Κάθε 19 Μαΐου, μέρα μνήμης τῆς Γενοκτονίας τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, ἡ ἱστορική θύμηση λειτουργεῖ δραστικά.
Ἀπό τήν ἀρχή στόχευαν στή γενοκτονία τῶν Ποντίων οἱ Νεότουρκοι Τζεμάλ, Ἐβρέν, Ταλαάτ καί μετά ὁ Κεμάλ Ἀτατούρκ μέ τόν Ἰσμέτ Ἰνονού. Οἱ Ἕλληνες τοῦ Πόντου δέν ἀντέχουν νά βλέπουν τήν ὀργανωμένη ἐξόντωση τοῦ ποντιακοῦ στοιχείου. Ὅσοι καταφέρνουν νά γλυτώσουν ἀπό τά ἐφιαλτικά Τάγματα Ἐργασίας, ἀρχίζουν νά ὀργανώνουν δυναμικά τήν ἀντίστασή τους κατά τῶν Τούρκων. Ἐγκαταλείπουν τούς δικούς τους καί δημιουργοῦν τά ἀντάρτικα ποντιακά σώματα.
Ἀνεβαίνουν στ’ ἀπόρθητα σκληροτράχηλα βουνά, γιά νά ἐκδικηθοῦν τούς σφαγεῖς τῶν συγγενικῶν τους προσώπων καί νά διασφαλίσουν τή ζωή χιλιάδων ἀμάχων. Στήν ὀργάνωση τῶν ἀντάρτικων ἑλληνικῶν ὁμάδων συμμετέχει ὁ ἡρωικός μητροπολίτης Ἀμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης. Περίπου 20.000 ὑπολογίζονται οἱ πόντιοι ἀντάρτες.
«Κολοκοτρώνης τοῦ Πόντου» χαρακτηρίζεται ὁ μαχητικότατος ἀρχηγός Κοτσά Ἀναστάς (Ἀναστάσιος Παπαδόπουλος), πού διακρίνεται σέ ἡρωισμό στίς συμπλοκές μέ τούς Τούρκους. Ἀξιόλογοι ἐπίσης ἀρχηγοί ἀντάρτικων ὁμάδων τοῦ Πόντου εἶναι ὁ Ἀντόν πασάς (Ἀντώνιος Χατζηελευθερίου), ὁ Ἀσλανίδης Σάββας, ὁ Ἰστύλ Ἀγάς (Στυλιανός Κοσμίδης), ὁ Στυλιανός Ἀναστασιάδης, ὁ Βασίλειος Ἀνθόπουλος καί πολλοί ἄλλοι. Κυρίως τό ἀντάρτικο δρᾶ στόν δυτικό Πόντο, στήν Ἀμισό, στήν Πάφρα, στήν Τοκάτη. Στόν ἀνατολικό Πόντο ξεχωρίζει τό ἀντάρτικο τῆς Σάντας μέ ἀρχηγό τόν περίφημο Εὐκλείδη Κουρτίδη.
Οἱ ἀντάρτες συγκρούονται μέ τόν τουρκικό στρατό καί σημειώνουν νίκες. Κρατοῦν γερά τήν ἀντίσταση καί σώζουν ἀπό σφαγές χιλιάδες ἀμάχους. Μέ μοναδικό συμπαραστάτη τήν Ἐκκλησία, κλῆρο καί λαό, ἀντιστέκονται. Μέ τήν πίστη τους ἀκλόνητη στόν Θεό, ἀγωνίζονται γιά τῆς πατρίδας τήν ἐλευθερία καί τῆς τιμῆς τους τή διαφύλαξη, θυσιάζοντας καί τήν τελευταία ρανίδα τοῦ αἵματός τους. Οἱ ἀδούλωτες ψυχές τους γράφουν λαμπρό ἔπος (1914-1923), συνυφασμένο ὅμως μέ σκηνές φρικιαστικές.
