Τή μεγάλη πνευματική ἐπίδραση σ’ ὁλόκληρη τήν κοινωνία τῆς περιοχῆς τήν ἀσκοῦσε ἡ παρουσία τοῦ μητροπολίτη Φλωρίνης, Πρεσπῶν καί Ἑορδαίας Αὐγουστίνου. Προσωπικά πιστεύω ὅτι ἡ παρουσία του καί μόνη στόν εὐαίσθητο καί πολύπαθο αὐτό χῶρο τῆς Ἑλληνικῆς πατρίδας ἀποτελοῦσε εὐλογία Θεοῦ. «Ὑπάρχουν ἄν- θρωποι πραγματικά ὠκεανοί», γράφει κάπου ὁ Β. Οὐγκώ. Ἕνας τέτοιος ὡκεανός εἶναι καί ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Ὠκεανός πίστεως. Ὠκεανός θάρρους. Ὠκεανός αὐταπάρνησης. Ὠκεανός προσφορᾶς πρός τόν συνάνθρωπο. Ὠκεανός καθαρότητας ψυχῆς. Ὠκεανός ἀγάπης. Ὠκεανός παρρησίας καί σθένους. Ὠκε- ανός χρηστότητας. Ὠκεανός ἁγιότητας. Ὠκεανός φιλανθρωπίας. Ὠκεανός φιλοπατρίας!
Θεωρῶ εὔνοια τοῦ Θεοῦ τό γεγονός ὅτι βρέθηκα κοντά στόν πνευματικό αὐτόν ὠκεανό καί ἄκουσα τούς παφλασμούς τῶν κυμάτων του, δροσίστηκα ἀπό τήν ἰωδιοῦχο αὔρα του, παρακολούθησα ἀπό κοντά τούς κυματισμούς τοῦ πνεύματός του καί γεύθηκα τό ἁλάτι τοῦ λόγου του. Κυματισμοί πού ἀνάβρυζαν ἀπό μιά καρδιά γεμάτη Χριστό καί Ἑλλάδα.
Τρεῖς εἶναι οἱ μεγάλες ἀγάπες τοῦ πατρός Αὐγουστίνου. Πρώτη καί πάνω ἀπ’ ὅλες ὁ Χριστός. Δεύτερη ἡ Ἑλληνική πατρίδα καί ὅ,τι αὐτή περικλείει ὡς ἰδέα καί ὡς Ἔθνος. Τρίτη ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος ὁ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ πλασμένος. Σ’ αὐτές τίς τρεῖς μεγάλες ἀγάπες ἀφιέρωσε ὁλόκληρη τή ζωή του, ἀποφασισμένος νά τή θυσιάσει παρά νά τίς προδώσει.
Μιά τέτοια ὕπαρξη δέν ἦταν δυνατό παρά νά ἀγγίξει βαθιά τήν ψυχή μου. Παρακολουθοῦσα τούς ἀγῶνες καί τήν ἀγωνία του γιά ἕναν κόσμο καλύτερο, γιά τόν ἐξευγενισμό καί τήν ἠθική ἐξύψωση τοῦ ἀνθρώπου, γιά μιά κοινωνία δικαιοσύνης καί ἀγάπης καί ἔνιωθα πώς εἶχα χρέος νά σταθῶ κοντά του μέ εἰλικρίνεια καί ἐντιμότητα.
Ὁ Δεσπότης, φωτισμένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, διεῖδε καί ἐκτίμησε τά αἰσθήματα πού ἔτρεφα γιά τήν ἁγιότητά του. Μέ τοποθέτησε, λοιπόν, στήν καρδιά του ὡς ἕνα εἰλικρινῆ φίλο του. Κι αὐτό γιά μένα ἦταν μεγάλη τιμή.
Ἦταν πολλές οἱ ξεχωριστές συναντήσεις πού εἶχα μαζί του, μέ δική του πρωτοβουλία τίς περισσότερες φορές. Καθισμένος μπροστά στό λιτό γραφεῖο του τόν ἄκουα νά μιλᾶ γιά τή ζωή του, τούς ἀγῶνες του, τήν ἀγωνία του γιά τήν τύχη τοῦ κόσμου γενικότερα καί εἰδικότερα γιά τήν πορεία τοῦ ἔθνους μας, γιά τόν Χριστό, τήν πίστη μας, τούς προγόνους μας καί θαύμαζα τήν καθαρότητα τῆς σκέψης του, τόν πλοῦτο τῶν γνώσεών του, τήν παιδικότητα τῆς καρδιᾶς του, τήν εἰλικρίνειά του, τήν ἀνιδιοτέλεια καί τό πνεῦμα τῆς θυσίας πού ἀναδυόταν ἀπό τά βάθη τοῦ εἶναι του, τήν ἁπλότητα τοῦ χαρακτήρα του, τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς του.
Μελετητής βαθυστόχαστος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ἀναφερόταν συχνά στούς ἀρχαίους ἕλληνες φιλοσόφους, τούς τραγικούς καί τούς ποιητές, πού τούς θεωροῦσε προάγγελους τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καί πίστης.
