουν δεμένο από χωριό σε χωριό για να σε εξευτελίσουν. Και δε θα φανερώσουν, φυσικά, ότι σε  έπιασαν με μπαμπεσιά αλλά θα παινεύονται πως νίκησαν το Γενικό Αρχηγό των Ελλήνων σε μάχη και θα ξεθαρρέψουν όλοι οι κομιτατζήδες. Θα φοβηθούν οι δικοί μας και θα πάει πίσω ο αγώνας και θα πάνε χαμένοι τόσοι κόποι, τόσο αίμα...
Α: Μη φοβάσαι, δε θα χαλάσω εγώ τον αγώνα. Οι Έλληνες ξέρουν πως σε δυο μέρες έρχεται  ο νέος Γενικός Αρχηγός, ο Καπετάν Αμύντας που είναι και ανώτερός μου. Κι αν αποτύχω θα χαθεί ένας άνθρωπος. Αν επιτύχω, όμως, φαντάζεσαι πόσο μεγάλη θα είναι η ωφέλεια;
π.Γ: Ποιον θα δεις από τους οπλαρχηγούς τους;
Α: Το Ζλατάν.
π.Γ: (Έντρομος) Το Ζλατάν!  Όχι αδελφέ μου, όχι το Ζλατάν! Αν ήταν με τον Κασάπτσε θα έλεγα άντε! Μπορεί να είναι και καθαρή η δουλειά, πράγμα που δεν το πιστεύω. Αν ήταν με το Ρουμάνο το Βασιλείου, θα έλεγα, ίσως. Μα με το Ζλατάν; Το Ζλατάν; Δε μπορείς να φανταστείς πόσο ύπουλος είναι! Τι φαρμακερό φίδι! Είμαι σίγουρος πως σου στήνει παγίδα για να σε πιάσει...
Α:(Βηματίζει) Τώρα πια δε γίνεται να κάνω πίσω, πρέπει να πάω. Μόνο εσείς να φυλάγετε καλά τα γύρω χωριά μη μας κάνουν καμιά μπαμπεσιά όσο θα λείπω... Έχετε το νου σας μην πάθουν κανένα κακό οι άμαχοι.
π.Γ:(Με πόνο) Τους ξέρεις πόσο πονηροί είναι κι όμως πας να πέσεις στα χέρια τους!
Α:(Αποφασιστικά) Εγώ είμαι ένας! Αξίζει να το ριψοκινδυνέψω μήπως πετύχω το μεγάλο σκοπό μου να συμφιλιωθούμε με τους Βουλγάρους να πάψουν οι σκοτωμοί μεταξύ μας, να ειρηνεύσει επιτέλους αυτός ο τόπος.

(Μουσική)
 