«Μέσα στήν πολιτεία ἡ φυλή μας περνοῦσε τήν πιό δεινή ἐποχή. Στέλνανε τούς Ρωμιούς στά μπουντρούμια, στίς φυλακές. Αὐτοί οἱ ἀγαθοί ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ καί τοῦ βουνοῦ, χωρίς νά φταῖνε σέ τίποτα, ζοῦσαν πίσω ἀπό τῆς φυλακῆς τά σίδερα. Καί τό χειρότερο: εἶχαν στήσει κρεμάλες στό μεϊντάνι, πού ἦταν τό ρολόι τῆς πλατείας τῆς Ἀμισοῦ, γύρω-γύρω, καί κάθε βράδυ κρεμοῦσαν πενήντα! Τά ξύλα ἦταν καρφωμένα καί τά μετροῦσα, ἤμουνα παιδί 14 χρονῶν. Ἦταν πενήντα κρεμάλες. Κρεμοῦσαν καί γυναῖκες, ἀλλά πιό πολύ ἄντρες, ἀνθρώπους ἀγαθούς, δίκαιους, μέ τήν παραμικρή ἀφορμή… Κατορθώσαμε καί ἐπιβιώσαμε τό 10% ἀπ’ ὅσους τραβηχτήκαμε στά βουνά, οἱ ἄλλοι χάθηκαν…», ὑπογραμμίζει ὁ Δημοσθένης Κελεκίδης στό βιβλίο του «Τό Ἀντάρτικο τοῦ Πόντου».
Ὁ τουρκικός στρατός καίει τό ἕνα χωριό μετά τό ἄλλο. Μαζεύει τά γυναικόπαιδα, τούς ἄντρες καί τούς φυλακίζει μέσα σ’ ἐκκλησιές καί σέ σχολεῖα. Κι ὕστερα τούς καίει ζωντανούς. Ἔτσι ὁ κάθε πόντιος Καπετάνιος δέν ἔχει στήν εὐθύνη του μόνο τά παλληκάρια του. Ὅπου πάει, σέρνει μαζί του φορτίο ἀκριβό, γέρους καί γυναικόπαιδα. Ἡ ἔλλειψη τροφῆς, τό τσουχτερό κρύο, οἱ ἀρρώστιες εἶναι προβλήματα δυσβάστακτα γιά τούς ἀντάρτες.
Μαρτυρικές εἶναι οἱ σκηνές ἀπό τό ἀντάρτικο τοῦ Πόντου. Ἡ περιοχή τῆς Σάντας ὀνομάζεται «Τό Σούλι τοῦ Πόντου», γιατί δέν γνωρίζει τουρκική κατοχή. Ἀπό τό 1915 ἀντιστέκεται στή βαρβαρότητα τῶν Νεοτούρκων καί τῶν Κεμαλικῶν. Εἶναι ὅμως καί τόπος αἱματόβρεχτος. Στυγεροί δολοφόνοι βασανίζουν τίς γυναῖκες, γιά νά μαρτυρήσουν ποῦ κρύβονται οἱ ἄντρες τους.
Μέσα σ’ ἕνα σπήλαιο τῆς Σάντας, τό 1921, βρίσκονται περίπου 450 ἄτομα, παιδιά, γυναῖκες, ἡλικιωμένοι. Ὑπάρχει μία μοναδική δυνατότητα σωτηρίας. Μέσα ἀπό τό ποτάμι, τήν ὁμιχλώδη νύχτα, νά τραβήξουν πρός τήν περιοχή τῆς μονῆς Σουμελᾶ. Φόβος περιζώνει τούς ἀντάρτες μέ τή σκέψη ὅτι, κατά τήν πορεία τῆς διαφυγῆς τους, τά παιδάκια ἴσως τούς προδώσουν μέ τά κλάματά τους. Ἔτσι παίρνουν μιά ἀπάνθρωπη ἀπόφαση. Δίνουν ἐντολή νά πνίξουν τά ἑπτά παιδιά.
