Α. Εὕρεση καί ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
«Ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Α´ Κο 1,2324), σημειώνει ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων Παῦλος πρός τούς Κορινθίους.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀναγνωρίζοντας τή βαθιά σημασία τοῦ Σταυροῦ, τόν προβάλλει συνεχῶς στή λατρευτική της ζωή, ἰδιαίτερα κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή, ἀλλά καί σέ συγκεκριμένες μεγάλες ἑορτές.
Ξεχωριστή θέση μεταξύ αὐτῶν τῶν ἑορτῶν κατέχει ἡ Παγκόσμιος Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἡ ὁποία ἑορτάζεται μέ λαμπρότητα στίς 14 Σεπτεμβρίου. Ἡ ἑορτή αὐτή συνδέεται μέ δύο μεγάλα ἱστορικά γεγονότα πού ἔλαβαν χώρα τόν 4ο καί 7ο αἰώνα.
Μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν ἐργασιῶν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό 325 μ.Χ. καί τήν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ Ἀρείου, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος στράφηκε σέ ἕνα ἄλλο σημαντικό ζήτημα: τήν ἀνάδειξη τῶν Ἁγίων Τόπων καί τῆς σημασίας τους γιά τούς χριστιανούς καί ὁλόκληρο τόν κόσμο. Γιά τόν λόγο αὐτό, ἀπέστειλε ἐκεῖ τή μητέρα του, ἡ ὁποία ἀνάμεσα στά ἄλλα ἀναζήτησε καί ἀνακάλυψε τόν Τίμιο Σταυρό.
Ὁ ἱερός τόπος τοῦ Γολγοθᾶ εἶχε κατασκαφθεῖ ἀπό τούς κατακτητές τό 70 μ.Χ. Οἱ ρωμαῖοι εἰδωλολάτρες ἐπιχωμάτωσαν ὅλη τήν περιοχή, ἔχτισαν τόν ναό τῆς Ἀφροδίτης καί τοποθέτησαν ἕνα ἄγαλμα τῆς θεᾶς, γιά νά βεβηλώσουν τόν τόπο καί νά λησμονηθεῖ ἀπό τούς χριστιανούς.
Ἡ ἁγία Ἑλένη συγκέντρωσε πλῆθος ἐργατῶν καί τεχνιτῶν, δίνοντας ἐντολή γιά τήν πλήρη κατεδάφιση τοῦ εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ. Κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν, ἀνακαλύφθηκαν θαμμένοι τρεῖς σταυροί. Καθώς ἡ ἀνθρώπινη κρίση ἀδυνατοῦσε νά διαλευκάνει ποιός ἀνῆκε στόν Χριστό, αὐτό φανερώθηκε μέ ἕνα σημεῖο.
Σύμφωνα μέ ἱστορικούς τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Σουλπίκιος Σεβῆρος καί ὁ μοναχός Ἀλέξανδρος, στήν περιοχή ἐκείνη βρισκόταν μία ἑτοιμοθάνατη γυναίκα. Ὁ ἐπίσκοπος Ἰεροσολύμων Μακάριος τοποθέτησε τούς δύο σταυρούς ἐπάνω της, χωρίς ὡστόσο νά συμβεῖ τίποτα. Μόλις ὅμως ὁ τρίτος Σταυρός ἄγγιξε τή γυναίκα, αὐτή ἀνέκτησε ἀμέσως τίς δυνάμεις της καί γεμάτη εὐγνωμοσύνη δόξασε τόν Θεό.
Κατόπιν, ἡ ἁγία Ἑλένη μοίρασε τόν Τίμιο Σταυρό σέ δύο μέρη. Τό πρῶτο τμῆμα τοποθετήθηκε σέ ἀσημένια θήκη καί παρέμεινε στά Ἰεροσόλυμα, ἐνῶ τό δεύτερο τό ἀπέστειλε στήν Κωνσταντινούπολη, στόν αὐτοκράτορα. Ὁρισμένοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ ἅγιος Κύριλλος καί ὁ ἅγιος Παυλῖνος, καταθέτουν πώς ὁ Σταυρός διαμοιράστηκε καί σέ μικρότερα κομμάτια στούς πιστούς ὡς φυλακτά.
