Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Κοίμηση καί Γενέθλια

  KOIMHSH cΜέ δύο σημαντικές ἑορτές πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου κλείνει τό παλαιό ἐκκλησιαστικό ἔτος καί ἀνοίγει τό νέο, γεμίζοντας τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μέ πανευφρόσυνη χαρά, καθώς μνημονεύεται τό σεπτό πρόσωπο τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου. Στίς 15 Αὐγούστου ἑορτάζεται ἡ Κοίμησή της, ἡ ὁποία ἀποκαλεῖται συχνά «Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ», καί στίς 8 Σεπτεμβρίου ἡ Γέννησή της. Μνημονεύει δηλαδή ἡ Ἐκκλησία τήν ἀρχή καί τό τέλος τοῦ ἐπί γῆς βίου της, τονίζοντας ἔτσι τήν ὕψιστη σημασία του γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος.
  Τήν ἡμέρα πού γεννήθηκε ἡ ταπεινή κόρη τῆς Ναζαρέτ στή ρωμαϊκή Γαλιλαία μόνον ὁ Δημιουργός γνώριζε ὅτι ἡ ἀπαραίτητη συνεργός του γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶχε ἐμφανισθεῖ στήν ἱστορία. «Κατὰ ἀποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένου» (Ρω 14,24) ἡ Μαριάμ ἦταν ἡ νέα Εὔα, ἡ ὁποία γεννήθηκε σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεση πού ὁ Ἴδιος εἶχε δώσει στούς πρωτόπλαστους παραβάτες (Γέ 3,15). Ἀποστολή της ἦταν νά συνεργαστεῖ ἑκούσια μαζί του γιά νά ἀπελευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή σκληρή δουλεία τοῦ θανάτου. Ὅπως ἐξηγοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, μόνον ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός Θεός αὐτοπροσώπως ἦταν δυνατόν νά ἐπιτελέσει τό ἔργο αὐτό καί τό ἔπραξε διά τοῦ Υἱοῦ του (βλ. Α´ Ἰω 3,8) μέ ἕναν ἀσύλληπτο τρόπο. Γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος, προσλαμβάνοντας ἀπό τή Μαριάμ τήν ἀνθρώπινη φύση· τήν παρέδωσε ἑκούσια στόν θάνατο καί τήν ἐπανέφερε στή ζωή μεταμορφωμένη καί ἀνακαινισμένη, συμβατή μέ τόν κόσμο τοῦ Θεοῦ καί κατάλληλη γιά τήν αἰώνια βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
  Ἡ σωματική ἀνάσταση ἀπό τούς νεκρούς εἶναι τό καινούργιο καί πρωτάκουστο πού κόμισε ὁ Χριστός στή γῆ. Αὐτόπτες καί αὐτήκοοι μάρτυρες οἱ μαθητές του διέδωσαν τήν εἴδηση γιά τό καινοφανές αὐτό ἱστορικό γεγονός στίς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων. Μέ τήν ἀνάστασή του ὁ Χριστός ἔθεσε στήν ἀνθρωπότητα μιά καινούργια ἀρχή. Ὁ θάνατος ἀπό αἰώνιος ἔγινε προσωρινός, διότι ἔρχεται ἡ ὥρα πού «πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (Ἰω 5,2829).
  Ἐξαιτίας τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ οἱ λέξεις «θάνατος» καί «νεκρός» ἀντικαταστάθηκαν ἀπό τίς λέξεις κοίμηση καί κεκοιμημένος. Μέ αὐτή τή λέξη ὀνόμασε ἡ Ἐκκλησία καί τήν ὥρα πού συναντήθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μέ τόν θάνατο, καθιερώνοντας τήν ἀνάμνησή της ὡς ἑορτή. Παρόλο πού οἱ θεομητορικές ἑορτές καθιερώθηκαν μετά τήν 4η Οἰκουμενική Σύνοδο τό 451 μ.