Α. Ἱστορικό πλαίσιο καί περιστατικά σύγκλησης
Φέτος συμπληρώνονται 1.700 χρόνια ἀπό τή σύγκληση τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε τούς μῆνες Μάιο-Ἰούνιο τοῦ ἔτους 325 μ.Χ. Στό παρόν ἄρθρο θά δοῦμε τά περιστατικά καί τούς λόγους σύγκλησης τῆς Συνόδου.
Ἡ σύναξη ὅλων τῶν ἐπισκόπων σέ ἕναν συγκεκριμένο τόπο μέ σκοπό τήν ἐπίλυση θεολογικῶν ζητημάτων ἔχει διπλή ἀφετηρία: θεολογική καί πολιτική. Ἡ πρώτη σύνοδος πού συγκλήθηκε στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Ἀποστολική Σύνοδος τῶν Ἰεροσολύμων (49 μ.Χ.). Παρόλο πού, μετά τήν Πεντηκοστή, καθένας ἀπό τούς ἀποστόλους κατεῖχε τό ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν προέκυψε θεολογική διένεξη πού ἀπασχόλησε ὅλη τήν Ἐκκλησία, δέν ἀποφάσισε ὁ καθένας μόνος του, ἀλλά συγκάλεσαν Σύνοδο, γιά νά λάβουν συλλογική ἀπόφαση μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι οἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων παρουσιάζουν τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου ὄχι ὡς προσωπικό κατόρθωμα τῶν ἀποστόλων, ἀλλά ὡς καρπό τῆς συνεργασίας τους μέ τό ἅγιο Πνεῦμα: «ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πρξ 15,28). Τήν παρακαταθήκη αὐτή υἱοθέτησε ἡ Ἐκκλησία, δημι- ουργώντας τόν συνοδικό θεσμό. Κάθε φορά πού ἀναφύονταν ἔριδες, συνάζονταν οἱ ἐπίσκοποι τῶν ὅμορων περιοχῶν σέ τοπική σύνοδο καί διευθετοῦσαν τό πρόβλημα.
Ἔτσι, ὅταν ἐμφανίστηκε ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἡ ὁποία ἀπροκάλυπτα ἀμφισβητοῦσε τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπιχείρησαν νά τήν ἀντιμετωπίσουν μέ δύο συνόδους: τῆς Ἀλεξανδρείας -ἀπό ὅπου καί ξεκίνησε ἡ αἵρεση- τό 324 μ.Χ., καί τῆς Ἀντιοχείας τό 325 μ.Χ. Ἐπειδή ὅμως ἡ αἵρεση εἶχε λάβει οἰκουμενικές διαστάσεις, ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Κορδούης Ὅσιος, ἔμπιστος φίλος καί σύμβουλος τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου, τοῦ πρότεινε νά συγκαλέσει Οἰκουμενική Σύνοδο, δηλαδή μέ ἐπισκόπους ἀπό ὅλη τήν αὐτοκρατορία, γιά νά ἀντιμετωπιστεῖ τό ζήτημα.
Οἱ πολιτικοί λόγοι σύγκλησης τῆς Συνόδου σχετίζονταν ἀφ’ ἑνός μέ τή σταθερή ἐπιθυμία τῆς κρατικῆς ἡγεσίας γιά ὁμόνοια στήν κοινωνία καί ἀφ᾽ ἑτέρου μέ τήν προσπάθεια μίμησης τοῦ πολιτικοῦ ὀργάνου τῆς Ρώμης, τῆς Συγκλήτου.
Ἀναμφισβήτητα κρίσιμος ἦταν ὁ ρόλος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου γιά τήν ἀποτελεσματική ὀργάνωση, τήν ὁμαλή διεξαγωγή καί τήν εὐρεία ἀναγνώριση τῆς Συνόδου. Πρωτοστάτησε στή σύγκλησή της ἀποστέλλοντας ἐπιστολές καί καλώντας ἑκατοντάδες ἐπισκόπων στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ὅπου τούς φιλοξένησε μέχρι τήν ὁλοκλήρωσή της.