Μετά τήν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἡ ἁγία Ἑλένη, προκειμένου νά ἐκφράσει τήν εὐγνωμοσύνη της πρός τόν Θεό, ἀνέλαβε τήν ἀνέγερση καί τόν ἐξωραϊσμό μεγάλων ναῶν στούς Ἁγίους Τόπους.
Ὁ σημαντικότερος ναός, ὁ ὁποῖος ἀνοικοδομήθηκε τήν ἐποχή αὐτή, εἶναι ὁ ναός τῆς Ἀναστάσεως στόν Πανάγιο Τάφο. Τά ἐγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στίς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 335 μ.Χ. μέ κάθε λαμπρότητα. Τήν ἑπόμενη μέρα, 14 Σεπτεμβρίου, λόγῳ τῆς μεγάλης προσέλευσης πιστῶν, ὁ ἐπίσκοπος Ἰεροσολύμων Μακάριος ἀνύψωσε πάνω στόν ἄμβωνα τόν Τίμιο Σταυρό, προκειμένου νά τόν ἀτενίσουν καί νά τόν προσκυνήσουν τά συγκεντρωμένα πλήθη. Οἱ χριστιανοί συγκινημένοι ἀπό τή θέα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔψαλλαν τό «Κύριε, ἐλέησον».
Ἡ δεύτερη ὕψωση πραγματοποιήθηκε τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα. Στίς ἀρχές τοῦ 7ου αἰώνα ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία βρισκόταν σέ βαθιά κρίση λόγῳ τῶν συνεχῶν πολέμων. Τό 614 μ.Χ. ὁ περσικός στρατός κατέλαβε τήν Ἰερουσαλήμ μετά ἀπό σκληρή πολιορκία. Μιά φρικτή σκηνή ἀκολούθησε τήν εἴσοδο τῶν Περσῶν στά Ἰεροσόλυμα. Οἱ Πέρσες σφαγίασαν 90.000 χριστιανούς, ὅλες οἱ ἐκκλησίες τῶν Ἰεροσολύμων λεηλατήθηκαν καί πυρπολήθηκαν. Ὡστόσο, τό πιό ὀδυνηρό πλῆγμα ἦταν ἡ ἁρπαγή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τόν ὁποῖο μετέφεραν στήν Περσία μαζί μέ τόν πατριάρχη Ζαχαρία καί πολλούς ἄλλους χριστιανούς αἰχμαλώτους.
Στίς 4 Ἀπριλίου 622 ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος ἀναχώρησε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη γιά ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Περσῶν. Μετά ἀπό πολλές στρατιωτικές ἐπιχειρήσεις ἐπέστρεψε θριαμβευτής, ἔχοντας ἐπανακτήσει τόν Τίμιο Σταυρό. Στίς 21 Μαρτίου 630 ὁ αὐτοκράτορας φέροντας στόν ὦμο του τόν Τίμιο Σταυρό εἰσῆλθε στήν Ἰερουσαλήμ μέ λιτανεία καί φθάνοντας στόν ναό τῆς Ἀναστάσεως τόν παρέδωσε στόν πατριάρχη Ζαχαρία, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπιστρέψει στόν θρόνο του λίγο νωρίτερα. Ἐν συνεχείᾳ, ὁ Πατριάρχης τόν ὕψωσε πανηγυρικά, ἐνῶ κλῆρος καί λαός ἔψαλλαν τό Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν σου...».
Αὐτά τά δύο ἱστορικά γεγονότα μνημονεύουμε κάθε χρόνο μέ τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ στίς 14 Σεπτεμβρίου. Στήν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς ἡ Ἐκκλησία ἀναδεικνύει ὁλόκληρο τόν θεολογικό πλοῦτο πού ἀναβλύζει ἀπό τή σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλέξιος Καρύπογλου
Θεολόγος Φιλόλογος
"Ἀπολύτρωσις",
Τεῡχος Αὐγούστου-Σεπτεμβρίου,2025