Καταφθάνει ὁ τοῦρκος χιλίαρχος. Συγκλονισμένος ἀπό τήν τραγικότητα τῆς εἰκόνας, καθώς ἀντικρίζει τήν ἐλεεινή κατάσταση τῶν παιδιῶν, λέει στόν στρατό του: «Γυρνᾶμε πίσω. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀπό τή στιγμή πού ἀποφασίζουν νά σφάζουν, νά θυσιάζουν τά παιδιά τους, εἶναι ἕτοιμοι γιά ὅλα».
Σπουδαία εἶναι ἡ παρουσία καί τῶν ποντίων γυναικῶν. Ἄφοβες στέκονται δίπλα στούς ἀντάρτες, προσφέροντας πολύτιμες ὑπηρεσίες. Μεταφέρουν μηνύματα, φορτώνονται βάρη μέ διάφορες προμήθειες. Ἀνδρεῖες ἀναδεικνύονται ἡ λοχαγός Ἑλένη κι ἡ καπετάνισσα Πελαγία.
Ἀξίζει νά μνημονεύσουμε τίς λεβέντισσες γυναῖκες τῆς Σάντας. Τριακόσια γυναικόπαιδα εἶναι μαντρωμένα σ’ ἕνα σχολεῖο. Τή νύχτα ὅμως οἱ γυναῖκες ξυλοκοποῦν δέκα «τσανταρμάδες» -ἀγροφύλακες-, γιατί μές στό σκοτάδι προσπαθοῦν νά παραβιάσουν τήν πόρτα μέ σκοπό νά βιάσουν τά κορίτσια.
Ἡ γενοκτονία τῶν Ποντίων, σύμφωνα μέ τή Μαύρη Βίβλο τοῦ Κεντρικοῦ Συμβουλίου τῶν Ποντίων στήν Ἀθήνα, στοιχίζει τή ζωή 303.238 Ἑλλήνων, Ἑλληνίδων καί παιδιῶν ὥς τό 1922 καί 353.000 ὥς τόν Μάρτιο τοῦ 1924, δηλαδή ποσοστό πού ξεπερνάει τό 50% τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τοῦ Πόντου.
Παρόλες τίς ἀνυπέρβλητες δυσκολίες οἱ ἀντάρτες τοῦ Πόντου δέν παρατοῦν τόν ἀγώνα. Συνεχίζουν νά πολεμοῦν μέχρι τήν ὑπογραφή τῆς συνθήκης τῆς Λωζάνης τῆς Ἐλβετίας, 24 Ἰουλίου 1923. Σ’ ἐκείνη τή συνδιάσκεψη ἀποφασίζεται ἡ ἀνταλλαγή πληθυσμῶν. Ὅσοι ἕλληνες Πόντιοι γλυτώνουν ἀπό τίς σφαγές, τίς ἀρρώστιες, τίς φυλακές, ξεριζώνονται ἀπό τά πανάρχαια χώματά τους, ἔχοντας γράψει μιά ἱστορία περίπου 30 αἰώνων. Ἀπό τά βάθη τῆς Ἀνατολῆς, σκελετωμένοι ἀπό τίς κακουχίες, βαδίζουν τούς ἀτέλειωτους δρόμους τῆς ἐπιστροφῆς μέ τήν ὀδύνη χαραγμένη στά ρημαγμένα τους πρόσωπα. Σέρνονται πρός τίς παραθαλάσσιες πόλεις καί προσμένουν τά καράβια ἀπό τή μητροπολιτική Ἑλλάδα.
Τότε ἔφτασε στό τέλος της ἡ ἐποποιία τῆς ἔνοπλης ἀντίστασης τῶν Ποντίων.
Ἑλληνίς
"Ἀπολύτρωσις"
Τεῡχος Μαϊου, 2025