Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ὑπόκλιση

  ypoklisiΤήν πρώτη φορά πού πέθανε ὁ πατέρας μου ἤμουν μικρό παιδί. Ἦταν μιά ἐποχή πού ἡ ἐπικοινωνία ἦταν δύσκολη καί σπάνια, ὅταν ἔφτασε τό μαντάτο ὅτι πέθανε μακριά στά ξένα πού δούλευε. Στ᾽ ἄλλα παιδιά τῆς γειτονιᾶς πού συζητοῦ­σαν μέ ἔμφαση τήν εἴδηση ἀπαντοῦ­σα μέ πεῖσμα: «Ὄχι, ὁ πατέρας μου δέν πέ­­θα­νε». Καί πράγματι στή συνέχεια ἀ­πο­δεί­χτηκαν ὅλα μιά κακόβουλη καί ὑ­στε­ρό­­βουλη φήμη.
  Στά χρόνια πού πέρασαν, ὁ πατέρας μου ξαναπέθανε ἄλλες δυό-τρεῖς φο­ρές. Τή μιά -πάλι ἡ βαριά ξενιτειά- γύ­ρι­σε σκι­ά, ζωντανό λείψανο, ἔσβηνε μπρο­­στά μας γύρω στά 45 του χρόνια. Πέ­σαμε ὅλοι πά­νω του μέ ὅλες μας τίς δυ­­νάμεις καί ξα­ναέζησε. Τίς ἄλλες φο­ρές ἦταν μέσα στίς διηγήσεις του, ὅταν τόν ἄ­κου­γα πῶς γλύ­τωσε στό τελευταῖο δευ­τε­ρό­λεπτο ἀπ᾽ τό χεῖλος τοῦ γκρε­μοῦ πάνω στά ἀπό­κρη­μνα βράχια πού δού­λευε καί τόν ἔπια­να νά βεβαιωθῶ ὅτι ζοῦσε. Καί κάποιες φο­ρές πέθανε μέσα στά ὄνειρά μου τῆς νύ­χτας ἀλλά καί τῆς μέρας τόσο βασα­νιστι­κά, πού δέν ξέρω ἄν εἶχαν κά­ποια διαφο­ρά ἀπ᾽ τήν πραγματικό­τητα, ὅταν ξυ­πνοῦ­σα.
  Ὁ πατέρας μου πέθανε τελικά πραγ­­­­­ματικά πάνω ἀπό 90 χρονῶν· ἀλλά καί πάλι ἐκείνη τή νύχτα μόνος μου μαζί του, κρατώντας στά χέρια μου τό χαρτί τῶν γιατρῶν πού τό βεβαίωναν, τό κοι­τοῦσα καί τό ξανακοιτοῦσα μήπως ὅλο αὐτό ἦταν ξανά κάποια ἀνυπόστατη φήμη ἤ ἕνα ἀπατηλό ὄνειρο.
Ἕνα τέτοιο χαρτί κρατάω, ἐδῶ καί πο­λύ καιρό στά χέρια μου, γιά κάτι ἐξίσου μοναδικό, πολύτιμο καί ἀγαπημένο, ὁμόρ­­ριζο μέ τόν πατέρα μου: τή φτωχή μου πατρίδα. Ἀλλά δέν θέλω νά τό δε­χτῶ. Μέ τό ἴδιο πεῖσμα, θυμό μπορῶ νά πῶ, καί τήν ἴδια ἀμφιβολία ὅτι ὅλο αὐτό μπορεῖ νά εἶναι ἕνα ψέμα.
Πανεπιστημιακές ἔρευνες, μετρή­σεις, ἀριθμοί, δεῖκτες πιστοποιοῦν τό τέ­λος. Στά ἑπόμενα 110 χρόνια θά γεν­­νηθεῖ ὁ τελευταῖος Ἕλληνας. Καί μαζί του θά πε­θά­νει κι ἡ Ἑλλάδα.
  Ἡ Ἑλλάδα πῆρε τόν δρό­μο γιά τό τε­λευταῖο της τα­ξίδι. Ἑτοιμάζεται νά κά­νει τήν τελευταία της ὑπόκλιση στήν ἱστο­ρία.
Δέν θά εἶναι οὔτε ἡ πρώ­τη οὔτε ἡ τε­λευταία πού θά ἐξαφανιστεῖ ἀπ᾽ τή σκηνή καί θά περάσει στή λήθη. Θά εἶ­ναι ὅμως ἡ πιό ἀξιοθρή­νητη, γιατί πολλές φορές ὁ κόσμος ὑποκλίθηκε μπρο­στά της γιά τά τόσα ἐπι­τεύγ­ματα τῆς παι­δείας, τῆς ἐ­λευ­θερίας καί τῆς Ὀρθο­δο­ξίας πού γενναιόδω­ρα χάρισε στήν ἀν­θρωπότητα. Καί τώρα δέν μπο­ρεῖ νά σώ­σει τόν ἑαυτό της. Ἡ Ἑλλάδα δέν ἔ­χει καί δέν θά ἔχει πλέον Ἕλληνες νά συνεχί­σουν, γιατί τελείωσαν οἱ ἀξίες της: ἡ παι­δεία της καί ἡ πίστη της.