Σκηνή 3η


(Μουσική)
(Μέσα στο δάσος κάθονται ο Νικήτας και ο Αποστόλης. Έρχεται ο Μιχάλης)
Μ: Γιατί είστε εδώ; Σας γύρευα στα Βοδενά... Τι κάνετε εδώ;
Ν: Περιμένουμε το αντάρτικο σώμα του Καπετάν Σεραφείμ να έρθει για να πάμε μαζί τους στο Πότσεπ. Οι Βούλγαροι συνέλαβαν τον Καπετάν Άγρα και τον πήγαν εκεί.
Μ: Συνέλαβαν τον Αρχηγό μας; Και πώς το μάθατε ότι είναι εκεί τώρα;
Ν: Κατάφερε να το μάθει χθες ο Αποστόλης που πέρασε μέσα από τα βουλγαροχώρια τάχα για δουλειές στα σπίτια. Και μας έφερε και τούτο το βουλγάρικο γράμμα που κυκλοφόρησαν εκεί οι κομιτατζήδες. Να, διάβασέ το...
Μ: (Το διαβάζει δυνατά) «Να το μάθετε σε όλα τα χωριά μας πως σας αποστέλλω για δώρο ένα ξακουστό Έλληνα, τον Καπετάν Άγρα. Σας τον στέλνω για να εκδικηθούμε το αίμα των δικών μας. Όσο ζούμε θα σκοτώνουμε για να εκδικούμαστε. Ο δικός σας αδελφός Κασάπτσε.» Αυτό σημαίνει πως τον καταδίκασαν τον Αρχηγό μας σε θάνατο. Πότε το έγραψε αυτό το γράμμα ο Κασάπτσε; Είναι ακόμη ζωντανός;
Ν: Δεν ξέρουμε. Μα προχθές δικοί μας, Έλληνες χωρικοί, είδαν να σέρνουν και να εξευτελίζουν στα βουλγάρικα χωριά τον Καπετάν Άγρα. Τον ξεγέλασε ο Ζλατάν ότι τάχα θέλει να μιλήσει μαζί του για ειρήνη και τον έπιασε και τον βασάνισε πολύ σκληρά. Πρέπει να κάνουμε γρήγορα να τον προλάβουμε ζωντανό. Αλλά μόνοι μας δε μπορούμε να τον ελευθερώσουμε για αυτό μηνύσαμε στον Καπετάν Σεραφείμ να έρθει…
Μ: Όταν τον βρούμε (αποφασιστικά)…εγώ θα σκοτώσω το Ζλατάν… (μονολογεί) Δε μου απέμεινε πια τίποτε σε αυτόν τον κόσμο…και γυναίκα και μάνα και παιδί…όλους μου τους σκότωσαν οι Βούλγαροι…
Ν:(Οργισμένος) Δε σέβονται ούτε τα μικρά παιδιά...τίποτε...το ξέρεις (Πιάνει το κεφάλι του με τα δυο του χέρια) ότι συνέλαβαν και το μικρό Γιοβάν που μετέφερε ένα μήνυμα και τον σκότωσαν;...(Συνέρχεται από την ταραχή του και τον πλησιάζει) Μιχάλη, εσύ να μην έρθεις θα ξαναπέσεις από τον πυρετό. Είσαι άρρωστος τόσο καιρό αλλά δε σταματάς να ξαποστάσεις για λίγο.
Μ: Ακόμη κι αν πρόκειται να πεθάνω τώρα δε σταματάω!
Α: Σςς… Βήματα! Κάποιος έρχεται!
Ν: Ο Σταύρος είναι…Έλα τι νέα μας φέρνεις; Γιατί είσαι μόνος; Πού είναι τα παλικάρια του Καπετάν Σεραφείμ;
Σ: (Κατεβάζει το κεφάλι και λέει με πόνο) Τον σκότωσαν.
Ν: Ποιον; Τον Καπετάν Σεραφείμ;
Σ: Όχι…Τον Καπετάν Άγρα…
Μ: Πού τον σκότωσαν; Πώς;
Σ: Τον κρέμασαν.
Ν: Πώς το ξέρεις;
Σ: Τον είδα…
Ν: Πού;
Σ: Στο δρόμο…τον κρέμασαν κοντά στο Τέχοβο…Δίπλα στο δρόμο. Σε μια καρυδιά. Τους κρέμασαν μαζί. Τον Καπετάν Άγρα…και…τον Αντώνη Μίγγα…Στο στήθος του Άγρα ήταν καρφωμένο ένα χαρτί που έγραφε…Έτσι θα τιμωρηθούν όλοι όσοι αντιστέκονται στη θέληση των Βουλγάρων. Και από κάτω δυο υπογραφές. Κασάπτσε και Ζλατάν.
Μ:(Οργισμένος) Άτιμε Ζλατάν, δε θα μου ξεφύγεις. Θα σε βρω όπου κι αν πας.
Ν: Μην καθόμαστε. Πήγαινέ μας εκεί.
(Οι άλλοι φεύγουν από τη σκηνή βιαστικά αλλά ο Αποστόλης κοντοστέκεται)
Α: Ανάπαυσε, Θεέ μου, την ψυχή του Αρχηγού μας και του Μίγγα και τόσων άλλων Μακεδονομάχων που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της Μακεδονίας μας. Πόσοι τάφοι σε αυτή τη μαρτυρική γη! Εδώ θάψαμε και το μικρό μας Γιοβάν που τον σκότωσαν οι Βούλγαροι. Εδώ θα θάψουμε τον Καπετάν Άγρα, έναν από τους αγνότερους και ωραιότερους ήρωες αυτού του αγώνα. Και πόσοι άλλοι άγνωστοι ήρωες και μάρτυρες! Όλοι θυσία στο βωμό της πατρίδας. Πόσο θέλω κι εγώ να δώσω τη ζωή μου όλη για τη λευτεριά της Μακεδονίας μας…(Ενθουσιασμένος) Σε λίγο φτάνει το καϊκι με τους καινούργιους αντάρτες. Ποιος ξέρει; Μπορεί ανάμεσά τους να είναι οι αυριανοί ήρωες που θα ελευθερώσουν την υπόδουλη γη μας! (Φεύγει γρήγορα) (Μουσική)
Αφηγητής: Κι έγινε αυτό που ευχήθηκε ο Αποστόλης με τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13. Όταν κυμάτισε η γαλανόλευκη σημαία μας στη στεριά και στη θάλασσα της ελεύθερης πια Μακεδονίας μας. (Μουσική)            

ΤΕΛΟΣ


ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μακεδονοπούλα ή κυρία της εποχής 1907.
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ: Σκούρο παντελόνι ή φόρμα, πουκάμισο καρό με γυριστά μανίκια, τραγιάσκα, γιλέκο, πάνινη τσάντα με εργαλεία.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Σκούρο κοστούμι, γιλέκο, πουκάμισο με κορδέλα στο λαιμό, παπούτσια και ρούχα Μακεδονομάχου.
ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΓΡΑΣ: Μαύρο παντελόνι ή φόρμα, γιλέκο, σκούρο πουκάμισο, μαύρες μπότες, ντουφέκι.
π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Ράσο, καλυμμαύχι, γένια.
ΓΙΟΒΑΝ: Κοντό σκούρο παντελονάκι, φανελάκι, χοντρές κάλτσες (τσουράπια).
ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ: Μαύρο παντελόνι ή φόρμα, μαύρο γιλέκο, σκούρο πουκάμισο, μαύρες μπότες, φυσίγγια και όπλο.
ΚΟΜΙΤΑΤΖΗΣ: Σκούρα φόρμα, σκούρα μπλούζα, φυσίγγια, χαντζάρα.
ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΣ: Μαύρο παντελόνι ή φόρμα, πουκάμισο με τιράντες, τραγιάσκα.

ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΕΧΟΥΝ ΜΟΥΣΤΑΚΙ

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ

1η σκηνή: πιατοθήκη, πιάτα, παράθυρο, κουρτινάκι, τζάκι, κανάτα ή γκιούμι, 2 θρανία, τραπέζι, καρέκλες, πάγκος με υφαντό, υφασμάτινη τσάντα με εργαλεία, χαντζάρα, γρόσια
2η σκηνή: καλάμια, κούτσουρα, όπλα.
3η σκηνή: γράμμα, όπλα.