Ὁ λόγος τοῦ ἱεροκήρυκα, μεστός καί συγχρόνως ἁπλός, μιλοῦσε κατ’ εὐθεῖαν στήν καρδιά. Ἐντυπωσίαζε ἡ ζωντάνια του. Συγκλόνιζε ἡ ἀμεσότητά του.
- «Ἔλα ἐδῶ ἐσύ, πού φοβᾶσαι νά πλησιάσεις στήν Ἐκκλησία. Γιατί, παιδί μου; Ποιός ἄλλος σ’ ἀγαπᾶ ὅπως ὁ Θεός;».
- «Σέ βλέπω! Ξέρω τί σκέφτεσαι. Θυμήθηκες τίς ἁμαρτίες σου καί τρέμεις γι’ αὐτές. Ἀποφάσισες νά μήν ξαναπατήσεις ἐδῶ... Ὄχι, ἀδελφέ μου! Πρόσεξε! Αὐτό εἶναι παγίδα τοῦ πονηροῦ. Δέν θά πέσουν ἐπάνω σου οἱ κανδῆλες καί ὁ πολυέλαιος, ὅπως σοῦ εἶπαν. Θά πέσει τό πολύ ἔλεος τοῦ Κυρίου μας, γιά νά σέ ξεπλύνει ἀπό κάθε βρομιά, νά σέ καθαρίσει ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἐδῶ θά κάμεις τήν ἐξομολόγησή σου καί θά νιώσεις ἐλεύθερος, λυτρωμένος, καινούργιος ἄνθρωπος».
- «Κι ἄν τά κάτω γίνουν ἄνω καί τά ἄνω κάτω, κι ἄν ὅλοι πέσουν καί προσκυνήσουν τόν Ἑωσφόρο, ἐσύ, νέα μου, νά σταθεῖς ὄρθια καί νά φωνάξεις “Πιστεύω, Κύριε!”, καί ἡ φωνή σου νά φθάσει στ’ ἄστρα».
- «Ἔλα ἐδῶ ἐσύ, παλληκάρι μου. Εἶσαι δυνατός, ἔχεις γερά μπράτσα. Νά τά χαίρεσαι καί νά τά χρησιμοποιεῖς γιά τή δουλειά σου. Μή σηκώσεις ὅμως ποτέ χέρι στούς γονεῖς σου! Πῶς τό τόλμησες, ἀλήθεια, νά χτυπήσεις τόν γέροντα πατέρα σου; Θά μείνει ξερό, θά γίνει τυμπανιαῖο τό βέβηλο χέρι πού χτυπᾶ τό γονιό».
- Ἐπανέλαβε τό κήρυγμα στό χωριό Καληράχη. «Ἐσύ πού χτύπησες τή μητέρα σου..., σέ βλέπω»! Ἀναστατωμένος ἕνας ἀπό τούς ἀκροατές του στό τέλος κατέθετε: «Ἐμένα ἔδειξε, γιά μένα τό ἔλεγε. Ποιός τοῦ τό εἶπε;».
- Διατηρῶ μία φοβερή ἐνθύμηση ἀπό τήν ἀμεσότητα τοῦ κηρύγματός του, πού καί σήμερα συγκλονίζομαι, ὅταν τή θυμᾶμαι. Σ’ ἕνα ἀπό τά ἑσπερινά κηρύγματα ἀνέπτυξε τήν ἐντολή τοῦ Δεκαλόγου «οὐ φονεύσεις». Πύρινος, ὅπως πάντα, ὁ λόγος του, ἐμπλουτισμένος μέ πολλές ἄμεσες ἀποστροφές πρός τό ἀκροατήριο: «Σέ βλέπω! Ἔχεις ἤδη καταστρώσει τό φονικό σχέδιο. Ἔλαβες ὅλα τά μέτρα, κανείς νά μή σέ καταλάβει. Περιμένεις τώρα τήν εὐκαιρία γιά νά κάνεις τή φοβερή πράξη. Ἄλτ, ἀδελφέ μου! Τί πᾶς νά κάνεις; Ξεχνᾶς πώς σέ βλέπει ὁ Θεός; Πέταξε μακριά τό ὅπλο! Ἄλτ! Σέ βλέπει ὁ Θεός· θά σέ κρίνει μιά μέρα, καί πῶς θά σταθεῖς μπροστά του; Χάνεις τή μονάκριβη καί αἰώνια ψυχή σου».
Κατέβηκε ἀπό τόν ἄμβωνα καί μπῆκε στό Ἱερό. Βρισκόμουν κι ἐγώ μαζί μέ ἄλλους ἐκεῖ. Μάλιστα, ὁ π. Αὐγουστῖνος ἦταν στενοχωρημένος· στούς ἱερεῖς καί τούς φίλους πού τόν εὐχαριστοῦσαν ἔλεγε ὅτι δέν ἔμεινε ἱκανοποιημένος ἀπό τό κήρυγμά του. Ὅταν τελείωσε ἡ Ἀκολουθία, ἕνας ἄνδρας ζήτησε νά τοῦ μιλήσει ἰδιαίτερα. Μᾶς παρακάλεσε νά βγοῦμε ἀπό τό Ἱερό ἐμεῖς τά παιδιά καί κράτησε τόν ἄνθρωπο. Καθώς τόν συνοδεύαμε φεύγοντας ἀπό τό ναό, δέν πήραμε τόν συνηθισμένο δρόμο πρός τό σπίτι του. Περάσαμε πρῶτα ἀπό τό Ἀστυνομικό Τμῆμα. Μᾶς ἄφησε νά τόν περιμένουμε καί μπῆκε γιά λίγο μέσα. Ὅπως μάθαμε ἀργότερα, ἐκεῖ παρέδωσε ἕνα περίστροφο. Τοῦ τό εἶχε δώσει ὁ ἄνδρας πού τόν πλησίασε στό Ἱερό. Ὁ ἴδιος ἀποκάλυψε ὅτι ἐκεῖνο τό βράδυ εἶχε πλησιάσει κλαίγοντας τόν ἱεροκήρυκα καί τοῦ εἶχε πεῖ: «Ἀπόψε εἶχα ἀποφασίσει νά κάνω φόνο. Μέ συγκράτησαν τά λόγια σας. Σᾶς παρακαλῶ, κρατῆστε τό περίστροφο, γιά νά τό παραδώσετε ἐσεῖς στήν ἀστυνομία!».