Τό ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὁ ἴδιος δέν εἶχε ἀκόμη ἀσπαστεῖ τή χριστιανική πίστη καί διατηροῦσε τήν ἰδιότητα τοῦ ἀρχιερέα τῶν εἰδωλολατρῶν. Συνειδητοποίησε νωρίς, ὡστόσο, τήν ἀνάγκη προστασίας καί ἐνίσχυσης τοῦ Χριστιανισμοῦ. Γι᾽ αὐτό ἤδη ἀπό τό 313 μ.Χ. εἶχε ὑπογράψει μαζί μέ τόν Λικίνιο τό διάταγμα ἀνεξιθρησκίας τῆς αὐτοκρατορίας, τό ὁποῖο οὐσιαστικά ἀναγνώρισε τόν Χριστιανισμό ὡς ἐπιτρεπόμενη νόμιμη θρησκεία. Ὁ ρωμαῖος αὐτοκράτορας, παρόλο πού προερχόταν ἀπό μία μακροχρόνια παράδοση θεοποίησης τῶν προκατόχων του, τήν ἀπέρριψε καί χαρακτήρισε τή βασιλεία του ὡς «ἐλέῳ Θεοῦ», ἀποδεχόμενος ὅτι δέν ἦταν θεός, ἀλλά βασιλιάς μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Τί συντέλεσε, ὅμως, ὥστε νά λάβει ὁ αὐτοκράτορας αὐτές τίς ἀποφάσεις γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Πρώτη αἰτία ἀσφαλῶς ἀποτελεῖ ἡ ἀνατροφή πού ἔλαβε ἀπό τήν ἁγία μητέρα του Ἑλένη. Καταλυτικός ὅμως ἦταν ὁ ρόλος τῆς διπλῆς ἀποκάλυψης-Θεοφάνειας πού ἔλαβε ἀπευθείας ἀπό τόν Θεό. Ὅπως διηγεῖται ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, κάποια νύχτα πού εἶχε μείνει ἄγρυπνος ἀντίκρισε στόν οὐρανό τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μέ τή φράση «ἐν τούτῳ νίκα». Ἡ δεύτερη ἀποκάλυψη τοῦ δόθηκε μέσῳ ἐνυπνίου ὁράματος πού τοῦ συνιστοῦσε νά ντύσει τά στρατεύματά του μέ τό σχῆμα τοῦ Σταυροῦ πρίν ἀπό τή μάχη. Μετά ἀπό αὐτά τά σημεῖα ὁ Κωνσταντῖνος ἀκολούθησε στάση ὑπεράσπισης καί προστασίας τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἄν καί δέν εἶχε ἀκόμη βαπτιστεῖ.
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, τό 325 μ.Χ., ὑπῆρξε ἕνα ἱστορικό καί θεολογικό ὁρόσημο γιά τήν Ἐκκλησία, καθώς ἔθεσε τίς βάσεις τῆς διατύπωσης τῆς ὀρθόδοξης πίστης καί ἐνίσχυσε τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν ἀπέναντι στίς αἱρέσεις. Ὁ ρόλος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὡς ὑπερασπιστῆ τοῦ Χριστιανισμοῦ καί προστάτη τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν καθοριστικός γιά τήν ἐπιτυχία τῆς Συνόδου. Ἡ ἀπόφαση γιά τή σύγκληση τῆς Συνόδου ἀναδεικνύει τή θεολογική καί πολιτική σημασία τοῦ συλλογικοῦ διαλόγου στήν Ἐκκλησία, προκειμένου νά διαφυλαχθεῖ ἡ πίστη καί ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἀξίζει νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ἀλάνθαστες. Δι’ αὐτῶν ἐκφράζεται τό τρίτο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ἐπιβεβαιώνοντας τήν παρουσία του στήν Ἐκκλησία. Ἡ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία καί ἐνεργεῖ μέ τόν δικό του ἀλάθητο τρόπο μέσα ἀπό τά ἱερά Μυστήρια καί τίς Συνόδους, εἶναι μία ἠχηρή ἀπάντηση στούς πειρασμούς πού ἐπιχειροῦν νά κλονίσουν τήν ἐμπιστοσύνη μας στήν Ἐκκλησία.
Κωνσταντῖνος Μεταλλίδης
διδάκτωρ Θεολογίας
"Ἀπολύτρωσις",
Τεῡχος Μαϊου 2025