Συχνά ἀναφερόταν στό περίφημο ἀπόσπασμα τοῦ Προμηθέα Δεσμώτη τοῦ Αἰσχύλου, πού προφήτευε τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ: «Πήγαινε νά πεῖς στό Δία πώς τίποτα δέ θά μέ κάνει νά πῶ τό ὄνομα Ἐκείνου πού θά τόν ξεθρονίσει». Πολλές φορές ἐπίσης ἀναφερόταν στήν προφητική φυσιογνωμία τοῦ Σωκράτη, πού δέν πίστευε στά εἴδωλα καί θεωροῦσε τούς Ἀθηναίους κοιμώμενους μέχρις ὅτου ὁ Θεός στείλει ἕνα Λυτρωτή.
Κάποτε βρεθήκαμε κι οἱ δυό στήν Ἀθήνα, ἐκεῖνος γιά θέματα τῆς Ἐκκλησίας κι ἐγώ γιά ὑπηρεσιακούς λόγους. Ὅταν ἔμαθε ὅτι βρισκόμουν κι ἐγώ στήν πρωτεύουσα, μοῦ τηλεφώνησε γιά νά μοῦ πεῖ πώς μποροῦσε, ἄν ἤθελα, νά μέ πάρει στό αὐτοκίνητό του καί νά συνταξιδέψουμε κατά τήν ἐπιστροφή μας στή Φλώρινα. Δέχθηκα μέ εὐχαρίστηση τήν πρόσκλησή του κι ἔτσι βρεθήκαμε νά συνταξιδεύουμε ἀπό τήν Ἀθήνα γιά τή Φλώρινα μέ τό ἴδιο αὐτοκίνητο. Στό τιμόνι ἦταν ἕνας ἀπό τούς ἀφοσιωμένους στό Δεσπότη νέους, ἐνῶ ὁ ἴδιος καθόταν στή θέση τοῦ συνοδηγοῦ. Στήν πίσω ἀπό ἐκεῖνον θέση καθόμουν ἐγώ. Φίλος τῆς μελέτης ὅσο λίγοι, δέν ἄφησε τό χρόνο τοῦ ταξιδιοῦ νά περάσει ἀνεκμετάλλευτος. Ἀφοῦ ἀνταλλάξαμε κάποιες σκέψεις γιά τά θέματα πού ἦταν στήν ἐπικαιρότητα καί προκαλοῦσαν τό ἐνδιαφέρον μας, ὁ Δεσπότης πῆρε ἀπό μιά μικρή τσάντα πού εἶχε μαζί του ἕνα βιβλίο καί ἀφοσιώθηκε στή μελέτη του. Νόμισα ὅτι διάβαζε κάποιο ἐκκλησιαστικό ἤ θρησκευτικό βιβλίο. Κι ἦταν μεγάλη ἡ ἔκπληξή μου ὅταν μοῦ ἀποκάλυψε ὅτι διάβαζε τούς «Νεκρικούς Διαλόγους» τοῦ Λουκιανοῦ.
Βρισκόμουν κάποια μέρα στό γραφεῖο του, ὅταν ἦρθε νά τόν δεῖ μιά ἀντιπροσωπεία μαθητῶν μέ τό γυμνασιάρχη τους, ἑνός γυμνασίου τῆς Θεσσαλονίκης πού πραγματοποιοῦσε ἐπιμορφωτική ἐκδρομή στούς νομούς τῆς Δυ- τικῆς Μακεδονίας. Ἀφοῦ τούς εἶπε κάποια ἐνθαρρυντικά λόγια γιά τίς προσπάθειες πού καταβάλλουν γιά τή μόρ- φωσή τους καί τούς ἔδωσε τήν εὐχή καί τήν εὐλογία του, ἀπευθυνόμενος στό γυμνασιάρχη τοῦ λέει:
- Κύριε γυμνασιάρχα, εἶναι βέβαια πολύ ὠφέλιμες οἱ ἐκδρομές, γιατί ἐκτός τῆς ψυχαγωγίας ἔχουν καί ἐπιμορφωτικό περιεχόμενο καί σεῖς τώρα ἐφαρμόζοντες τό «γνῶθι» Φλώρινα, «γνῶθι» Καστοριά, «γνῶθι» Κοζάνη, κλπ. ὁδηγεῖτε τά παιδιά νά γνωρίσουν διάφορους τόπους. Ὑπάρχει ὅμως καί τό «γνῶθι σαυτόν», πού ἔχει πολύ μεγαλύτερη σπουδαιότητα ἀπό τό νά γνωρίσεις ἕναν τόπο. Σ’ αὐτό τά ὁδηγεῖτε; Ὁ καημένος ὁ γυμνασιάρχης, πού δέν περίμενε μιά τέτοια ἐρώτηση, ἔμεινε σιωπηλός καί προβληματισμένος.
Ἰωάννης Χαραλαμπάκης
τέως Γενικός Διευθυντής τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων
(Ἀπό τό βιβλίο «Θέματα Παιδείας»)