  Ὅμως ἔτσι ἔχουν τά πράγ­μα­­τα. Στίς μυλόπετρες τῶν χρόνων πού θά ἀκο­λουθήσουν χωρίς ἐμᾶς, κανείς δέν θά μᾶς λυπηθεῖ, οὔτε θά μᾶς θυμηθεῖ.
Καί τί κρίμα νά ᾽ρχεται σήμερα ὁ ἄλ­λος ἀπ᾽ τήν Ἀμερική, ἀπ᾽ τό Μεξικό, ἀπ᾽ τήν Ἀφρική, ἀπ᾽ τή Γαλλία, ἀπό ὁ­που­δή­ποτε καί νά σοῦ λέει ὅτι τήν Ὀρθο­δοξία μόνο στήν Ἑλλάδα μπορεῖς νά τή γνω­ρίσεις ἀληθινά. Οἱ ἄλλοι νά κρέμο­νται πάνω σου γιά νά βροῦν τή ζωή καί σύ νά μήν ἔχεις οὔτε γιά τόν ἑαυτό σου.
Σάν νά χτυπᾶ τήν πόρτα σου ἕνας ὁδοιπόρος καί νά σέ πιάνει ἡ ντροπή, για­τί δέν ἔχεις οὔτε ψωμί νά δειπνήσει οὔτε σκεπάσματα νά ζεσταθεῖ. Τί; Θά πρέ­πει κι ἐμεῖς νά χτυπήσουμε ξένες πόρ­­­τες μέσα στή νύχτα, «φίλε, χρῆσόν μοι τρεῖς ἄρ­τους» νά δώσω, γιατί δέν ἔχω; Καί ποιός θά σοῦ δώσει καί τί θά σοῦ δώ­σει;
Εἶναι ἡ ὥρα πρό τοῦ τέλους γιά τήν πατρίδα. Ὁ κα­θένας καλεῖται ὄχι γι᾽ αὐτό πού θέλει, ἀλ­λά γιά ὅλα ὅσα μπορεῖ. Νά πέσουμε ὅλοι ἐπάνω της.
  Μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀντιστροφή. Κι ἀφοῦ μᾶς μιλοῦν μέ ἀριθμούς, ἄς ἀπα­ντήσουμε κι ἐμεῖς μέ ἀριθμούς. Ἀκόμα καί στό πιό μικρό χωριό, στό πιό μικρό νη­­σί, στήν πιό ὀλιγάνθρωπη ἑλληνική κοινότητα τοῦ ἐξωτερικοῦ, νά ὑπάρχει ἕνα σχολεῖο. Στήν ἀρχή μέ ἕναν ἔστω μα­θητή. Ὁ μαθητής ἕνας κι ὁ δάσκαλος δυό κι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πάνω ἀπ᾽ τόν πίνακα, τρεῖς. Φτάνουν. Καί δίπλα στό σχολεῖο ἕνας ναός. Τό παιδί ἕνα κι ὁ κατηχητής δύο καί ὁ ἱερέας μέσα νά δέ­εται, τρεῖς. Φτάνουν. Τά ἑλληνικά γράμ­-ματα θά διασώσουν ξανά τό ἀν­θρώ­πινο πρόσωπο καί στήν ἐποχή μας. Καί ἡ Ἐκ­κλησία θά τό σώσει.
  Ἀπό κεῖ καί πέρα αὐτομάτη ἡ γῆ θά καρποφορήσει. Ἡ Ἑλλάδα θά γεμίσει παι­διά, ὅταν οἱ Ἕλληνες πιστέψουν ξα­νά ὅτι ἀξίζει νά ὑπάρχεις.
Τό καλοκαίρι σέ μιά ἑλληνική θά­λασ­σα δυό-τρεῖς οἰκογένειες, Ρουμάνοι καί στήν καταγωγή καί στή γλώσσα, μά­ζευαν ἀπ᾽ τήν παραλία τά παιδιά τους, ὅλα μέ ἑλληνικά ὀνόματα: Νικήτα, Μα­ρία, Ἰω­άν­νη, Παρασκευή, Θεοδώρα, Παΐ­­σιε, Νε­κτάριε, Ραφαήλ, ἐλᾶτε φεύ­γουμε, εἶπαν μετά στά ρουμανικά.
Ἦταν ἡ δική τους ὑπόκλιση στήν Ἑλλάδα.
  Κι ἡ δική μου ξανά ἐλπίδα καί ἀμ­φι­βολία γιά τό τέλος: Λές ἡ φτωχή μου πα­τρίδα νά ἔχει τήν ἀνθεκτικότητα νά φτά­σει μέχρι τό τέλος τῆς ἱστορίας, πα­ρα­μένοντας πάντοτε ἡ μικρά ζύμη τοῦ κόσμου;

Ζ.Γ.

Ἀπολύτρωσις,

Τεῡχος Ὀκτωβρίου, 2025