Χ., ὑπάρχουν ἰσχυρές ἱστορικές ἐνδείξεις ὅτι ἡ Ἐκκλησία τιμοῦσε ἰδιαιτέρως τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου ἀπό τήν πρώτη στιγμή, γι’ αὐτό καί γενικά θεωρεῖται ἡ πρώτη ἑορτή πρός τιμήν της πού ἐντάχθηκε στό ἐκκλησιαστικό ἑορτολόγιο κατά τόν 5ο αἰώνα. Ἀπό τότε ἀναπτύχθηκε καί μιά ἐκτενέστατη γραμματεία πού ἀναφέρεται στή ζωή της καί κυρίως στόν μοναδικά ξεχωριστό ρόλο της γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας ὡς Μητέρας τοῦ Θεανθρώπου. Μέ τόν ὅρο «Θεοτόκος» οἱ Πατέρες διασφάλισαν καί ὁμολόγησαν τήν ἀρχέγονη πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος.
  Γι’ αὐτό τόν λόγο φαίνεται ὅτι καί ὅταν χρειάστηκε νά ὀνομαστεῖ ἡ ἑορτή «τῆς Κοιμήσεως», ὁ ὅρος θεωρήθηκε ἀνεπαρκής γιά νά ἀποδώσει τή μοναδικότητα τῆς Θεοτόκου. Διότι ἡ λέξη «Κοίμηση», ὅσο χαρμόσυνη κι ἄν εἶναι λόγῳ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ πού κατήργησε τόν θάνατο, δέν παύει νά ἀναφέρεται στήν ἐπίγεια ζωή πού ὁ ἄνθρωπος χάνει, στά ἀγαθά πού ἐγκαταλείπει καί στά πρόσωπα πού ἀποχωρίζεται. Στή θεολογική σκέψη ὅμως τῶν Πατέρων ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου δέν εἶναι δυνατόν νά περιοριστεῖ μόνο σέ αὐτό τό λίγο. Ἡ Θεοτόκος δέν μπορεῖ παρά νά «μετέστη πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς», ὅπως κατέγραψαν στό Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς.
  Μέ τή φράση «μετέστη πρὸς τὴν ζωὴν» θέλησαν νά σημάνουν θεολογικά τή μετάβασή της ἀπό τά μικρά καί χαμηλά αὐτῆς τῆς γῆς στά μεγάλα καί τά ὑψηλά τοῦ οὐρανοῦ· ἀπό τήν παλιά καί φτωχή ἐπίγεια ζωή στή νέα, τή γεμάτη μέ τά ἀνέκφραστα μεγαλεῖα τῆς βασιλείας τοῦ Υἱοῦ της. Ἐνῶ μέ τή φράση «μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς» δήλωσαν τήν προηγούμενη κατάβαση τοῦ Θεοῦ νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο στά μητρικά σπλάχνα της, ὅπου κυοφορήθηκε ἡ ὄντως ζωή. Γιά τούς Πατέρες, ἐξαιτίας τοῦ σεσιγημένου μυστηρίου τῆς θείας ἐνσαρκώσεως, ἡ Θεοτόκος ἦταν ἡ πρώτη πού δικαιοῦνταν νά ἀποκτήσει τά ἀγαθά τῆς αἰωνιότητας. Γι’ αὐτό καί, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, παραβάλλουν τήν Κοίμησή της μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ὡς ἕνα μικρό «Πάσχα». Ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως ὑπενθυμίζει τή συνάντηση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο στή «χώρα τοῦ ἀχωρήτου», ἐνῶ τῆς Κοιμήσεως τή συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό στή «χώρα τῶν ζώντων».
  Ἔτσι ἡ Παναγία χαρίζει στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἄλλη μία εὐκαιρία νά πανηγυρίσουν χαρμόσυνα τήν καινή ζωή πού ἀπολαμβάνουν μέ ἐμπιστοσύνη στόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω 11,2526). Ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου ὡς Μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων προπορεύθηκε ὁδηγώντας τά παιδιά της στή μετάσταση πρός τά ὑψηλά καί τά αἰώνια· ἐκεῖ πού τά ἀναμένει ὁ Υἱός της γιά νά τά ντύσει μέ τό φῶς.

Ἀθανάσιος Γ. Παπαρνάκης

"Ἀπολύτρωσις",

Τεῡχος Αὐγούστου - Σεπτεμβρίου 2025